Απόφοιτος του Εθνικού Θεάτρου αλλά και χαρακτηριστική κινηματογραφική μορφή στις ταινίες του Γιάννη Οικονομίδη (και σε ένα πλήθος ταινιών μικρού μήκους), ο Γιάννης Τσορτέκης είναι ένας ηθοποιός ενστίκτου, και την ίδια στιγμή ένας άνθρωπος που ξέρει ανά πάσα στιγμή τι κάνει, και το γιατί.
Απόφοιτος του Εθνικού Θεάτρου αλλά και χαρακτηριστική κινηματογραφική μορφή στις ταινίες του Γιάννη Οικονομίδη (και σε ένα πλήθος ταινιών μικρού μήκους), ο Γιάννης Τσορτέκης είναι ένας ηθοποιός ενστίκτου, και την ίδια στιγμή ένας άνθρωπος που ξέρει ανά πάσα στιγμή τι κάνει, και το γιατί. Είναι ένας ηθοποιός δηλαδή που μοιάζει να έχει κατακτήσει και τα δυο αυτά μέσα (το σανίδι, και την κάμερα) – ή για να το πούμε αλλιώς, ένας άνθρωπος που έχει παιδευτεί σοβαρά με (και για) την τέχνη του. Πρωταγωνιστής τώρα της «Πράσινης Θάλασσας» της Αγγελικής Αντωνίου, στήνει, παρέα με την συμπρωταγωνίστρια του, την Αγγελική Παπούλια, ένα ξεχωριστό δίδυμο, σε μια τρυφερή ταινία που κάνει αυτή την εβδομάδα την έξοδο της στις αίθουσες.
Μιλήστε μας για τον ήρωα που ενσαρκώνετε στην Πράσινη Θάλασσα
Ο ήρωας λέγεται «Ρούλα» (Σ.σ.: Από το «Χάρης» - ένα από τα λίγα χιουμοριστικά σημεία της ταινίας) και είναι μια πολύ ιδιαίτερη φυσιογνωμία, ένας άνθρωπος πολύ ταλαιπωρημένος, πολύ τραυματισμένος από το παρελθόν, που τον συναντάμε στο παρόν, μέσα από ένα «κλείσιμο» που έχει, εκ των πραγμάτων, αποδεχθεί. Αυτό τον οδηγεί σε μια ταβερνούλα, σε κάποια υποβαθμισμένη περιοχή, μια κληρονομιά που διαχειρίζεται χωρίς να έχει την συνείδηση του ταβερνιάρη. Δεν είναι δηλαδή ένας επαγγελματίας, αλλά ένας άνθρωπος που βρέθηκε με αυτό στα χέρια, και αντί να το τινάξει στον αέρα, ασχολείται με αυτό εντελώς στοιχειωδώς.
Οι θαμώνες του χώρου παίζουν κι αυτοί ισχυρό ρόλο στην ταινία.
Είναι εργάτες από τα γύρω μηχανουργεία, οι οποίοι στο διάλλειμα τους έχουν την ταβέρνα του Ρούλα ως καταφύγιο. Εκεί πηγαίνουν πότε με τα φαγητά που έχει ο καθένας, και άλλοτε ζουν «τη μεγάλη ζωή», παραγγέλνοντας κατεψυγμένα κεφτεδάκια και πατάτες τηγανητές – αυτό είναι όλο το μενού.
Δεν διαμαρτύρεται κανείς όμως.
Βεβαίως! Αφού είναι όλοι τους μια χαρά! Πρόκειται για μια συνομωσία μεταξύ ανθρώπων που μιλούν την ίδια γλώσσα και ζουν την ίδια ζωή, στο ίδιο κοινωνικό περιβάλλον, με τις ίδιες δυσκολίες και τις ίδιες ανάγκες. Μέχρι που εμφανίζεται η εκλεκτή Άννα, μια φιγούρα ιδιαίτερη καθώς κανείς δεν γνωρίζει ποια είναι, από που έρχεται, ούτε πως βρέθηκε εκεί.
