Η πρώτη διαπίστωση με την οποία έρχεται κανείς αντιμέτωπος, όταν ασχοληθεί με την κλιματική αλλαγή, είναι ότι πρόκειται για ένα πρόβλημα, που βασικά αφορά στο μέλλον και μάλιστα εκείνων που έρχονται και λιγότερο αυτών που σήμερα έχουν την ευθύνη και αποφασίζουν για την τύχη της ανθρωπότητας.
Του Χαράλαμπου Γκότση
Η πρώτη διαπίστωση με την οποία έρχεται κανείς αντιμέτωπος, όταν ασχοληθεί με την κλιματική αλλαγή, είναι ότι πρόκειται για ένα πρόβλημα, που βασικά αφορά στο μέλλον και μάλιστα εκείνων που έρχονται και λιγότερο αυτών που σήμερα έχουν την ευθύνη και αποφασίζουν για την τύχη της ανθρωπότητας. Ειδικοί επιστήμονες είναι επιφορτισμένοι με τη διερεύνηση των βασικών ερωτημάτων, όπως πχ. πως θα αλλάξει η ζωή στον πλανήτη μας μετά από 30, 50 ή 80 χρόνια αν δεν κάνουμε τίποτα και αφήσουμε τα πάντα να εξελιχθούν όπως μέχρι σήμερα ή πως απαντώνται τα ζητήματα ηθικής και ευθύνης που εγείρονται, απέναντι στις επερχόμενες γενιές από μια τέτοια συμπεριφορά κ. α. Επίσης, αν δεχθούμε ότι είναι ανεπίτρεπτο να αφήσουμε τα πράγματα να συνεχίσουν να κυλάνε όπως μέχρι τώρα και να επαληθευτεί ο δεινόσαυρος «Φράνκι», πως θα διαμορφώσουμε ένα διαφορετικό μέλλον με ευοίωνες προοπτικές, ποιοι στόχοι θα πρέπει να τεθούν με βασικό κορμό την κλιματική ουδετερότητα, με ποιο χρονοδιάγραμμα, πόσο υλοποιήσιμοι θα είναι και τέλος και σημαντικότερο ποιο θα είναι το μακροπρόθεσμο κόστος όλων των παρεμβάσεων που απαιτούνται.
Το πρόβλημα οξύνεται
Σημαντικά πρωτόγνωρα γεγονότα, όπως η πανδημία του κορωνοιού, οι καταστροφικές πλημύρες, οι φονικές πυρκαγιές, η παρατεταμένη ξηρασία, οι μετακινήσεις πληθυσμών, η λειψυδρία, η έλλειψη τροφίμων κ.α., μας αναγκάζουν να εγκαταλείψουμε γνώριμες και βολικές συνήθειές μας και να αλλάξουμε τον τρόπο σκέψης και τις επιλογές μας. Η ανθρωπότητα βέβαια από την έναρξη των σχετικών καταγραφών έχει ζήσει αρκετά μεγάλα φυσικά φαινόμενα, τα οποία περιέχονται στα κείμενα των μύθων, των ιστορικών κειμένων ή εντέλει και επιστημονικών αναλύσεων. Η διαφορά του τότε με το σήμερα εντοπίζεται στο γεγονός, ότι τώρα εμφανίζονται με μεγαλύτερη συχνότητα αλλά και με ισχυρότερη σφοδρότητα. Αποτέλεσμα αυτών είναι και η επιδείνωση όλων των δεικτών της κλιματικής αλλαγής. Ως βασική αιτία θεωρείται η χρήση ορυκτών καυσίμων, όπως είναι το πετρέλαιο, ο άνθρακας και το φυσικό αέριο, του οποίου η συμμετοχή εσχάτως αμφισβητείται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η καύση αυτών εκλύει διοξείδιο του άνθρακα στην ατμόσφαιρα της γης, το οποίο δεσμεύει τη θερμότητα και ενισχύει το φαινόμενο του θερμοκηπίου, το οποίο προκαλεί τα παραπάνω ακραία καιρικά φαινόμενα.
Ανθρώπινα θύματα και υλικές καταστροφές
Η αλήθεια είναι ότι οι απολογισμοί σε ανθρώπινα θύματα και οικονομικές ζημιές που προκαλούνται μετά από κάθε φυσική καταστροφή, είναι έωλοι, αποσπασματικοί και δεν είναι σε θέση να συμπεριλάβουν την πραγματική εξαθλίωση σε ανθρώπινες υπάρξεις και συνθήκες διαβίωσης των πληθυσμών που πλήττονται κάθε φορά.
