Το πεζοποίημα «Ο Πλατέρο κι εγώ» του -γεννημένου και μεγαλωμένου στην Ανδαλουσία- Χουάν Ραμόν Χιμένεθ [1881-1958] κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη, σε μετάφραση Κλεοπάτρας Ελαιοτριβιάρη.
Το πεζοποίημα «Ο Πλατέρο κι εγώ» του -γεννημένου και μεγαλωμένου στην Ανδαλουσία- Χουάν Ραμόν Χιμένεθ [1881-1958] κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη, σε μετάφραση Κλεοπάτρας Ελαιοτριβιάρη.
Σχετικά με τον «αστικό μύθο» που θέλει τον Πλατέρο βιβλίο γραμμένο για παιδιά, η μεταφράστρια της έκδοσης αναφέρει στο Επίμετρο: «Όπως εξηγεί ο ίδιος ο ποιητής στην εισαγωγή του, το έργο δεν απευθύνεται ούτε κατ’ αρχάς ούτε κατ’ εξοχήν στα παιδιά»· η ίδια στις Σημειώσεις της φροντίζει να μας ενημερώσει: «Το όνομα του Πλατέρο προέρχεται από την ισπανική λέξη plata, που σημαίνει ασήμι. Θα λέγαμε λοιπόν ότι Πλατέρο σημαίνει Ασημένιος, Ασημούλης ή Ασημάκης».
Έναν αιώνα και πλέον χρειάστηκε ο Πλατέρο, ο πιο διάσημος και οικουμενικός γαϊδαράκος του ισπανόφωνου κόσμου, για να φτάσει ολοκληρωμένος στην ελληνική γλώσσα. Σε τούτο το ιδιαίτερο βιβλίο «η χαρά και η στενοχώρια είναι δίδυμες αδερφές», όπως γράφει ο Χιμένεθ. Ο νομπελίστας, μέσα από αυτή την πολύχρωμη ελεγεία, αποτυπώνει τη λυρική αυτοβιογραφία της νιότης του, απαθανατίζει τη γενέτειρά του, το Μογέρ, και δημιουργεί έναν παντοτινό μύθο, τον μύθο του τετράποδου και ασημόγκριζου Πλατέρο, τον μύθο ενός αγαπημένου και πιστού συντρόφου.
«Δεν με έχεις δει ποτέ, Πλατέρο, ξαπλωμένο στον λόφο, ρομαντικό μαζί και κλασικό; …Περνούν οι ταύροι, οι σκύλοι, τα κοράκια, και δεν κουνιέμαι ούτε καν κοιτάζω. Έρχεται η νύχτα κι εγώ φεύγω μόνο όταν η σκιά μου μ’ εγκαταλείψει. Δεν ξέρω πότε με είδα εκεί για πρώτη φορά κι ακόμα αναρωτιέμαι αν πήγα ποτέ. Ξέρεις για ποιο λόφο μιλάω· εκείνον τον κόκκινο λόφο που υψώνεται σαν κορμός άντρα και γυναίκας, πάνω από τον παλιό αμπελώνα του Κομπάνο.
Εκεί διάβασα όσα έχω διαβάσει κι εκεί σκέφτηκα όλες μου τις σκέψεις. Σε όλα τα μουσεία είδα αυτόν τον πίνακά μου, ζωγραφισμένο από εμένα τον ίδιο: εγώ, στα μαύρα, ξαπλωμένος στην άμμο, γυρισμένος πλάτη σ’ εμένα, εννοώ σ’ εσένα, ή σε όποιον κοιτάζει, με την ιδέα μου την ελεύθερη ανάμεσα στα μάτια μου και τη δύση.
Με φωνάζουν για να μάθουν αν θα πάω για φαγητό ή για ύπνο, από το σπίτι στην Πίνια. Νομίζω πως θα πάω, αλλά δεν ξέρω αν θα μείνω εκεί. Και είμαι βέβαιος, Πλατέρο, πως τώρα δα, δεν είμαι εδώ, μαζί σου, ούτε είμαι ποτέ εκεί που είμαι, ούτε καν στον τάφο, σαν πεθάνω· παρά στον κόκκινο λόφο, τον κλασικό μαζί και ρομαντικό, αγναντεύοντας, μ’ ένα βιβλίο στο χέρι, τον ήλιο να πέφτει πάνω στο ποτάμι…»
Καθένα από τα εκατόν τριάντα οκτώ σύντομα κεφάλαια του έργου, το οποίο αποτελεί και το αντιπροσωπευτικότερο δείγμα πεζοποιήματος στη μακρά ισπανική παράδοση, συνθέτει έναν ανάγλυφο πίνακα ζωγραφικής, με φόντο πάντοτε το τοπίο της Ανδαλουσίας, που το βλέπουμε να ζωντανεύει μπροστά στα μάτια μας, με θέματα όπως η φιλία ανάμεσα στον ποιητή και τον Πλατέρο, η ζωή στην ύπαιθρο, η αλλαγή των εποχών, η σκληρότητα των παιδιών, η ομορφιά της φύσης, ο φόβος, ο θάνατος.
Ένα εμβληματικό κείμενο της παγκόσμιας λογοτεχνίας, με τις περισσότερες επανεκδόσεις, μεταφράσεις και εικονογραφήσεις μετά τον «Δον Κιχώτη» του Θερβάντες.
Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]