Και ο Ρούλας θα της δώσει δουλειά – θα την κάνει μαγείρισσα. Δίνει εντέλει ευκαιρίες αυτός ο άνθρωπος, παρά το «κλείσιμο» του, έτσι δεν είναι;
Κατ’ αρχάς, είναι άνθρωπος. Όσο πιο τραυματισμένος είσαι, τόσο πιο ανοιχτός είσαι. Ακόμα και στις δύσκολες περιόδους των χειρότερων κλεισιμάτων, ένας τέτοιος άνθρωπος είναι ανοιχτός. Δε θα χάσει την ελπίδα του, όσο κι αν δεν υπάρχει ελπίδα. Δεν είναι καθόλου πεσιμιστής, απλώς οι συγκυρίες τον έχουν φέρει σε αυτό το σημείο, και ο ίδιος έχει αποδεχθεί αυτό το σημείο ως πραγματικότητα. Και έτσι επιβιώνει. Είναι ισορροπημένος δηλαδή, όπως όλοι αυτοί οι άνθρωποι. Μπορούν να περάσουν τέλεια με το τίποτε. Επειδή ακριβώς στερούνται όλων των αγαθών, η παραμικρή μετατόπιση αυτής της πραγματικότητας κάνει τρομακτική διαφορά.
Αυτό σας τράβηξε στον χαρακτήρα; Κι αν όχι, τι αναζητάτε σε έναν ρόλο;
Να σας πω την αλήθεια, δεν ιντριγκάρει απαραίτητα κάτι σε κάποιον χαρακτήρα. Περισσότερο με ιντριγκάρει η παρέα που λέει: «Πάμε να κάνουμε αυτό». Αν αισθάνομαι καλά με την παρέα, όποιο κι αν είναι το «αυτό», καλό θα είναι. Έχω ανάγκη να νιώσω ηρεμία και γαλήνη για να εστιάσω σε ένα υλικό. Ποτέ δεν είπα, «Θέλω να παίξω τον Οιδίποδα», ας πούμε. Κανέναν Μακβέθ, κανέναν Βασιλιά Ληρ. Απολύτως κανέναν. Απεναντίας, για πάρα πολλά χρόνια έβρισκα τρομερό ενδιαφέρον σε ήσσονος σημασίας ρόλους σε ταινίες μικρού μήκους. Σε μικρότερα μεγέθη μπορούσα να αναγνωρίσω το μάξιμουμ των αναπτυγμάτων αυτών των συνθηκών – και ήταν μια πολύ σπουδαία πραγματεία για μένα το να βρίσκω σημαντικότερα πράγματα από έναν «Οιδίποδα» σε έναν φύλακα. Έχω κάνει άπειρες ταινίες μικρού μήκους και η εμμονή μου με αυτές με επηρέασε και στις θεατρικές μου παραστάσεις: Δεν υπερέβησαν ποτέ τα εξήντα λεπτά, όποιο κι αν ήταν το κείμενο. Από εκεί έμαθα να μπορώ να κρατώ το ενδιαφέρον μου, και το ενδιαφέρον του θεατή.
Αναγκαστικά θα ρωτήσω που νιώθετε πιο άνετα, στο σανίδι ή στον κινηματογράφο;
(χωρίς να περιμένει δευτερόλεπτο): Στον κινηματογράφο. Ενστικτώδες ήταν αυτό. Αν με ρωτούσες πριν μερικά χρόνια δεν θα είχα την ίδια απάντηση. Έχω δουλευτεί μέσα στο θέμα του κινηματογράφου από πολύ μικρός, με μεγάλη προσοχή και φροντίδα απ’ όλους τους γύρω μου. Αυτό που συμβαίνει στο σινεμά, αυτό το «πάμε τώρα!» και τελείωσε, μου ανοίγει τον ορίζοντα του στοιχείου της επιβίωσης στη στιγμή, που δεν επιδέχεται πολλών ερμηνειών. Είναι το «τώρα». Όποια επιλογή κι αν κάνεις, έχει ήδη γίνει παρελθόν. Αυτό δεν το έχεις στο θέατρο – έχεις μια διαδικασία αναπαράστασης. Επίσης, είχα πάντα τις καλύτερες σχέσεις με τους ανθρώπους του κινηματογραφικού συνεργείου. Με θεωρώ εργάτη από όλες τις πλευρές. Ταυτιζόμουν πάντα με αυτούς που παρήγαγαν έργο στη στιγμή, στο παρόν – και αυτοί ήταν πάντα το συνεργείο. Περισσότερο με ενδιαφέρει να ξανασυναντηθώ με ένα συνεργείο, παρά να παίξω τον μεγάλο «ρόλο»!
Πως δουλέψατε μαζί με την Αγγελική Παπούλια αυτή την παράξενη σχέση που έχουν οι δυο ήρωες;
Κοιτάχτε, διαισθητικά είχα νιώσει την ανάγκη να συναντήσω την Αγγελική Παπούλια στη πρώτη μέρα των γυρισμάτων – δεν κάναμε μαζί πρόβες δηλαδή.
