Η λεγόμενη «Μεταρρύθμιση της Δικαιοσύνης» στην Πολωνία, η οποία άρχισε από το 2015 και «συντελείται» μέσα σ’ ένα κλίμα πρωτοφανώς αυθαίρετης επέμβασης της Νομοθετικής και της Εκτελεστικής -αυτής κυρίως- Εξουσίας εντός του πεδίου της Δικαστικής Εξουσίας, κατά παράβαση θεμελιωδών αρχών της Διάκρισης των Εξουσιών και του Κράτους Δικαίου, θέτει πλέον μεγάλα ζητήματα «συμβατότητας» της οργάνωσης και λειτουργίας της Δημοκρατίας της Πολωνίας μ’ εξίσου θεμελιώδεις αρχές της Ευρωπαϊκής Δημοκρατίας και του Ευρωπαϊκού Νομικού Πολιτισμού.
Πρόλογος
Η λεγόμενη «Μεταρρύθμιση της Δικαιοσύνης» στην Πολωνία, η οποία άρχισε από το 2015 και «συντελείται» μέσα σ’ ένα κλίμα πρωτοφανώς αυθαίρετης επέμβασης της Νομοθετικής και της Εκτελεστικής -αυτής κυρίως- Εξουσίας εντός του πεδίου της Δικαστικής Εξουσίας, κατά παράβαση θεμελιωδών αρχών της Διάκρισης των Εξουσιών και του Κράτους Δικαίου, θέτει πλέον μεγάλα ζητήματα «συμβατότητας» της οργάνωσης και λειτουργίας της Δημοκρατίας της Πολωνίας μ’ εξίσου θεμελιώδεις αρχές της Ευρωπαϊκής Δημοκρατίας και του Ευρωπαϊκού Νομικού Πολιτισμού. Ήτοι με θεμελιώδεις αρχές που ισχύουν τόσο στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και στο πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης, σύμφωνα με τους εντός αυτών θεσπισμένους, αντιστοίχως, κανόνες δικαίου. Ειδικότερα:
Α. Με την απόφασή του της 7ης Οκτωβρίου 2021, το Συνταγματικό Δικαστήριο της Πολωνίας «αποξένωσε», σε σημαντικό βαθμό -βλ. το σχόλιό μου στην ιστοσελίδα «constitutionalism.gr», στις 11.10.2021, με τίτλο «Πολωνία: Μια «ξένη» στην Ευρωπαϊκή Ένωση;»- την Έννομη Τάξη της Πολωνίας από εκείνη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και τούτο διότι με την απόφασή του αυτή το Συνταγματικό Δικαστήριο της Πολωνίας αμφισβήτησε, ευθέως και απροκαλύπτως, το δεδικασμένο των αποφάσεων του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης -κυρίως δε των επί προδικαστικών ερωτημάτων εκδιδόμενων- και, επέκεινα, την κανονιστική ισχύ αυτού τούτου του Ευρωπαϊκού Δικαίου in globo και της επ’ αυτού ερειδόμενης Ευρωπαϊκής Έννομης Τάξης, «προτάσσοντας», και δη γενικώς και «κατηγορηματικώς», την υπεροχή του Συντάγματος της Πολωνίας έναντι του Ευρωπαϊκού Δικαίου.
Β. Με την απόφασή του της 24ης Νοεμβρίου 2021 -όπως την ανακοίνωσε η Πρόεδρός του και στενή συνεργάτιδα (!) του προέδρου του κυβερνώντος κόμματος (PiS) στην Πολωνία Γιαροσλάβ Καζίνσκι, Γιούλια Πζελέμπσκα- το Συνταγματικό Δικαστήριο της Πολωνίας αμφισβητεί πλέον, εξίσου ευθέως και απροκαλύπτως, και το έναντι αυτού δεδικασμένο των αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ). Άρα και την εφαρμογή, εντός της Έννομης Τάξης της Πολωνίας, βασικών κανόνων δικαίου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), όπως είναι π.χ. και οι κανόνες δικαίου, οι οποίοι εμπεριέχονται στο άρθρο 6 παρ. 1 εδ. α΄ αυτής, περί του δικαιώματος στην χρηστή απονομή Δικαιοσύνης εντός της Έννομης Τάξης των Κρατών-Μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης.
