Τα εμβόλια mRNA έναντι του SARS-CoV-2 είναι πολύ αποτελεσματικά στην πρόληψη της COVID-19 και ιδίως της σοβαρής νόσου. Ωστόσο, η ανάδυση νέων στελεχών ανησυχίας, όπως χαρακτηρίζονται από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας τα στελέχη του SARS-CoV-2 με υψηλό δυναμικό μετάδοσης, προκαλεί προβληματισμό ως προς τη διάρκεια και το βαθμό προστασίας μετά τον εμβολιασμό.
Τα εμβόλια mRNA έναντι του SARS-CoV-2 είναι πολύ αποτελεσματικά στην πρόληψη της COVID-19 και ιδίως της σοβαρής νόσου. Ωστόσο, η ανάδυση νέων στελεχών ανησυχίας, όπως χαρακτηρίζονται από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας τα στελέχη του SARS-CoV-2 με υψηλό δυναμικό μετάδοσης, προκαλεί προβληματισμό ως προς τη διάρκεια και το βαθμό προστασίας μετά τον εμβολιασμό.
Οι ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Θεοδώρα Ψαλτοπούλου, Γιάννης Ντάνασης, Πάνος Μαλανδράκης και Θάνος Δημόπουλος (πρύτανης ΕΚΠΑ) συνοψίζουν τα ευρήματα της πρόσφατης δημοσίευσης των Goel και συνεργατών στο έγκριτο επιστημονικό περιοδικό Science (Goel et al., Science 374, 1214 (2021)).
Οι ερευνητές θέλησαν να μελετήσουν την ανοσολογική μνήμη μετά τον εμβολιασμό με mRNA εμβόλια έναντι του SARS-CoV-2 και συγκεκριμένα προσδιόρισαν τόσο την παρουσία αντισωμάτων έναντι αντιγόνων του ιού όσο και την ανοσία μνήμης Β- και Τ-λεμφοκυττάρων σε 61 άτομα που εμβολιάστηκαν για χρονικό διάστημα έως 6 μήνες μετά τον εμβολιασμό. 16 από τα 61 άτομα είχαν προηγουμένως νοσήσει από COVID-19. Ο εμβολιασμός οδήγησε σε υψηλές ανοσολογικές ανταποκρίσεις και μάλιστα τα αντισώματα έναντι της πρωτεΐνης ακίδας S (anti-spike), έναντι της περιοχής σύνδεσης του υποδοχέα (anti-RBD) και τα εξουδετερωτικά αντισώματα παρέμειναν σε υψηλά επίπεδα στους 6 μήνες μετά τον εμβολιασμό, παρόλο που ο τίτλος των αντισωμάτων παρουσίασε πτώση με την πάροδο του χρόνου.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο εμβολιασμός οδήγησε σε παραγωγή Β-λεμφοκυττάρων μνήμης έναντι της περιοχής σύνδεσης του υποδοχέα (anti-RBD) που εμφάνιζαν διασταυρούμενη αντίδραση και με τις περιοχές σύνδεσης του υποδοχέα των στελεχών Αλφα, Βήτα και Δέλτα. Ενδιαφέρον είναι επίσης το γεγονός ότι τα συγκεκριμένα Β-λεμφοκύτταρα μνήμης συνέχιζαν να αυξάνονται μεταξύ 3 και 6 μηνών από τον εμβολιασμό.
Σε σύγκριση με τη φυσική νόσο COVID-19, o εμβολιασμός με εμβόλια mRNA οδήγησε σε υψηλότερους τίτλους Β-λεμφοκυττάρων μνήμης με διασταυρούμενη αντίδραση με τα στελέχη ανησυχίας στους 6 μήνες. Επιπλέον, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι τα υψηλά επίπεδα CD4+ Τ-λεμφοκυττάρων μετά την πρώτη δόση του εμβολίου συσχετίστηκαν με υψηλά επίπεδα αντισωμάτων στους 6 μήνες από τον εμβολιασμό, το οποίο αναδεικνύει τη σημασία της Τ-κυτταρικής ανοσίας για τη Β-χυμική ανοσία και την παραγωγή και διατήρηση αντισωμάτων.
Επιπρόσθετα, ο εμβολιασμός σε άτομα που είχαν νοσήσει προηγουμένως με COVID-19 οδήγησε σε εκσεσημασμένη αύξηση του τίτλου των κυκλοφορούντων αντισωμάτων, το οποίο οφείλεται στην παρουσία Β-λεμφοκυττάρων μνήμης. Ωστόσο, δεν παρατηρήθηκε μακροπρόθεσμη αύξηση στα Β- και Τ-λεμφοκύτταρα μνήμης μετά τον εμβολιασμό συγκριτικά με όσους δεν είχαν προηγουμένως νοσήσει με COVID-19.
Επιπλέον, δεν υπήρχε διαφορά ως προς τον ρυθμό πτώσης των αντισωμάτων μετά τον εμβολιασμό σε όσους είχαν προηγούμενο ιστορικό COVID-19 συγκριτικά με όσους δεν είχαν προηγουμένως νοσήσει με COVID-19. Σύμφωνα με τους συγγραφείς, αυτό πιθανώς σημαίνει ότι το όφελος των αναμνηστικών δόσεων μπορεί να είναι μια ισχυρή αλλά παροδική αύξηση στον τίτλο των κυκλοφορούντων αντισωμάτων έναντι του SARS-CoV-2.
Συμπερασματικά, η συγκεκριμένη μελέτη αναδεικνύει το ρόλο των Β- και Τ-λεμφοκυττάρων μνήμης που αποτελούν μια εμμένουσα μορφή ανοσολογικής μνήμης έναντι του SARS-CoV-2 μετά τον εμβολιασμό, ακόμα και όταν ο τίτλος των αντισωμάτων παρουσιάζει πτώση. Σε αυτή την παράμετρο μπορεί να οφείλεται η προστασία έναντι στη σοβαρή νόσο COVID-19 ακόμα και επί χαμηλών τίτλων αντισωμάτων έναντι του SARS-CoV-2 και παρά την ανάδυση νέων στελεχών ανησυχίας.