Η Λίζα και ο Γκιόρκι συναντιούνται τυχαία στο δρόμο. Με την κάμερα να κινηματογραφεί τα σαστισμένα τους βήματα σε κοντινό, δεν μπορούμε παρά να φανταστούμε τα βλέμματα τους. Και φυσικά, εκείνη τη στιγμή δεν τα αντικαθιστούμε με μια εικόνα, αλλά με μια αίσθηση: Κανείς δεν έχει δει ποτέ το ερωτευμένο βλέμμα του!
Η Λίζα και ο Γκιόρκι συναντιούνται τυχαία στο δρόμο. Με την κάμερα να κινηματογραφεί τα σαστισμένα τους βήματα σε κοντινό, δεν μπορούμε παρά να φανταστούμε τα βλέμματα τους. Και φυσικά, εκείνη τη στιγμή δεν τα αντικαθιστούμε με μια εικόνα, αλλά με μια αίσθηση: Κανείς δεν έχει δει ποτέ το ερωτευμένο βλέμμα του! Αυτή λοιπόν η αίσθηση, αποτελεί κομμάτι μιας κινηματογραφικής μαγείας που έχει χαθεί.
Μιας μαγείας που ξεπερνά την αναπαράσταση και αποπνέει έναν βαθύ μυστικισμό.
Στην περίπτωση μας, ο μυστικισμός αυτός έχει ταυτότητα: Η ταινία του Αλεξάντρ Κομπερίτζε έρχεται από τη Γεωργία. Και ο σκηνοθέτης (που υπογράφει και το σενάριο) μοιάζει να αναζητά αυτόν τον γνήσιο μυστικισμό που κουβαλούσαν οι Γεωργιανοί στο σινεμά τους, σχεδόν από την αρχή. Όχι του Γεωργιανού σινεμά, μα και του σινεμά γενικότερα: Η πρώτη κινηματογραφική προβολή στη χώρα, διοργανώθηκε το 1896.
Ακολούθως, οι Γεωργιανοί αγκάλιασαν αμέσως αυτό το νέο μέσο, τόσο που, μέχρι να φτάσει στα μέρη τους η Οκτωβριανή Επανάσταση, είχαν ήδη να επιδείξουν έναν αξιοσημείωτο όγκο παραγωγής. Άρα είχαν εξελίξει ήδη μια δική τους κινηματογραφική γλώσσα – που, να το πούμε κι αυτό, ήταν εκείνη που χάρισε στη Σοβιετική Ένωση τον πρώτο της Χρυσό Φοίνικα, το 1957: Ο σκηνοθέτης του «Όταν πετούν οι γερανοί» ήταν ο Γεωργιανός Μιχαήλ Καλατόζοφ, «αρνητής», αν θέλετε, του «πατροπαράδοτου» Σοσιαλιστικού Ρεαλισμού. Και δεν ήταν ο μόνος.
Γιατί μπορεί ο Ταρκόφσκι να μην απώθησε ποτέ τον (γνήσια Ρωσικό) μυστικισμό του, αλλά το Σοβιετικό καθεστώς αισθανόταν εξαιρετικά άβολα απέναντι του - ομοίως και με τους Γεωργιανούς σκηνοθέτες που τον αγκάλιασαν (εδώ ας υπογραμμιστεί και ο ισχυρός, ιστορικά, δεσμός τους με την Ορθοδοξία). Έτσι, αρκετοί είδαν τις παραγωγές τους να ματαιώνονται. Κάποιοι, όπως ο Ιοσελιάνι, ακολούθησαν το παράδειγμα του Ταρκόφσκι και αυτοεξορίστηκαν. Κάποιοι άλλοι, όπως ο Αμπουλάντζε (του εκπληκτικού «Δέντρου της επιθυμίας»), είδαν τις ταινίες τους να «εξαφανίζονται» – όπως συνέβη με τη «Μετάνοια» του 1984, που τελικά προβλήθηκε το 1987 και, για κάποιους, επίσπευσε την πτώση της ΕΣΣΔ. Χειρότερη τύχη είχε ο, επίσης γεννημένος στην Γεωργία, Σεργκέι Παρατζάνοφ που βρέθηκε στη φυλακή, προκαλώντας ισχυρές αντιδράσεις από τον Δύση (που κόπτεται βαθιά για τους βασανιζόμενους καλλιτέχνες των απανταχού αυταρχικών καθεστώτων – ή έστω, των πιο ισχυρών).