Ι. Το ιστορικό: Μια ευθεία επέμβαση της Εκτελεστικής Εξουσίας στο πεδίο της Δικαστικής Εξουσίας κατά την εκλογή και τον διορισμό των δικαστών στο Συνταγματικό Δικαστήριο της Πολωνίας
Όλα ξεκίνησαν από μια υπόθεση αγωγής αποζημίωσης κατά του Πολωνικού Δημοσίου, την οποία άσκησε εταιρεία κατασκευής χλοοταπήτων. Στην ουσία επρόκειτο για αγωγή αστικής ευθύνης κατά του Δημοσίου, κατ’ εφαρμογή της σχετικής νομοθεσίας της Πολωνίας, αναφορικά με το ύψος της -λόγω προκληθείσας βλάβης εξαιτίας καταστροφής χλοοταπήτων από αδέσποτα ζώα- οφειλόμενης από το Πολωνικό Δημόσιο στην ενάγουσα εταιρεία αποζημίωσης.
Α. Οι αιτιάσεις
Η ζημιωθείσα εταιρεία έφθασε ως το Συνταγματικό Δικαστήριο της Πολωνίας, αφού στ’ αρμόδια δικαστήρια πρώτου και δεύτερου βαθμού δεν δικαιώθηκε πλήρως ως προς το ύψος της αποζημίωσης, την οποία διεκδικούσε.
1. Οι νομοθετικοί περιορισμοί της αποζημίωσης
Πραγματικά, και επειδή η κείμενη πολωνική νομοθεσία περιόριζε το δικαίωμα αποζημίωσής της για την ζημία, την οποία είχε υποστεί, μόνο στο 60% του συνολικού ποσού, η εταιρεία υποστήριξε ότι η εφαρμοστέες εν προκειμένω ρυθμίσεις ήταν αντίθετες προς τις διατάξεις του Συντάγματος της Πολωνίας. Και επειδή τ’ αρμόδια δικαστήρια δεν εξέτασαν την προβληθείσα ένσταση αντισυνταγματικότητας, η εταιρεία προσέφυγε στο Συνταγματικό Δικαστήριο της Πολωνίας.
2. Το ζήτημα της νόμιμης συγκρότησης και σύνθεσης του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Πολωνίας
Ούτε όμως ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Πολωνίας δικαιώθηκε η εταιρεία, ενώ παραλλήλως προέκυψε ζήτημα νόμιμης συγκρότησης και σύνθεσης του Δικαστηρίου αυτού. Και τούτο διότι ένα μέλος του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Πολωνίας εξελέγη και διορίσθηκε σε θέση, η οποία είχε προηγουμένως καλυφθεί ύστερα από νόμιμη εκλογή και νόμιμο διορισμό άλλου δικαστικού λειτουργού. Επομένως δεν υπήρχε κενή θέση, ώστε η εκλογή και ο διορισμός άλλου μέλους να είναι νομικώς επιτρεπτοί.