Παραδείγματα φυσικών φαινομένων με πρωτόγνωρες καταστροφικές συνέπειες εμφανίζονται τα τελευταία χρόνια σε πλούσιες και φτωχές χώρες, χωρίς εξαίρεση. Οι μεγαλύτερες απώλειες, χωρίς αυτό να οφείλεται στην κλιματική αλλαγή, καταγράφηκαν στο τσουνάμι της Ινδονησίας ως επακόλουθο ενός σεισμού 9,1 Ρίχτερ, όπου 230.000 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους. Απευθείας στην κλιματική αλλαγή χρεώνονται όμως μια σειρά από γεγονότα τα οποία σημάδεψαν τη ζωή στον πλανήτη μας τον περασμένο χρόνο (2021). Τον Ιούλιο η Γερμανία, μαζί με κάποιες όμορες χώρες, έζησε τις μεγαλύτερες πλημύρες όλων των εποχών. Τα ανθρώπινα θύματα της επέλασης των υδάτων ανήλθαν σε 130, χιλιάδες οικογένειες έμειναν άστεγες, ενώ ο λογαριασμός για τις καταστροφές έφτασε τα 30 δις Ευρώ. Ο τυφώνας Ίντα, που έπληξε τις νότιες πολιτείες των ΗΠΑ τον Αύγουστο , άφησε πίσω του 95 νεκρούς και έναν λογαριασμό 57 δις Ευρώ. Η Κίνα επίσης έζησε στην περιοχή του Henan, φοβερές πλημμύρες, οι οποίες κόστισαν τη ζωή σε 300 άτομα, ενώ οι ζημιές υπολογίζονται σε 15 δις Ευρώ. Στη χώρα μας ζήσαμε μια σειρά καταστροφικών πυρκαγιών, με αποκορύφωμα εκείνη στη Βόρεια Εύβοια, όπου κάηκαν συνολικά 1,2 εκατ. στρέμματα δάσους, καταστράφηκαν δε καλλιέργειες, σπίτια και επιχειρήσεις.
Οι συνολικές ζημιές για το σύνολο του έτους 2021, με βάση την έκθεση της αγγλικής ΜΚΟ Christian Aid, ανέρχονται σε 150 δις Ευρώ. Τα ποσά κατά πάσα πιθανότητα είναι υποτιμημένα, αφού στηρίζονται σε στοιχεία που αντλήθηκαν από τις ασφαλιστικές εταιρείες, οι οποίες καλύπτουν μόνο τις ζημιές των ασφαλισμένων περιουσιακών στοιχείων, ενώ τα ανασφάλιστα υπολογίζονται με βάση τις αυθαίρετες υποθέσεις των ερευνητών. Ας σημειωθεί δε, ότι σε πολλές φτωχές χώρες, ο θεσμός της ασφάλισης ακινήτων είναι σχεδόν άγνωστος. Άλλωστε και το απόλυτο οικονομικό μέγεθος μιας καταστροφής έχει άλλη σημασία για μια πλούσια χώρα και άλλη για μια φτωχή. Η ανομβρία στην Κένυα ή τη Σομαλία μπορεί να προκαλεί μικρές αναλογικά ζημιές στην αγροτική παραγωγή, έχει όμως τεράστια σημασία για την επιβίωση 60 εκ. ανθρώπων, οι οποίοι ακριβώς λόγω της ανομβρίας κινδυνεύουν να πεθάνουν.
Ο λογαριασμός συνεχώς μεγαλώνει
Η πολυεθνική εταιρεία διαχείρισης κινδύνων Aon, η οποία τα τελευταία χρόνια καταγράφει τις ζημιές από φυσικά φαινόμενα σε όλη την υφήλιο, ανεβάζει το κόστος για το 2021 στα 200 δις Ευρώ. Για το σύνολο τις δεκαετίας που πέρασε, υπολογίζονται ζημιές της τάξεως των 2,2 τρις Ευρώ. Άξιο αναφοράς είναι το γεγονός, ότι σε σχέση με την αμέσως προηγούμενη δεκαετία, 2001-2010, αυξήθηκαν κατά 50%, κάτι που παραπέμπει σε ραγδαία επιδείνωση των κλιματολογικών συνθηκών.
Σε παρόμοια συμπεράσματα καταλήγουν και ερευνητές του University College London σε συνεργασία με την ΜΚΟ Carbon Disclosure Project. Υπολόγισαν, ότι το κόστος της κλιματικής αλλαγής για τα επόμενα 50 χρόνια, αν τα πράγματα κυλήσουν όπως μέχρι τώρα χωρίς παρεμβάσεις, θα ανέλθει στα 5,4 τρις δολάρια. Σε περίπτωση όμως που εφαρμοστεί η Συνθήκη του Παρισιού και η θερμοκρασία περιοριστεί από 4.4 σε 2 βαθμούς, τότε η ζημιά θα ανέλθει στα 1,8 τρις δολάρια. Μάλιστα, σε περίπτωση αδράνειας, το κόστος μέχρι το τέλος του επόμενου αιώνα το 2200 υπολογίζεται να σκαρφαλώσει στα 30 τρις δολάρια, επειδή με την παρέλευση του χρόνου οι καταστροφές θα γίνονται όλο και πιο δαπανηρές.