Κι αν είναι να προσδιορίσουμε ένα κοινό χαρακτηριστικό αυτής της γραφής, αυτό ξεκινά από την αναζήτηση μιας σχεδόν υπερβατικής πνευματικότητας, που, στο Γεωργιανό Σινεμά πρόκυπτε από ένα διπλό δέος: Δέος απέναντι στο Σινεμά, και Δέος απέναντι στην Πλάση - όπου Πλάση και Σινεμά γίνονται, όπως θα δούμε παρακάτω, έννοιες ταυτόσημες.
Σε ένα τέτοιο σύμπαν, λοιπόν, συναντιούνται οι δυο ήρωες της ταινίας. Οι οποίοι θα συναντηθούν και μια δεύτερη φορά, πάλι τυχαία, και εμείς πια θα είμαστε βέβαιοι για τον κεραυνοβόλο έρωτα τους, πριν καν μας το ξεκαθαρίσουν και οι ίδιοι, «κλείνοντας» ραντεβουδάκι στο τοπικό καφέ.
Τώρα, έτσι θα ξεκινούσε μια ακόμα «συνηθισμένη» ερωτική ιστορία – αλλά μην ανησυχείτε, καθώς το ίδιο βράδυ, πριν φτάσει στο σπίτι της να κοιμηθεί, η Λίζα μαθαίνει πως ένα κακό μάτι τους έχει καταραστεί: Το επόμενο πρωί, οι δυο τους θα έχουν νέες μορφές (ούτως ώστε να μην αναγνωρίσει ο ένας τον άλλο) και καμία ανάμνηση των ικανοτήτων τους (ούτως ώστε να υποχρεωθούν να αλλάξουν και ζωή). Γιατί; Κάποιο κακό μάτι, ζήλεψε το έρωτα τους. Πως τα μαθαίνει αυτά η Λίζα; Από ένα φυτό, μια κάμερα ασφαλείας, και ένα λούκι της βροχής, που σπεύδουν να την ενημερώσουν. Τουλάχιστον έτσι μας πληροφορεί ο αφηγητής της ταινίας, που «γεμίζει» τα όποια κενά της πλοκής με μια ελαφρώς χιουμοριστική διάθεση.
Ούτε για μια στιγμή όμως η ταινία δεν αμφισβητεί το γεγονός! Και πριν προλάβουμε να το σκεφτούμε δεύτερη φορά, ο αφηγητής μας ζητά να κλείσουμε τα μάτια. Ένα καμπανάκι σημαίνει την έναρξη του νέου μύθου. Όταν τα ξανανοίγουμε, η Λίζα και ο Γκιόργκι έχουν πια άλλα πρόσωπα. Εκείνη έχει ξεχάσει τις ιατρικές της γνώσεις (εργαζόταν σε φαρμακείο), εκείνος αντιστοίχως, το ταλέντο του στη μπάλα – έτσι καταφεύγουν σε μικροδουλειές για να επιβιώσουν. Άραγε θα ξανασυναντηθούν; Κι αν συναντηθούν, θα θυμηθούν τον έρωτα που τους ένωσε;
Ακούγονται ενδεχομένως πολύ δραματικά όλα αυτά, όμως «η ζωή αλλάζει δίχως να κοιτάζει τη δική σου μελαγχολία», και οι ήρωες μας δε δείχνουν να απελπίζονται. Όλοι στο Κουταΐσι, την ονειρικά κινηματογραφημένη πόλη όπου λαμβάνει χώρα ο μύθος μας, περιμένουν την έναρξη του Παγκοσμίου Κυπέλλου. Παράλληλα, μια ομάδα κινηματογραφιστών τριγυρνά στους δρόμους αναζητώντας ερωτευμένα ζευγάρια. Κι αν όλα μοιάζουν παράλογα, ο σκηνοθέτης Αλεξάντρ Κομπερίτζε μας ζητά να περιμένουμε: Μεγάλα σε διάρκεια πλάνα διακόπτουν τη δράση, επενδυμένα με μια μουσική περισσότερο υπαινικτική απ’ ότι θα άρμοζε (ορίστε και μια ένσταση), με την κάμερα να παρακολουθεί αμέριμνα τους κατοίκους της πόλης και τη ραθυμία του «μουσικού» μοντάζ να υπαγορεύει σχεδόν το «ξεκλείδωμα» της ταινίας του. Ακολούθως, οι ηθοποιοί αποφεύγουν τις θεατρικές χειρονομίες, το «στήσιμο» και τον στομφώδη λόγο.