Β. Η ενώπιον του ΕΔΔΑ προσφυγή της εταιρείας και η επ’ αυτής απόφασή του
Υπό τα δεδομένα αυτά η εταιρεία προσέφυγε ενώπιον του ΕΔΔΑ, υποστηρίζοντας ότι προσβλήθηκε, από το Συνταγματικό Δικαστήριο της Πολωνίας, το δικαίωμά της ως προς την χρηστή απονομή Δικαιοσύνης. Δηλαδή η απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Πολωνίας εκδόθηκε κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 6 παρ. 1 εδ. α΄ της ΕΣΔΑ, σύμφωνα με τις οποίες: «Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίον θα αποφασίση είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως, είτε επί του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως». Στην ως άνω υπόθεση το ΕΔΔΑ εξέδωσε την απόφαση Xero Flor w Polsche sp. Z o.o., 7.5.2021, η οποία δέχθηκε, μεταξύ άλλων, και τα εξής:
1. Η δικαιοδοσία του ΕΔΔΑ
Κατ’ αρχάς, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι είχε σχετική δικαιοδοσία να εκδικάσει την εν λόγω προσφυγή, στηριζόμενο στην εν γένει νομολογία του ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 6 παρ. 1 εδ. α΄ της ΕΣΔΑ. Νομολογία η οποία, όπως προκύπτει -μεταξύ πολλών άλλων αποφάσεων βεβαίως- και από την απόφασή του της 12ης Μαρτίου 2019, Guðmundur Andri Ástráðsson κατά Ισλανδίας, οδηγείται σε μια ολοένα και πιο ευρεία, άρα ολοένα και πιο προστατευτική για το δικαίωμα στην χρηστή απονομή Δικαιοσύνης, ερμηνεία των ως άνω διατάξεων της ΕΣΔΑ.
α) Έτσι το ΕΔΔΑ δέχθηκε ότι στην δικαιοδοσία του, ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 6 παρ. 1 εδ. α΄ της ΕΣΔΑ, υπάγονται οι αποφάσεις όλων των δικαστηρίων Κράτους-Μέλους του Συμβουλίου της Ευρώπης, συμπερι-λαμβανομένων και των Ανωτάτων. Κατά συνέπεια, στην δικαιοδοσία του υπάγονται και οι αποφάσεις του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Πολωνίας, οπότε και η σχετική προσφυγή της εταιρείας ασκήθηκε παραδεκτώς ενώπιον αυτού. Και τούτο διότι ναι μεν το Συνταγματικό Δικαστήριο της Πολωνίας έκρινε στην επίδικη υπόθεση ζητήματα συνταγματικότητας της πολωνικής νομοθεσίας, πλην όμως τα ζητήματα αυτά αφορούν, κατ’ αποτέλεσμα, δικαιώματα «αστικής φύσεως», κατά το γράμμα και το πνεύμα των διατάξεων του άρθρου 6 παρ. 1 εδ. α΄ της ΕΣΔΑ. Συγκεκριμένα δε το δικαίωμα αποζημίωσης φυσικού ή νομικού προσώπου -εδώ νομικού προσώπου- εκ μέρους του Πολωνικού Δημοσίου.
β) Πολλώ μάλλον όταν κατά την προαναφερόμενη, ευρεία, ερμηνεία των διατάξεων του άρθρου 6 παρ. 1 εδ. α΄ της ΕΣΔΑ, το ΕΔΔΑ έχει δεχθεί πως εντός του κανονιστικού πλαισίου τους εμπίπτουν τα κάθε είδους δικαιώματα «αστικής φύσεως». Πραγματικά, κατά την προμνημονευόμενη νομολογία του ΕΔΔΑ από την δικαιοδοσία του εξαιρούνται, κατ’ ουσία, μόνο τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που αναφύονται στο πεδίο ερμηνείας και εφαρμογής της φορολογικής νομοθεσίας των Κρατών-Μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης -βλ, π.χ., την απόφαση του ΕΔΔΑ Ferazzini κατά Ιταλίας, 12.7.2001- καθώς και τα πολιτικά εν γένει δικαιώματα, μ’ έμφαση στα δικαιώματα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι.
