Υπέρ της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα στην Ελλάδα από τη Βρετανία τάσσεται με μακροσκελές πρόσφατο (20/12/2021) δημοσίευμά της, υπογεγραμμένο από τον δημοσιογράφο Alex Marshall, η εφημερίδα «New York Times».
Υπέρ της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα στην Ελλάδα από τη Βρετανία τάσσεται με μακροσκελές πρόσφατο (20/12/2021) δημοσίευμά της, υπογεγραμμένο από τον δημοσιογράφο Alex Marshall, η εφημερίδα «New York Times».
Πιο συγκεκριμένα, στο άρθρο που φέρει τον τίτλο «Ενώ η Ευρώπη επιστρέφει τεχνουργήματα, η Βρετανία παραμένει σιωπηλή» («As Europe Returns Artifacts, Britain Stays Silent»), η αμερικανική εφημερίδα στηλιτεύει ουσιαστικά τη στάση του Λονδίνου έναντι της Αθήνας ως προς «τα πιο γνωστά διαφιλονικούμενα μουσειακά εκθέματα στον κόσμο» -όπως χαρακτηρίζει τα Γλυπτά του Παρθενώνα, που φιλοξενούνται στο Βρετανικό Μουσείο.
Το δημοσίευμα ξεκινά κάνοντας μια αναδρομή στο 1984, όταν ο Νιλ Κίνοκ -τότε επικεφαλής του αντιπολιτευόμενου Εργατικού Κόμματος στη Βρετανία, έκανε κάτι που λίγοι πολιτικοί έχουν τολμήσει: δεσμεύτηκε να επιστραφούν τα Γλυπτά του Παρθενώνα. Είναι «ηθικό ζήτημα», δήλωσε ο Κίνοκ σε δημοσιογράφους κατά τη διάρκεια επίσκεψής του στην Αθήνα. «Ο Παρθενώνας χωρίς τα μάρμαρα είναι σαν χαμόγελο που του λείπει ένα δόντι», πρόσθεσε.
Τα σχόλια του Κίνοκ έγιναν πρωτοσέλιδο εκείνη την εποχή, αλλά όταν ο ίδιος επέστρεψε στο Λονδίνο, ανακάλυψε ότι λίγοι στο κόμμα του συμμερίζονταν τις απόψεις του –και ακόμα λιγότεροι μεταξύ των Συντηρητικών μελών της κυβέρνησης της Μάργκαρετ Θάτσερ.
Την περασμένη εβδομάδα, το θέμα των Γλυπτών επέστρεψε στον δημόσιο λόγο ύστερα από το παρατεταμένο κλείσιμο των ελληνικών αιθουσών του Μουσείου λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού και εργασιών συντήρησης. Επέστρεψε, καθώς ακτιβιστές σε όλη την Ευρώπη διαμαρτύρονται, προκειμένου να αποκατασταθούν ιστορικές αδικίες -όπως τις χαρακτηρίζουν. Και πάλι, ωστόσο, η ιδέα της επιστροφής των Γλυπτών στην Αθήνα φαίνεται να έχει μικρή πολιτική στήριξη, όπως και στις ημέρες του Κίνοκ.
Σύμφωνα με τους «New York Times», η επίσημη θέση της βρετανικής κυβέρνησης είναι ότι δεν είναι υπεύθυνη για την τύχη των Γλυπτών: Αυτό, λέει, είναι θέμα για τους διαχειριστές του Βρετανικού Μουσείου, οι περισσότεροι εκ των οποίων διορίζονται από τον πρωθυπουργό. Και ο πρωθυπουργός Μπόρις Τζόνσον έχει κατ’ επανάληψιν δηλώσει ότι τα Γλυπτά είναι αναπόσπαστο κομμάτι της αποστολής του Mουσείου να παρουσιάσει την παγκόσμια Ιστορία.
Καθ’ όλο το 2021, άλλες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ανακοίνωσαν πολιτικές αποκατάστασης και επέστρεψαν διάφορα αντικείμενα. Τον Απρίλιο, η Γερμανία ανακοίνωσε ότι θα ξεκινήσει από τις αρχές του επόμενου έτους να επιστρέφει από τα Mουσεία της στη Νιγηρία περίπου 1.100 λεηλατημένα τεχνουργήματα -γνωστά ως «Χάλκινα του Μπενίν». Τον Ιούνιο, η κυβέρνηση του Βελγίου συμφώνησε σε σχέδιο για τη μεταφορά της ιδιοκτησίας κλεμμένων αντικειμένων από τα Mουσεία της στις αφρικανικές χώρες προέλευσης. Τον Οκτώβριο, ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν επέστρεψε 26 λεηλατημένα αντικείμενα στο Μπενίν, κάνοντας πράξη μια δέσμευση του 2017, για επιστροφή αφρικανικής τέχνης από τα Μουσεία της χώρας.
Ωστόσο στη Βρετανία, της οποίας τα Mουσεία είναι γεμάτα με θησαυρούς από πρώην κατακτήσεις, το θέμα της αποκατάστασης δεν είναι καν στην πολιτική ατζέντα. Ούτε η κυβέρνηση, ούτε το αντιπολιτευόμενο Εργατικό Κόμμα έχουν εκδώσει δήλωση για το θέμα αυτό και δεν έχει υπάρξει συζήτηση για αυτό στο Κοινοβούλιο.
Οι ακτιβιστές υποστηρίζουν, σύμφωνα με τους «New York Times», ότι η κυβέρνηση θα μπορούσε να αναλάβει δράση για τα Γλυπτά του Παρθενώνα, εάν το ήθελε, καθώς ορίζει τους κανόνες για μεγάλα Mουσεία και, συχνά, διορίζει τους διαχειριστές τους.
Τον Σεπτέμβριο, επιτροπή της UNESCO για την επιστροφή διαφιλονικούμενων τεχνουργημάτων ανέφερε ότι η διαμάχη για τα Μάρμαρα «έχει διακυβερνητικό χαρακτήρα και κατά συνέπεια, η υποχρέωση να επιστραφούν τα Γλυπτά του Παρθενώνα εναπόκειται ξεκάθαρα στην κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου».
Ωστόσο, οι βουλευτές επιμένουν ότι το ζήτημα δεν είναι στο χέρι τους, σύμφωνα, πάντα, με την αμερικανική εφημερίδα.
Από τον Σεπτέμβριο, το Συμβούλιο διαχειριστών του Βρετανικού Μουσείου τελεί υπό τον Τζορτζ Όσμπορν -πρώην βουλευτή των Συντηρητικών που ήταν υπουργός Οικονομικών της Βρετανίας από το 2010 έως το 2016. Ο Όσμπορν δεν απάντησε στα αιτήματα για συνέντευξη στους «New York Times»· ωστόσο, σε άρθρο γνώμης στους «Times of London», νωρίτερα αυτό τον μήνα, ανέφερε ότι το Μουσείο είναι «ανοικτό στον δανεισμό των τεχνουργημάτων οπουδήποτε μπορούν να τα φροντίσουν και να εξασφαλίσουν την ασφαλή επιστροφή τους», συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας.