Την επαγρύπνηση των Εισαγγελέων Πρωτοδικών της Επικράτειας σχετικά με περιστατικά παράνομης βίας από τους «θεματοφύλακες του Συντάγματος» ζητεί με αυστηρή εγκύκλιό του ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου. Ο ανώτατος εισαγγελικός λειτουργός Βασίλης Πλιώτας, ζητεί την άμεση προσαγωγή των «θεματοφυλάκων του Συντάγματος» στο αυτόφωρο, την ποινική δίωξη σε βάρος τους και εάν χρειαστεί κύρια ανάκριση ακόμη και για κακουργήματα.
Την επαγρύπνηση των Εισαγγελέων Πρωτοδικών της Επικράτειας σχετικά με περιστατικά παράνομης βίας από τους «θεματοφύλακες του Συντάγματος» ζητεί με αυστηρή εγκύκλιό του ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου.
Ο ανώτατος εισαγγελικός λειτουργός Βασίλης Πλιώτας, ζητεί την άμεση προσαγωγή των «θεματοφυλάκων του Συντάγματος» στο αυτόφωρο, την ποινική δίωξη σε βάρος τους και εάν χρειαστεί κύρια ανάκριση ακόμη και για κακουργήματα.
Όπως αναφέρει ο εισαγγελικός λειτουργός, οι θεματοφύλακες «προσβάλλουν την έννομη τάξη, οικειοποιούνται την αρμοδιότητα των δικαστηρίων χωρίς καμία αναστολή και δεν διστάζουν να αποστέλλουν διατάγματα επιτάξεως προς τις αρχές», διακηρρύσοντας τις απόψεις τους.
Ο κ. Πλιώτας κάνει μάλιστα λόγο για απροκάλυπτα αξιόποινη συμπεριφορά, η οποία συνιστά παραλογισμό, που όμως δεν τους απαλλάσσει από καμία ευθύνη, «γιατί είναι προφανέστατο ότι δεν έχει καταλυθεί με τη βία το Σύνταγμα της Ελλάδος λόγω των μέτρων κατά της πανδημίας, τα οποία, με τη συμβολή της επιστημονικής ιατρικής κοινότητας, εισηγήθηκε η Κυβέρνηση της Χώρας, ψήφισε η Βουλή των Ελλήνων και υλοποιούν οι αρμόδιοι δημόσιοι λειτουργοί, όπως το Σύνταγμα ορίζει τη λειτουργία των συντεταγμένων οργάνων της πολιτείας», σημειώνει ο κ. Πλιώτας.
Κλείνοντας, ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, υπογραμμίζει:
«Στο πλαίσιο λειτουργίας του δημοκρατικού μας πολιτεύματος, επιβάλλεται, η έννομη τάξη να τελεί σε εγρήγορση και να αντιδρά άμεσα και αποτελεσματικά όταν τελούνται εγκλήματα του Ποινικού Κώδικα, ακόμη και σε κλίμα ανορθολογισμού (σταδιακά διευρυνόμενο και πάντως όχι περιθωριακό) και ιδίως όταν οι δράστες ενεργούν εν τοις πράγμασι ως εχθροί του Συντάγματος. Για το λόγο αυτό, παρακαλούμε, να επιδεικνύεται ιδιαίτερη προσοχή από τους Εισαγγελείς Πρωτοδικών της επικράτειας, οι οποίοι πρέπει να επαγρυπνούν και να ενημερώνονται παραχρήμα για τέτοιου είδους περιστατικά παράνομης βίας και γενικά αξιόποινης δράσης που εκδηλώνεται από τους «θεματοφύλακες του Συντάγματος», ή τους «ιεροδηλωσήτες» ή άλλους ομοϊδεάτες τους, στην περιφέρεια της Εισαγγελίας τους, και, στη συνέχεια, να απευθύνουν σαφείς και ειδικές οδηγίες προς τους αστυνομικούς ανακριτικούς υπαλλήλους για τη διενέργεια της «αστυνομικής» προανάκρισης και εντέλει να παρεμβαίνουν άμεσα και δραστικά ώστε να εφαρμόζονται τα προβλεπόμενα στον ΚΠΔ ως προς την άμεση προσαγωγή των επ’ αυτοφώρω καταλαμβανόμενων υπαιτίων αξιόποινων πράξεων, την κίνηση της ποινικής δίωξης, την εφαρμογή της διαδικασίας των άρθρων 417 επ. ΚΠΔ για τα πλημμελήματα και την παραγγελία κυρίας ανάκρισης για τα κακουργήματα, υπό τις εκάστοτε βεβαίως νόμιμες προϋποθέσεις».
Ολόκληρη η εγκύκλιος του Β. Πλιώτα
«ΘΕΜΑ: Αξιόποινη δραστηριότητα, εκτός άλλων και υπό την προκλητική επίκληση του δικαιώματος αντίστασης, του άρθρου 120 § 4 του Συντάγματος – Ανάγκη αποτελεσματικής αντίδρασης της έννομης τάξης.
Με αφορμή την κρίση από την πανδημία του κορωνοϊού COVID-19 και τα μέτρα που έχουν ληφθεί και συνεχίζουν να θεσπίζονται για την αντιμετώπισή της από την πολιτεία και τα συντεταγμένα όργανά της, πρόσφατα, εκδηλώθηκαν αξιόποινες συμπεριφορές που σε κάποιες περιπτώσεις ενείχαν και χρήση βίας, στρεφόμενες εναντίον δημοσίων λειτουργών. Τελευταία δε έρχονται στη δημοσιότητα αναφορές στις οποίες πρόσωπα αυτοαποκαλούμενα «θεματοφύλακες του Συντάγματος», «ιεροδηλωσήτες» κ.ά, με αφορμή πρωτίστως τον εμβολιασμό και τη νοσηλεία ατόμων που έχουν προσβληθεί από τη νόσο του κορωνοϊού COVID-19, εμφανίζονται να αμφισβητούν ακόμη και την ίδια τη συνταγματική έννομη τάξη.
Για να δικαιολογήσουν δε την όποια εγκληματική τους συμπεριφορά επικαλούνται τη διάταξη του ακροτελεύτιου άρθρου 120 § 4 του Συντάγματος, σύμφωνα με την οποία: «Η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων, που δικαιούνται και υποχρεούνται να αντιστέκονται με κάθε μέσο εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να το ανατρέψει με τη βία».
Υπό το πνεύμα ακραίου ανορθολογισμού και με επίκληση της ως άνω διάταξης, οι ίδιοι, αναγορεύουν εαυτούς σε θεματοφύλακες του Συντάγματος, υποστηρίζοντας ότι (δήθεν) έχει καταλυθεί το Σύνταγμα με τα μέτρα που έχουν ληφθεί για την αντιμετώπιση της πανδημίας και ότι αυτοί νομιμοποιούνται, οίκοθεν πλέον, να παρεμβαίνουν. Στην πραγματικότητα με τις πράξεις τους προσβάλλουν τη συντεταγμένη έννομη τάξη. Οικειοποιούνται την αρμοδιότητα των δικαστηρίων ν΄ αποφανθούν για τη νομιμότητα επιμέρους διατάξεων και μέτρων. Και απομειώνουν απροσχημάτιστα, χωρίς καμιά αναστολή, την ιστορική καταβολή του δικαιώματος αντίστασης.