Κι ενώ λοιπόν οι άνθρωποι του Κουταΐσι κοιτάζουν τον ουρανό, η κάμερα συχνά φροντίζει να αποφεύγει τα βλέμματα τους. Οπότε, δεν μπορούμε παρά να τα φανταστούμε. Και φυσικά, δεν τα αντικαθιστούμε με μια εικόνα, αλλά με μια αίσθηση: Κανείς δεν έχει δει ποτέ το βλέμμα του όταν κοιτάζει τον ουρανό. Ή όταν παρακολουθεί μια ταινία.
Μια ταινία όπου η «θαυματουργή» επανένωση του αδίκως «χωρισμένου» ζευγαριού, είναι μεν «μέσα στο πρόγραμμα» (τα μάγια θα λυθούν με ένα, πραγματικά υπέροχο τέχνασμα της πλοκής), αλλά δεν επείγει. Γιατί το Σινεμά είναι ο μαγικός τόπος του ανεξήγητου.
Κι ό,τι κινηματογραφείται, δεν μπορεί παρά να είναι ένα θαύμα.
Στο «Για πάντα κοντά σου» που διαδραματίζεται στην Ιρλανδία, ένας τριανταπεντάχρονος χήρος με μονάχα λίγους μήνες ζωής, προσπαθεί να βρει μια καινούργια οικογένεια για τον μικρό γιό του. Ο Ουμπέρτο Παζολίνι, περισσότερο γνωστός ως παραγωγός του «Άντρες με τα όλα τους» υπογράφει το σενάριο, και τη σκηνοθεσία αυτής της άκρως αβανταδόρικης ιστορίας, της οποίας φροντίζει να υπογραμμίζει (κομψά, είναι η αλήθεια) τα μελοδραματικά της αγκάθια. Τρυφερό και ελάσσων.
Έχουμε επίσης ανανέωση για το franchise του «Scream», με μια νέα ταινία (σε σκηνοθεσία Ματ Μπετινέλι-Όλπιν και Τάιλερ Γκίλετ), παλιούς και νέους ήρωες, αλλά με παρούσα την γνώριμη μέτα-αναφορικότητα των προηγούμενων φιλμ της σειράς, ενώ τα «άσφαιρα» της εβδομάδας έρχονται από την περιπέτεια «Πράκτορες 355», με τις Τζέσικα Τσάστεϊν, Πενέλοπε Κρουζ, Ντάιαν Κρούγκερ και Λουπίτα Νιόνγκο να ενώνουν τις δυνάμεις τους εναντίον τρομοκρατών.
Όχι πως το «Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ» του Όσκαρ Ρέχλερ, μια άκρως επιφανειακή ματιά στην πιο ριζοσπαστική περσόνα του Γερμανικού Σινεμά διεκδικεί δάφνες πρωτοτυπίας. Μαζί με όλα αυτά, και το καρτούν «Σχέδιο Διάσωσης», όπου δυο χνουδωτά χαριτωμένα ζωάκια ταξιδεύουν χρονικά στο σήμερα και ανακαλύπτουν πως το είδος τους έχει εκλείψει.