2. Τα βασικά obiter dicta της απόφασης του ΕΔΔΑ
Μετά την κατά τ’ ανωτέρω κρίση του επί του παραδεκτού της προσφυγής της εταιρείας, το ΕΔΔΑ την έκανε τελικώς δεκτή, ως νόμω και ουσία βάσιμη, θεωρώντας ότι υπήρξε στην προκείμενη περίπτωση παραβίαση των διατάξεων του άρθρου 6 παρ. 1 εδ. α΄ της ΕΣΔΑ, δηλαδή παραβίαση του δικαιώματος στην χρηστή απονομής Δικαιοσύνης. Και τούτο διότι:
α) Το κατά τις διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 1 εδ. α΄ της ΕΣΔΑ «ανεξάρτητο» και «αμερόληπτο» δικαστήριο, το οποίο «λειτουργεί νομίμως», πρέπει να έχει, αυτονοήτως, νόμιμη συγκρότηση και σύνθεση. Βεβαίως συγκρότηση και σύνθεση οριζόμενη από την νομοθεσία του Κράτους-Μέλους του Συμβουλίου της Ευρώπης, η οποία όμως πρέπει να μην αντιβαίνει στις θεμελιώδεις περί τούτων διατάξεις της ΕΣΔΑ. Με άλλες λέξεις, μόνο το δικαστήριο το οποίο έχει, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες προϋποθέσεις, νόμιμη συγκρότηση και σύνθεση διασφαλίζει την κατά τις διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 1 εδ. α΄ της ΕΣΔΑ χρηστή απονομή Δικαιοσύνης. E conrario, η μη νόμιμη, πάντοτε κατά τις ανωτέρω προϋποθέσεις, συγκρότηση και σύνθεση του δικαστηρίου συνιστά λόγο παραβίασης των ως άνω διατάξεων της ΕΣΔΑ.
β) Στην υπό εκδίκαση υπόθεση, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι ήταν βάσιμος ο ισχυρισμός της εταιρείας, σύμφωνα με τον οποίο το Συνταγματικό Δικαστήριο της Πολωνίας έπασχε από πλευράς νόμιμης συγκρότησης και σύνθεσης. Και τούτο διότι ένα μέλος του είχε εκλεγεί και διορισθεί παρανόμως, επειδή η θέση που κατέλαβε είχε προηγουμένως καλυφθεί με νόμιμη εκλογή και νόμιμο διορισμό άλλου δικαστικού λειτουργού. Άρα, το Συνταγματικό Δικαστήριο της Πολωνίας δεν πληρούσε, in concreto, τις κατά τις διατάξεις του άρθρου 6 παρ 1 εδ. α΄ της ΕΣΔΑ προϋποθέσεις άσκησης της δικαιοδοσίας του, οπότε και η απόφαση, την οποία εξέδωσε, δεν είχε τ’ απαιτούμενα εχέγγυα χρηστής απονομής Δικαιοσύνης.
ΙΙ. Συνταγματικό Δικαστήριο της Πολωνίας versus ΕΔΔΑ
Το Συνταγματικό Δικαστήριο της Πολωνίας το οποίο -όπως έχει αναλυθεί στο προμνημονευόμενο σχόλιό μου επί της απόφασής του της 7ης Οκτωβρίου 2021, αναφορικά με το δεδικασμένο των αποφάσεων του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης- είναι πλήρως εξαρτημένο από τις ευθείες παρεμβάσεις της Εκτελεστικής Εξουσίας στην Πολωνία, «αντέδρασε», έναντι του ΕΔΔΑ, «κατά τα ειωθότα»:
Α. Η παραβίαση της Διάκρισης των Εξουσιών
Πριν απ’ όλα και μόνον ο τρόπος, με τον οποίο το Συνταγματικό Δικαστήριο της Πολωνίας δέχθηκε να δικάσει την υπόθεση, επί της οποίας εξέδωσε την επίμαχη απόφασή του, επιβεβαιώνει πλήρως την κατά συρροήν και κατ’ εξακολούθηση -αν αναλογισθεί κανείς και τα πολλά νομολογιακά προηγούμενα- παραβίαση της θεμελιώδους, για την αποτελεσματική οργάνωση και λειτουργία της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, αρχής της Διάκρισης των Εξουσιών.
1. O «πανεπόπτης» Υπουργός Δικαιοσύνης
Και τούτο διότι το Συνταγματικό Δικαστήριο της Πολωνίας επιλήφθηκε μόνον όταν του απηύθυνε σχετικό ερώτημα, ως προς την δεσμευτικότητα της ως άνω απόφασης του ΕΔΔΑ έναντι της Δημοκρατίας της Πολωνίας, ο Υπουργός Δικαιοσύνης Ζμπίγκνιου Ζιόμπρο, ο θεωρούμενος και ως «αρχιτέκτονας των μεταρρυθμίσεων για την Δικαιοσύνη» στην Πολωνία. Πέραν τούτου, ο ως άνω Υπουργός Δικαιοσύνης ασκεί, κατά το πολωνικό δίκαιο, και καθήκοντα Γενικού Εισαγγελέα. Κάτι το οποίο έχει επισημάνει, με ευθέως «αρνητικό πρόσημο», επανειλημμένως και το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως π.χ. στις εντελώς πρόσφατες αποφάσεις του C-748/19 έως 754/19, της 16ης Νοεμβρίου 2021.
2. «Κατευθυντήριες γραμμές»
Στην ουσία είναι προφανές ότι, κατά τα ισχύοντα στην Πολωνία ιδίως μετά το 2015, στο πεδίο της οργάνωσης και λειτουργίας της Δικαιοσύνης ο υπουργός Δικαιοσύνης, ως Γενικός Εισαγγελέας, κάθε άλλο παρά απλό ερώτημα απηύθυνε στο Συνταγματικό Δικαστήριο της Πολωνίας, όπως άλλωστε συνάγεται και από το περιεχόμενό του και από τον τρόπο υποβολής του. Για την ακρίβεια, απηύθυνε «ερώτημα» επί του οποίου είχε ήδη «προαναγγείλει» την απάντηση που υποτίθεται ότι ανέμενε. Δηλαδή την απάντηση αφενός άρνησης του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Πολωνίας να συμμορφωθεί προς το δεδικασμένο της συγκεκριμένης απόφασης του ΕΔΔΑ. Και, αφετέρου, της προκλητικής επικύρωσης της απόφασής του εκείνης, την οποία το ΕΔΔΑ είχε κρίνει, χωρίς περιστροφές, ως αντίθετη προς την κατά τις διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 1 εδ. α΄ της ΕΣΔΑ αρχή της χρηστής απονομής Δικαιοσύνης.
Β. «Τοῖς κείνων ρήμασι πειθόμενο»
«Ανταποκρινόμενο» πλήρως στα «κελεύσματα» του «προϊσταμένου» του Υπουργού Δικαιοσύνης και Γενικού Εισαγγελέα, το Συνταγματικό Δικαστήριο της Πολωνίας- πάντοτε κατά τα όσα ανακοίνωσε η Πρόεδρός του και προσκείμενη εμφανώς στην κυβερνώσα παράταξη στην Πολωνία Γιούλια Πζελέμπσκα – «έκρινε», με την απόφασή του της 24ης Νοεμβρίου 2021, και τα εξής:
1. Η νομική φύση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Πολωνίας
Το Συνταγματικό Δικαστήριο της Πολωνίας «αποφάνθηκε» ότι όταν δικαιοδοτεί ελέγχει μόνο την συνταγματικότητα των νόμων και δεν κρίνει ζητήματα σχετικά με τα Δικαιώματα του Ανθρώπου! Υπό την εκδοχή αυτή το Συνταγματικό Δικαστήριο της Πολωνίας φαίνεται ν’ «αγνοεί» το προφανές:
α) Ότι, δηλαδή, η κρίση περί της συνταγματικότητας ή μη των διατάξεων ενός νόμου, οι οποίες ρυθμίζει και θέματα άσκησης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ισοδυναμεί, αυτοθρόως και κατά την κοινή νομική λογική, μ’ ευθεία κρίση και ως προς την άσκηση των Δικαιωμάτων τούτων στην πράξη. Το συμπέρασμα αυτό υιοθετεί, κατά τα προαναφερόμενα, παγίως η νομολογία του ΕΔΔΑ, ιδίως όσον αφορά την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 6 παρ. 1 εδ. α΄ της ΕΣΔΑ.
β) Ενώ λοιπόν σε όλα τα Κράτη-Μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης, στα οποία ισχύει η ΕΣΔΑ, τ’ Ανώτατα Δικαστήρια -κατ’ εξοχήν δε το Συνταγματικό τους Δικαστήριο- είναι πρωτίστως δικαστήρια των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, κατά το Συνταγματικό Δικαστήριο της Πολωνίας σε αυτό το Κράτος -που, επιπλέον, είναι και πλήρες Κράτος-Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης- ισχύει το αντίστροφο: Η άσκηση της δικαιοδοσίας του, ακόμη και όταν κρίνει την συνταγματικότητα των διατάξεων νόμων που αφορούν την άσκηση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, δεν σχετίζεται, έστω και εμμέσως, με αυτά!
2. Η «περιθωριοποίηση» του ΕΔΔΑ
Κάτω από τις προϋποθέσεις αυτές το Συνταγματικό Δικαστήριο της Πολωνίας «ολοκλήρωσε» την πορεία σύγκρουσής του με το ΕΔΔΑ και την νομολογία του, τουλάχιστον κατά τα ουσιωδέστερα στοιχεία της.
α) Εφόσον δεν κρίνει, κατά τ’ ανωτέρω, αστικά δικαιώματα και υποχρεώσεις, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 1 εδ. α΄ της ΕΣΔΑ, το Συνταγματικό Δικαστήριο της Πολωνίας και οι κάθε είδους αποφάσεις του δεν υπάγονται, μέσω της προβλεπόμενης από την ΕΣΔΑ προσφυγής, στην δικαιοδοσία του ΕΔΔΑ. Οπότε το τελευταίο, πάντοτε κατά το Συνταγματικό Δικαστήριο της Πολωνίας, δεν έχει δικαιοδοσία να κρίνει εκτός από την εκ μέρους του ερμηνεία και εφαρμογή των περί Δικαιωμάτων του Ανθρώπου διατάξεων ούτε και το ζήτημα της νόμιμης συγκρότησης και σύνθεσης του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Πολωνίας.
β) Εν κατακλείδι, κατά το Συνταγματικό Δικαστήριο της Πολωνίας το ΕΔΔΑ δεν μπορεί να κρίνει, σε κάθε περίπτωση, το αν και κατά πόσο το δικαστήριο αυτό δικαιοδοτεί με τρόπο που ανταποκρίνεται στις αρχές της χρηστής απονομής Δικαιοσύνης, κατά τις διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 1 εδ. α΄ της ΕΣΔΑ. Κατά λογική ακολουθία, το Συνταγματικό Δικαστήριο της Πολωνίας είναι εκείνο το οποίο, ως κρίνον και κρινόμενο, ταυτοχρόνως, αποφασίζει πότε και πως υπάγεται στην ΕΣΔΑ και στο ΕΔΔΑ, παρά το γεγονός ότι όταν η Πολωνία προσχώρησε στην ΕΣΔΑ ουδόλως και καθ’ οιονδήποτε τρόπο έθεσε τέτοιες προϋποθέσεις. Προϋποθέσεις οι οποίες, άλλωστε, δεν θα μπορούσαν να τεθούν, όπως συνάγεται από την ίδια την νομική φύση και κανονιστική ισχύ της ΕΣΔΑ. «Επιστέγασμα» των τραγελαφικών αυτών κρίσεων του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Πολωνίας είναι η δήλωση της Προέδρου του Γιούλια Πζελέμπσκα, κατά την οποία: «Το άρθρο 6 παρ. 1 εδ. α΄ της ΕΣΔΑ, εφόσον περιλαμβάνει το Συνταγματικό Δικαστήριο της Πολωνίας στον ορισμό του περί δικαστηρίου, δεν είναι συμβατό με το Σύνταγμα της Πολωνίας»!