Αξιοσημείωτοι είναι επίσης και οι υπολογισμοί της Επιτροπής για το περιβάλλον της Τράπεζας της Ελλάδος, οι οποίοι ανεβάζουν το κόστος για την ελληνική οικονομία στα 700 δις Ευρώ μέχρι τα τέλη του αιώνα, προχωρώντας ταυτόχρονα και σε προτάσεις για τις αναγκαίες στρατηγικές προσαρμογής με στόχο το μετριασμό των επιπτώσεων καθώς και τη διασφάλιση μιας ισόρροπης και βιώσιμης ανάπτυξης στους τομείς της γεωργίας, του τουρισμού και της διαχείρισης υδάτων που αναμένεται να πληγούν περισσότερο.
Ποιος πληρώνει το λογαριασμό
Καταρχήν ας ξεκαθαρίσουμε μια πραγματικότητα. Ο ακριβής υπολογισμός του κόστους της κλιματικής αλλαγής δεν είναι εύκολη υπόθεση, αφού βασίζεται σε υποθέσεις οι οποίες από μόνες τους είναι έωλες. Ακόμη και αν υπολογίσει κανείς με κάποιαν ακρίβεια τα άμεσα κόστη, όπως την απώλεια σε παραγωγή, το κόστος αντικατάστασης των μορφών ενέργειας ή την εξασφάλιση πόσιμου νερού για αρκετές περιοχές του πλανήτη, είναι δύσκολο έως αδύνατο να έχει μια πλήρη εικόνα τόσο για τη διαφοροποίηση της βιοποικιλότητας ή ακόμη χειρότερα για τις επιπτώσεις στην υγεία των λαών. Σταθερή βεβαιότητα υπάρχει μόνο για ένα μέγεθος. Την αύξηση της θερμοκρασίας, την οποία μπορούμε μεν να περιορίσουμε, αλλά για να γίνει αυτό θα πρέπει να δαπανηθούν σημαντικά κεφάλαια. Το πρόβλημα εδώ είναι, ότι άλλες χώρες διαθέτουν τα κεφάλαια και άλλες θα υποστούν τις μεγαλύτερες καταστροφές από την υπερθέρμανση. Οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και η Ευρώπη θα έχουν συγκριτικά με τις χώρες του νοτίου ημισφαιρίου τις μικρότερες επιπτώσεις. Αυτές οι χώρες, έχουν ήδη τώρα με την αυξημένη ξηρασία πρόβλημα, η οποία ευθύνεται για τη μειωμένη αγροτική παραγωγή αλλά και τη μετακίνηση των πληθυσμών προς αναζήτηση πόσιμου νερού. Από την άλλη αδυνατούν να αμυνθούν απέναντι στις θερμοκρασιακές αλλαγές, αφού δεν διαθέτουν τους απαιτούμενους πόρους.
Για την αντιμετώπιση της κατάστασης οι βιομηχανικές χώρες δεσμεύτηκαν απέναντι στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών ήδη από το 2009 στη σύνοδο για το κλίμα της Κοπεγχάγης, να διαθέτουν 100 Δις δολάρια το χρόνο για την κάλυψη τουλάχιστον των πιο αναγκαίων δαπανών για τις αναγκαίες προσαρμογές. Στην πραγματικότητα ούτε τα μισά χρήματα δεν εισέρευσαν στις φτωχότερες χώρες και μάλιστα όχι σε μορφή ρευστών, αλλά τεχνικής βοήθειας και κάποιων επενδύσεων. Εν τω μεταξύ, με την επιδείνωση των συνθηκών, επειδή το ποσό θεωρείται ότι είναι ανεπαρκές, αλλά κυρίως επειδή η συμφωνία δεν τηρείται, στη διάσκεψη της Γλασκώβης αποφασίστηκε ο διπλασιασμός του ποσού και η πιστή εφαρμογή του μέχρι το 2025. Παρότι η εφαρμογή και αυτής της απόφασης δεν είναι βεβαία, αφού δε δημιουργήθηκε κάποιος μηχανισμός, ο οποίος να έχει την αρμοδιότητα και τη φροντίδα να τον εφαρμόζει, διαπιστώνεται μια σημαντική αλλαγή. Επειδή οι χώρες που δημιουργούν τη μεγαλύτερη ρύπανση είναι γνωστές, κυρίως η Κίνα και οι ΗΠΑ, γιγαντώνεται η απαίτηση για να πληρώσουν αυτές τις επιπτώσεις της ρυπογόνου ανάπτυξής τους, και για τις χώρες που θα υποστούν τις συνέπειες και δεν είναι σε θέση να χρηματοδοτήσουν τις αναγκαίες προσαρμογές. Έτσι οι βιομηχανικές χώρες θα επιβαρυνθούν όχι μόνο για τη δική τους ενεργειακής μετάβαση, αλλά και για εκείνη των φτωχών χωρών, αφού το πρόβλημα της ασφαλούς επιβίωσης δεν περιορίζεται στην περιοχή τους αλλά απλώνεται σε όλη την υφήλιο.
* Ο κ. Γκότσης είναι Καθηγητής Οικονομικών, τ. Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς