Πολιτική
Παρασκευή, 14 Ιανουαρίου 2022 12:29

Ν. Ηλιόπουλος: Χαμηλότερος από το 2010 παραμένει ο κατώτατος μισθός

«Με την εξαγγελία Μητσοτάκη ο κατώτατος μισθός παραμένει χαμηλότερος από το 2010», τόνισε σε συνέντευξή του,, ο εκπρόσωπος Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, Νάσος Ηλιόπουλος,

«Με την εξαγγελία Μητσοτάκη ο κατώτατος μισθός παραμένει χαμηλότερος από το 2010», τόνισε σε συνέντευξή του,, ο εκπρόσωπος Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, Νάσος Ηλιόπουλος,

«Ο κ. Μητσοτάκης συνεχίζει να μην παίρνει ουσιαστικά μέτρα για την ακρίβεια. Αυτή τη στιγμή η κοινωνία πληρώνει ακριβά την κυβέρνηση Μητσοτάκη», υπογράμμισε  μιλώντας στο ραδιόφωνο του «Πρώτου Προγράμματος» της ΕΡΤ.

«Η κυβέρνηση από την πρώτη στιγμή υποτίμησε το πρόβλημα της ακρίβειας», είπε. «Θυμόμαστε τον Κυριάκο Μητσοτάκη στη ΔΕΘ να ανακοινώνει ένα κονδύλι μόλις 150 εκ. ευρώ για το ρεύμα, στη λογική ότι αυτό το πρόβλημα θα μας ταλαιπωρήσει μέχρι τα Χριστούγεννα», σημείωσε ο Νάσος Ηλιόπουλος και πρόσθεσε: «εμείς από τότε λέγαμε ότι ειδικά για την ενέργεια το πρόβλημα θα κρατήσει τουλάχιστον 9 μήνες, ενώ ήδη στις ΗΠΑ αναλυτές κάνουν λόγο ακόμα και για δύο χρόνια».

«Σήμερα έχουμε φτάσει να έχουμε αρνητικό ρεκόρ 10ετίας με τον πληθωρισμό Δεκεμβρίου στο 5,1% και βλέπουμε στο 135% πάνω το φυσικό αέριο, 34% πάνω το πετρέλαιο θέρμανσης,  45% πάνω το ρεύμα», επισήμανε. «Μέσα σε όλα αυτά πρέπει να συνυπολογίσουμε ότι στα 3 χρόνια της διακυβέρνησης Μητσοτάκη έχουν κοπεί 2,5 δισ. ευρώ από τους συνταξιούχους, καθώς η κυβέρνηση κατήργησε την -ψηφισμένη από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ το ‘19- μόνιμη ετήσια δαπάνη των 850 εκ. για την επαναφορά μέρους της 13ης σύνταξης», εξήγησε ο Νάσος Ηλιόπουλος.

Επαναλαμβάνοντας τη θέση του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία για την ανάγκη αύξησης του κατώτατου μισθού στα 800 ευρώ, ανέφερε ότι «η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα στην ευρωζώνη που έχει κατώτατο μισθό χαμηλότερο από το 2010». «Η τελευταία πραγματική αύξηση του κατώτατου μισθού έγινε το 2018 από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, αύξηση κατά 11% στον κατώτατο και κατά 27% για τους νέους με την κατάργηση του υποκατώτατου», υπογράμμισε ο Νάσος Ηλιόπουλος, υπενθυμίζοντας ότι «τότε και η ανεργία συνέχισε να μειώνεται, ενώ αυξήθηκε και η ιδιωτική κατανάλωση».

Επιπλέον, τόνισε ότι «χρειάζεται άμεσα να γίνει ρύθμιση και διαγραφή ενός μέρους του πανδημικού χρέους, δηλαδή του ιδιωτικού χρέους που γεννήθηκε μέσα στην πανδημία». «Αντιμετωπίζουμε μια πρωτοφανή κατάσταση, άρα πρέπει να έχουμε και ιδιαίτερα εργαλεία», σημείωσε ο Νάσος Ηλιόπουλος, λέγοντας ότι «με τη ρύθμιση και διαγραφή του πανδημικού χρέους, θα μείνουν ανοιχτές οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, θα μπορέσουν να αποπληρώσουν το υπόλοιπο του χρέους τους και βέβαια θα διατηρηθούν οι θέσεις εργασίας». «Για εμάς αυτή είναι μία πρόταση-κλειδί για τη λειτουργία της αγοράς», είπε.

Στο μέτωπο της πανδημίας, δήλωσε ότι «με τον τρόπο λειτουργίας των σχολείων, με τη σημερινή κατάσταση στα μέσα μεταφοράς, με την κατάσταση που επικρατεί στο σύστημα υγείας, στο τέταρτο κύμα η χώρα κατάφερε να είναι δύο φορές πάνω από το μέσο όρο της ΕΕ σε απώλειες αναλογικά με τους κατοίκους». «Δυστυχώς ήδη στον μισό μήνα Ιανουάριο έχουμε χάσει 942 ανθρώπους», ανέφερε.