Επίλογος
Κάνοντας έναν συνοπτικό απολογισμό των επιπτώσεων των πρόσφατων αποφάσεων του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Πολωνίας, σχετικά με τις κανονιστικές σχέσεις της Έννομης Τάξης της Πολωνίας με τις αντίστοιχες Έννομες Τάξεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Συμβουλίου της Ευρώπης, πρέπει να γίνει, όπως είναι πρόδηλο, δεκτό ότι ουδείς πλέον μπορεί να γνωρίζει ως πού θα φθάσει η προϊούσα αντιπαράθεση της Πολωνίας τόσο με την Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και με το Συμβούλιο της Ευρώπης.
Α. Είναι όμως γεγονός ότι με τις θέσεις που έχει υιοθετήσει η Πολωνία και τα, δυστυχώς πλήρως ελεγχόμενα από την Εκτελεστική Εξουσία της, δικαιοδοτικά της όργανα- με κυριότερο «εκφραστή» αυτής της «υποταγής» το Συνταγματικό Δικαστήριο της Πολωνίας- ολοένα και περισσότερο το Κράτος τούτο απομακρύνεται, εν τέλει, από τις θεμελιώδεις αρχές και αξίες της Ευρωπαϊκής Δημοκρατίας και του Ευρωπαϊκού Νομικού Πολιτισμού. Οι επικρατούσες στην Πολωνία αυταρχικές τάσεις της Κυβέρνησής της, οι οποίες θίγουν πλέον τον ίδιο τον πυρήνα της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, κυρίως δε το Κράτος Δικαίου και την Δικαιοσύνη, την «βυθίζουν» σ’ ένα θεσμικό και πολιτικό τέλμα, που παραπέμπει σε «σκοτεινές» πλευρές του παρελθόντος και την θέτουν σταδιακώς στο «περιθώριο» όχι μόνο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και της Διεθνούς Κοινότητας, εν συνόλω.
Β. Αυτό που πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να καταστεί σαφές προς την Πολωνία είναι ότι ούτε η Ευρωπαϊκή Ένωση ούτε και το Συμβούλιο της Ευρώπης έχουν την διάθεση ν’ ανεχθούν και, πολύ περισσότερο, ν’ αγνοήσουν την «εκτροπή» της από τις προμνημονευόμενες αρχές και αξίες της Ευρωπαϊκής Δημοκρατίας και του Ευρωπαϊκού Νομικού Πολιτισμού. Κάτι το οποίο, αναμφιβόλως, προϋποθέτει ότι το Κράτος αυτό πρέπει να υποστεί, στο ακέραιο, τις προβλεπόμενες κυρώσεις για τις κατάφωρες παραβιάσεις του Ευρωπαϊκού και του Διεθνούς Δικαίου, ιδίως αναφορικά με τον σεβασμό του Κράτους Δικαίου και των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Υπό διαφορετική εκδοχή, είναι πολύ πιθανό -τα δείγματα και παραδείγματα, ακόμη και εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι από καιρό εμφανώς ορατά- και άλλα Κράτη, των οποίων το παρελθόν δεν διακρίνεται για την επαρκή δημοκρατική του παράδοση, ν’ ακολουθήσουν τον ίδιο «ολισθηρό», θεσμικώς και πολιτικώς, δρόμο. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα μπορούσε να διαταράξει, ποικιλοτρόπως, την εν γένει συνοχή και προοπτική και της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των θεσμών του Συμβουλίου της Ευρώπης. Και στην ταραγμένη εποχή μας, κατά την οποία η Δημοκρατία, ο Άνθρωπος και τα Θεμελιώδη Δικαιώματά του δοκιμάζονται δεινώς, τούτο δεν μπορεί και δεν πρέπει να συμβεί, κατ’ ουδένα τρόπο.