Στην Ελλάδα έχουμε τους περισσότερους φοιτητές από όλη την Ευρώπη, τους λιγότερους πτυχιούχους και τους λιγότερους καθηγητές Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης. Αυτό προκύπτει από την πρώτη ετήσια έκθεση για την ποιότητα της ανώτατης εκπαίδευσης, της Εθνικής Αρχής Ανώτατης Εκπαίδευσης. Τι σπουδάζουν τα παιδιά μας στα ΑΕΙ, σε σχέση με τα υπόλοιπα παιδιά στην Ευρώπη;
Του Στράτου Στρατηγάκη
Μαθηματικού - Ερευνητή
[email protected],
www.stadiodromia.gr
Στην Ελλάδα έχουμε τους περισσότερους φοιτητές από όλη την Ευρώπη, τους λιγότερους πτυχιούχους και τους λιγότερους καθηγητές Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης. Αυτό προκύπτει από την πρώτη ετήσια έκθεση για την ποιότητα της ανώτατης εκπαίδευσης, της Εθνικής Αρχής Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕΘΑΑΕ).
Στην Ελλάδα το 7,40% του πληθυσμού ήταν φοιτητές το 2019. Πρώτη η Τουρκία με 9,48% και ο μέσος όρος της ΕΕ των 28 ήταν 3,8%. Έχουμε, δηλαδή, τους διπλάσιους φοιτητές από το μέσο όρο των Ευρωπαϊκών χωρών. Βέβαια σε εμάς προσμετρώνται όλοι οι εγγεγραμμένοι φοιτητές, συνεπώς και οι λιμνάζοντες, όσοι δηλαδή καθυστερούν ή έχουν εγκαταλείψει τις σπουδές τους. Οι ενεργοί φοιτητές και όσοι έχουν μία λογική καθυστέρηση στη λήψη του πτυχίου τους είναι πολύ λιγότεροι, αλλά είναι και πάλι πολλοί. Αιτία είναι ο πολύ μεγάλος αριθμός των εισακτέων. Από όλους αυτούς τους φοιτητές πολύ λίγοι αποφοιτούν. Το 2019 αποφοίτησαν το 8,91% των φοιτητών κατατάσσοντάς μας στην τελευταία θέση της Ευρώπης, με δεύτερη από το τέλος την Τουρκία με ποσοστό 11,47%. Ο μέσος όρος των χωρών της ΕΕ είναι 25,33%. Βέβαια και πάλι προσμετρώνται οι λιμνάζοντες φοιτητές, αλλά εμείς δεν έχουμε τριετή προγράμματα σπουδών, με αποτέλεσμα να μειώνεται το ποσοστό αποφοίτησης, αφού οι φοιτητές μας κατανέμονται σε 4 και 5 έτη σπουδών. Βέβαια είμαστε τόσο μακριά από το μέσο όρο της Ευρώπης, που δεν αρκούν οι δύο αυτοί παράγοντες για να εξηγήσουν γιατί έχουμε το 1/3 των πτυχιούχων από την ΕΕ.
Έχουμε μικρό αριθμό διδασκόντων στα Πανεπιστήμιά μας. Η αναλογία των φοιτητών ανά καθηγητή είναι στην Ελλάδα 40,0/1 η μεγαλύτερη στην Ευρώπη, όταν η δεύτερη χειρότερη επίδοση της Τουρκίας είναι 23,2/1 και ο μέσος όρος της ΕΕ28 είναι 12,0/1. Φυσικά και πάλι εμπλέκονται οι λιμνάζοντες φοιτητές που κάνουν την αναλογία μη πραγματική. Γι’ αυτό χρησιμοποιούμε το σύνολο του διδακτικού προσωπικού ως ποσοστό του συνολικού πληθυσμού κάθε χώρας. Φυσικά και αυτοί οι αριθμοί δεν είναι απόλυτα ακριβείς και εξαρτώνται από τον αριθμό των Πανεπιστημίων και φοιτητών κάθε χώρας, που σίγουρα δεν είναι ο ίδιος. Και σ’ αυτό το δείκτη, όμως, είμαστε πέμπτοι από το τέλος, ξεπερνώντας τη Γαλλία, Ιταλία, Ρουμανία και Ιρλανδία. Από όποια μεριά και αν το δούμε το συμπέρασμα είναι ένα: Έχουμε μικρό αριθμό διδακτικού προσωπικού στα ΑΕΙ μας. Προσπαθούμε, δηλαδή, να έχουμε πολλούς φοιτητές, χωρίς τους ανάλογους καθηγητές και αυτός είναι ένας από τους λόγους που έχουμε λίγους αποφοίτους. Προσπαθούμε να κάνουμε εκπαίδευση χωρίς λεφτά. Σίγουρα και αν δίναμε πολλά λεφτά δε σημαίνει ότι αυτόματα θα είχαμε καλή Εκπαίδευση και πολλούς αποφοίτους. Τα χρήματα δεν αρκούν χρειάζονται και πολλά άλλα πράγματα, αλλά χωρίς χρήματα σίγουρα δεν γίνεται.