Ειδικότερα σε ό,τι αφορά τα σχολεία, τόνισε ότι «πρέπει να λειτουργήσουν με ασφάλεια, δεν είναι parking για τα παιδιά». «Για αυτό το λόγο από την πρώτη στιγμή ζητήσαμε να μην ισχύσει το πρωτόκολλο 50%+1, το οποίο έβαλε η κυβέρνηση ώστε οι τάξεις πρακτικά να μην κλείνουν ποτέ», επισήμανε. «Γνωρίζουμε ήδη βέβαια ότι πολλοί γονείς δεν στέλνουν τα παιδιά τους στο σχολείο μετά το πρώτο ή το δεύτερο κρούσμα στην τάξη», είπε ο Νάσος Ηλιόπουλος. Τέλος, σχολίασε ότι «όταν τις δύο πρώτες μέρες λειτουργίας των σχολείων έχουν βρεθεί 25.000 κρούσματα και η κυβέρνηση δεν έχει προβλέψει άδειες ειδικού σκοπού για τους εργαζόμενους γονείς, των οποίων τα παιδιά νοσούν, “στέλνοντάς” τους στη δουλειά, τότε βλέπουμε μια κυβέρνηση που κυριολεκτικά αντιμετωπίζει την κοινωνία ως αγέλη».

Αλ. Χαρίτσης: Καμία πολιτική βούληση για να αντιμετωπιστεί η κρίση της ακρίβειας

Στο ίδιο μήκος κύματος εμφανίστηκε και ο τομεάρχης Ανάπτυξης και Επενδύσεων του ΣΥΡΙΖΑ -ΠΣ και βουλευτής Μεσσηνίας, Αλέξης Χαρίτσης, τονίζοντας σε συνέντευξή του ότι «Η κυβέρνηση δεν έχει την πολιτική βούληση να αντιμετωπίσει την κρίση της ακρίβειας»

«Η κυβέρνηση επέλεξε να αφήσει το φαινόμενο της ακρίβειας να εξελιχθεί αντί να λάβει εγκαίρως μέτρα, για αυτό φτάσαμε σε νέο ρεκόρ πληθωρισμού το Δεκέμβρη, με πολλαπλάσιες αυξήσεις στην ενέργεια, την στέγαση και τα είδη διατροφής» δήλωσε στον ρ/στ «Στο Κόκκινο 105.5». Και πρόσθεσε: «Ήδη από τον περασμένο Φλεβάρη προειδοποιήσαμε ότι διαμορφώνεται καθεστώς αυξήσεων, αλλά η κυβέρνηση είτε μιλούσε για καταστροφολογίες του ΣΥΡΙΖΑ, είτε παρέπεμπε στην παροδικότητα του φαινομένου και τις διεθνείς διαστάσεις της κρίσης». 

«Εδώ και μήνες έχουμε καταθέσει μια σειρά από προτάσεις για την ανάσχεση των ανατιμήσεων» επισήμανε ο τομεάρχης του ΣΥΡΙΖΑ, υπογραμμίζοντας την ανάγκη «να αντιμετωπιστούν τα φαινόμενα κερδοσκοπίας, ειδικά στην ενέργεια» για «αύξηση του κατώτατου μισθού στα 800 ευρώ, ώστε να ενισχυθεί το διαθέσιμο εισόδημα αλλά και η κατανάλωση» και «ελάφρυνση συγκεκριμένων φορολογικών υποχρεώσεων».

«Δυστυχώς η κυβέρνηση απέρριψε την τροπολογία μας για μείωση των ειδικού φόρου κατανάλωσης στην ενέργεια» υπενθύμισε ο Αλ. Χαρίτσης, ενώ «επιμένει να αρνείται την πρότασή μας για  ρύθμιση του ιδιωτικού χρέους της πανδημίας που βασανίζει τους μικρομεσαίους, με κούρεμα  της αρχικής οφειλής». «Αντίθετα, στον προϋπολογισμό για το 2022 δεν προέβλεψε το παραμικρό μέτρο για την ακρίβεια» πρόσθεσε. 

«Μέσα σε μια ενεργειακή κρίση που επηρεάζει από το πιο μικρό νοικοκυριό ως την μεγαλύτερη βιομηχανία, η κυβέρνηση ιδιωτικοποιεί πλήρως την ΔΕΗ και ξεπουλάει τα δίκτυα ηλεκτρισμού  και φυσικού αερίου» συνέχισε ο κ. Χαρίτσης, «αφαιρώντας από το ελληνικό κράτος την δυνατότητα να ασκήσει εθνική  ενεργειακή πολιτική ώστε να συγκρατηθούν και τα τιμολόγια. Όπως έγινε επί ΣΥΡΙΖΑ, όπου για 4,5 χρόνια δεν είχαμε καμία αύξηση».

«Να αξιοποιηθούν άμεσα εθνικοί και ευρωπαϊκοί πόροι για ειδικά προγράμματα στήριξης όσων πλήττονται σήμερα από αυτή την πολύ μεγάλη κρίση. Υπάρχουν προτάσεις και δυνατότητες αλλά όχι η πολιτική βούληση από την πλευρά της κυβέρνησης» κατέληξε ο Αλ. Χαρίτσης.