Μάλιστα κάποιοι απ΄ αυτούς δεν διστάζουν να αποστέλλουν, εγγράφως, σχετικές «δηλώσεις», «διατάγματα επιτάξεως» προς Εισαγγελίες, αστυνομικές αρχές και δημόσιους λειτουργούς, «διακηρύσσοντας τις απόψεις τους». Στο ίδιο κλίμα, είτε αυτοί είτε άλλες ομάδες και άλλα πρόσωπα, όπως οι αντιτιθέμενοι στον εμβολιασμό ή στη διασωλήνωση ασθενών και οι διακατεχόμενοι από σκόπιμα διαστρεβλωμένες θρησκευτικές απόψεις ή θεωρίες συνωμοσιολογίας ή από διαθέσεις και επινοήσεις λαϊκίστικης και εθνικίστικης προπαγάνδας, πρωταγωνιστούν σε περιστατικά επιθέσεων κατά εκπαιδευτικών και ιατρών ή παρεμβαίνουν στη νοσηλεία σοβαρώς ασθενούντων από τη νόσο του κορωνοϊού COVID-19, κατευθύνοντας αυτούς ακόμη και στο θάνατο.
Τέλος, άτομα δρώντα μεμονωμένα ή ως μέλη συνόλων, προσεγγίζουν αυτούς που έχουν την επιμέλεια ή την πραγματική φροντίδα ανηλίκων για να παραλείψουν οι τελευταίοι την υποχρέωση εγγραφής ή εποπτείας φοίτησης των ανηλίκων, που δεν έχουν υπερβεί το 16ο έτος της ηλικίας.
Ήδη, οι κατά τόπους αρμόδιοι Εισαγγελείς Πρωτοδικών, καθώς και οι αρμόδιοι ανακριτικοί υπάλληλοι έχουν επιληφθεί όμοιων, αναλόγων ή παρεμφερών υποθέσεων που ανακύπτουν από τις προαναφερόμενες δραστηριότητες, κατά τα οριζόμενα στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, διερευνώντας την τέλεση αξιοποίνων πράξεων ακόμη και κακουργηματικής μορφής.
Και μόνη η επίκληση από τους ίδιους του άρθρου 120 του Συντάγματος, στην προσπάθεια να προσδώσουν «έρεισμα» και να εξωραΐσουν την απροκατάληπτη αξιόποινη συμπεριφορά τους, συνιστά παραλογισμό και φυσικά δεν τους απαλλάσσει από καμιά ευθύνη, γιατί είναι προφανέστατο ότι δεν έχει καταλυθεί με τη βία το Σύνταγμα της Ελλάδος λόγω των μέτρων κατά της πανδημίας, τα οποία, με τη συμβολή της επιστημονικής ιατρικής κοινότητας, εισηγήθηκε η Κυβέρνηση της Χώρας, ψήφισε η Βουλή των Ελλήνων και υλοποιούν οι αρμόδιοι δημόσιοι λειτουργοί, όπως το Σύνταγμα ορίζει τη λειτουργία των συντεταγμένων οργάνων της πολιτείας.
Έγκριτοι συνταγματολόγοι έχουν εκφρασθεί σχετικώς, ο συναφής δε δικαστικός έλεγχος των νόμων και των διοικητικών πράξεων, μετά από προσφυγές μέσω των αναγνωριζόμενων δικονομικών μηχανισμών, κατέληξε στην κρίση ότι τα μέτρα (υποχρεωτικός εμβολιασμός των υγειονομικών και των υπηρετούντων στην ΕΜΑΚ, αναστολή της εργασιακής σχέσης των μη εμβολιασθέντων κ.λπ.) είναι σύμφωνα (μη αντίθετα) προς το Σύνταγμα και δη με θεμελιώδεις κανόνες του, όπως οι αρχές της υποχρέωσης αλληλεγγύης (άρθρο 25 παρ. 4 Συντάγματος) και της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ.1 Συντ.), στηρίζονται δε αυτά σε επιστημονικά πορίσματα.