Τι σπουδάζουν τα παιδιά μας στα ΑΕΙ, σε σχέση με τα υπόλοιπα παιδιά στην Ευρώπη; Το θέμα είναι ότι οι προσφερόμενες θέσεις στα ΑΕΙ καθορίζονται από την ίδρυση των τμημάτων και τον αριθμό των εισακτέων σε κάθε τμήμα, πράγματα που αποφασίζονται από το Υπουργείο Παιδείας και όχι από τα Πανεπιστήμια ή τη ζήτηση για συγκεκριμένες σπουδές. Μέχρι και το 2020 όλες οι θέσεις που προσφέρονταν στα ΑΕΙ καλύπτονταν. Συνεπώς το τι σπουδάζουν τα παιδιά μας αποτελεί κεντρική απόφαση του Υπουργείου Παιδείας. Στον πίνακα 2 βλέπουμε τι συμβαίνει γενικά στην ΕΕ και στην Ελλάδα. Ένας στους 5 φοιτητές στην Ελλάδα σπουδάζει μηχανικός. Αυτό σημαίνει ότι έχουμε πολλούς μηχανικούς, με τη διαφορά από την ΕΕ να είναι στο 5,31%, η μεγαλύτερη από όλα τα επιστημονικά αντικείμενα. Ένας ακόμη στους 5 σπουδάζει Διοίκηση Επιχειρήσεων και Νομική. Αυτό είναι παρόμοιο με την ΕΕ. Στις Επιστήμες Υγείας έχουμε μεγάλο έλλειμα και μεγάλη διάθεση των υποψηφίων για σπουδές σ’ αυτό τον τομέα. Από την άλλη έχουμε πάρα πολλούς γιατρούς. Πώς εξηγούνται όλα αυτά; Οι σπουδές στις Επιστήμες Υγείας είναι πολύ ακριβές. Χρειάζονται Πανεπιστημιακά Νοσοκομεία, πολλοί καθηγητές. Η σκέψη όσων αποφασίζουν την ίδρυση τμημάτων είναι ότι με τα ίδια χρήματα που χρειάζεται ένα τμήμα Ιατρικής μπορώ να φτιάξω 10 άλλα τμήματα και να έχω περισσότερους φοιτητές. Χαρακτηριστικό είναι ότι το 2019, που έγιναν τα ΤΕΙ Πανεπιστήμια από τα 28 τμήματα που ιδρύθηκαν μόνο τα 2 ήταν στις Επιστήμες Υγείας. Το πόσο περιζήτητες είναι οι θέσεις σ’ αυτές τις σχολές είναι γνωστό εδώ και δεκαετίες. Πώς γίνεται να έχουμε τόσους γιατρούς και λίγους φοιτητές στις Επιστήμες Υγείας; Σπουδάζουν πολλοί Ιατρική σε άλλες χώρες και έχουμε λίγες θέσεις νοσηλευτών. Οι θέσεις εισακτέων στις Ιατρικές είναι 945 και των νοσηλευτών μόλις 1578, ενώ θα έπρεπε να είναι οι διπλάσιες.
Στις Κοινωνικές Επιστήμες έχουμε πολύ περισσότερες θέσεις από όσες στην ΕΕ, με αποτέλεσμα την υψηλή ανεργία των αποφοίτων. Στην Εκπαίδευση έχουμε λιγότερες θέσεις από την ΕΕ, αλλά νομίζω ότι στην Ελλάδα εντάσσονται μόνο οι φοιτητές των Παιδαγωγικών Δημοτικής Εκπαίδευσης και Νηπιαγωγών, ενώ στην Ευρώπη υπάρχουν σχολές Εκπαιδευτικών και για τη Δευτεροβάθμια.
Μεγάλη είναι η διαφορά μας και στη Γεωπονία. Έχουμε τους διπλάσιους φοιτητές από την ΕΕ, σε ένα τομέα που βρίσκεται υπό διαρκή συρρίκνωση σε όλη την ΕΕ. Φυσικά έχουμε έλλειμα στους αποφοίτους πληροφορικής, έχοντας 30% λιγότερους φοιτητές από την ΕΕ. Πρόκειται για τον τομέα που έχει την υψηλότερη ζήτηση όχι μόνο αυτή τη στιγμή, αλλά θα έχει και στο μέλλον. Εμείς μάλλον αδιαφορούμε γι’ αυτό.
Αυτό που προκύπτει ως συμπέρασμα είναι ότι προσπαθούμε να σπουδάζουν πολλά παιδιά, με τα λιγότερα δυνατά χρήματα, αδιαφορώντας για το τι σπουδάζουν και αν θα βρουν εργασία μετά το πέρας των σπουδών τους. Απογοητευτικό.