Στο πλαίσιο λειτουργίας του δημοκρατικού μας πολιτεύματος, επιβάλλεται, η έννομη τάξη να τελεί σε εγρήγορση και να αντιδρά άμεσα και αποτελεσματικά όταν τελούνται εγκλήματα του Ποινικού Κώδικα, ακόμη και σε κλίμα ανορθολογισμού (σταδιακά διευρυνόμενο και πάντως όχι περιθωριακό) και ιδίως όταν οι δράστες ενεργούν εν τοις πράγμασι ως εχθροί του Συντάγματος. Για το λόγο αυτό, παρακαλούμε, να επιδεικνύεται ιδιαίτερη προσοχή από τους Εισαγγελείς Πρωτοδικών της επικράτειας, οι οποίοι πρέπει να επαγρυπνούν και να ενημερώνονται παραχρήμα για τέτοιου είδους περιστατικά παράνομης βίας και γενικά αξιόποινης δράσης που εκδηλώνεται από τους «θεματοφύλακες του Συντάγματος», ή τους «ιεροδηλωσήτες» ή άλλους ομοϊδεάτες τους, στην περιφέρεια της Εισαγγελίας τους, και, στη συνέχεια, να απευθύνουν σαφείς και ειδικές οδηγίες προς τους αστυνομικούς ανακριτικούς υπαλλήλους για τη διενέργεια της «αστυνομικής» προανάκρισης και εντέλει να παρεμβαίνουν άμεσα και δραστικά ώστε να εφαρμόζονται τα προβλεπόμενα στον ΚΠΔ ως προς την άμεση προσαγωγή των επ’ αυτοφώρω καταλαμβανόμενων υπαιτίων αξιόποινων πράξεων, την κίνηση της ποινικής δίωξης, την εφαρμογή της διαδικασίας των άρθρων 417 επ. ΚΠΔ για τα πλημμελήματα και την παραγγελία κυρίας ανάκρισης για τα κακουργήματα, υπό τις εκάστοτε βεβαίως νόμιμες προϋποθέσεις. Οι ανακριτικές ενέργειες αυτονοήτως θα επεκτείνονται, εφόσον συντρέξουν οι απαραίτητοι δικονομικοί όροι και στην έρευνα τυχόν υποκρυπτόμενων ή επιτήδεια υποκινούμενων μείζονος ποινικής απαξίας εγκληματικών συμπεριφορών και ανόμων επιδιώξεων.
Η αξιοποίηση της Ποινικής Δικονομίας που αποτελεί «Εφαρμοσμένο Συνταγματικό Δίκαιο», είναι η ενδεδειγμένη και αποτελεσματική αντίδραση της έννομης τάξης κατά φαινομένων που στρέφονται ενάντια στην προστασία της δημόσιας υγείας, εμπίπτουν στο κυρωτικό πεδίο των ποινικών νόμων και προσβάλλουν βάναυσα το Σύνταγμα στο όνομα δήθεν του άρθρου 120».
Εισαγγελείς Πρωτοδικών της επικράτειας, οι οποίοι πρέπει να επαγρυπνούν και να ενημερώνονται παραχρήμα για τέτοιου είδους περιστατικά παράνομης βίας και γενικά αξιόποινης δράσης που εκδηλώνεται από τους «θεματοφύλακες του Συντάγματος», ή τους «ιεροδηλωσήτες» ή άλλους ομοϊδεάτες τους, στην περιφέρεια της Εισαγγελίας τους, και, στη συνέχεια, να απευθύνουν σαφείς και ειδικές οδηγίες προς τους αστυνομικούς ανακριτικούς υπαλλήλους για τη διενέργεια της «αστυνομικής» προανάκρισης και εντέλει να παρεμβαίνουν άμεσα και δραστικά ώστε να εφαρμόζονται τα προβλεπόμενα στον ΚΠΔ ως προς την άμεση προσαγωγή των επ’ αυτοφώρω καταλαμβανόμενων υπαιτίων αξιόποινων πράξεων, την κίνηση της ποινικής δίωξης, την εφαρμογή της διαδικασίας των άρθρων 417 επ. ΚΠΔ για τα πλημμελήματα και την παραγγελία κυρίας ανάκρισης για τα κακουργήματα, υπό τις εκάστοτε βεβαίως νόμιμες προϋποθέσεις».