Αυτό ομολογώ δεν το περίμενα.
Κι όμως, ένιωσα διαισθητικά αυτή την ανάγκη. Επειδή με αυτό το πρόσωπο, την Άννα, συναντιόμαστε εντελώς ξαφνικά, επειδή η ιστορία αυτή ξεκινάει, για την Άννα, τον θεατή και για τον Ρούλα την ίδια στιγμή. Είχα την ανάγκη να μην έρθω σε επαφή με την ηρωίδα, και συμφωνήσαμε σε αυτό και με την Αγγελική Αντωνίου. Έτσι, εγώ και η Άννα, δηλαδή η Αγγελική Παπούλια, συναντηθήκαμε για πρώτη φορά, την πρώτη μέρα των γυρισμάτων, στην πρώτη λήψη.
Πότε ξέρει ένας ηθοποιός ποια εργαλεία πρέπει να χρησιμοποιήσει και ποια όχι; Ειδικά ένας ηθοποιός με μεγάλη θεατρική θητεία, όπως εσείς.
Ο σοφός λαός λέει, με όποιον δάσκαλο καθίσεις, τέτοια γράμματα θα μάθεις. Η πρώτη μου σχέση λοιπόν είναι με τον Άκη τον Δαβή – και αμέσως μετά, στο Εθνικό Θέατρο. Εκεί λοιπόν, η σύγκρουση μου ήταν τρομερή, γιατί ο Δαβής είχε μια πολύ προχωρημένη αντίληψη πάνω στην υποκριτική τέχνη, και φυσικά εγώ ήμουν απόλυτα ταγμένος σε αυτόν, και από την άλλη μεριά, αφού έκλεισε ο κύκλος με αυτόν τον άνθρωπο, βρέθηκα στο Εθνικό, όπου εκεί είχα να αντιμετωπίσω τον Νίκο Τζόγια, την Ελένη Χατζηαργύρη, τον δάσκαλο μου τον Γιώργο Μιχαλακόπουλο, τον Ιάκωβο Ψαρρά, την Μαρία Χορν… Θα πω το εξής όμως: όλοι αυτοί οι άνθρωποι, θεωρητικά, φέραν κάτι που δεν είχε καμία σχέση με το παρόν και αυτό το κεφάλαιο μπορεί να έκλεισε. Όλοι τους όμως ξεκινούσαν από μια βαθιά ηθική και προσωπική προσέγγιση των πραγμάτων, το οποίο λειτουργούσε σε συνδυασμό με μια απόλυτη τεχνική κατάρτιση. Η Επίδαυρος, ένα μεγάλο ανοιχτό θέατρο ας πούμε, είναι η μία πλευρά του νομίσματος λοιπόν. Η άλλη πλευρά είναι το Υπόγειο του Θεάτρου του Νέου Κόσμου. Αν ανταποκριθείς στο ένα, που είναι από μόνο του πολύ δύσκολο, οφείλεις να προσδιοριστείς και στο άλλο, ασυζητητί…
Τελειώνουν οι πρόβες, τελειώνουν τα γυρίσματα, κλείνει η ιστορία του «Ρούλα». Που πάνε αυτοί οι χαρακτήρες μετά; Αποτελούν «βάρος» για εσάς, ή όχι;
Δεν αφήνω πίσω μου τίποτα, φέρνω ό,τι είμαι, μια μπαγκαζιέρα με τις αποσκευές μου. Αποσκευές υπό συνθήκες, εκτιμητέες και χρηστικές. Δεν είναι βάρος για μένα. Αν πας να παίξεις κάτι, θα πει πως δεν έχεις επαφή με αυτό, πως δεν είσαι εμπλεκόμενος με αυτό. Είμαι απόλυτος: Οι ρόλοι δεν «παίζονται». Μπορείς να ζεις ως παιδί, μπορείς να παίζεις ως παιδί, αν όμως δεν μεταπηδήσεις στην πίστα του ενήλικα, δεν έχεις να εμπλακείς με κάτι. Όλοι οι ήρωες που ενσάρκωσα είναι «εγώ». Τελειώνουν ποτέ; Ο πατέρας μου έχει πεθάνει. Τελειώνει ποτέ; Τσορτέκης είμαι κι εγώ, τον γιο μου τον λένε Αχιλλέα, άρα είναι μονίμως παρών. Αλλά και να μην υπήρχαν τα ονόματα, είναι παρών και όταν πίνω καφέ, και θυμάμαι τη μυρωδιά της ανάσας του, όταν ήμουν παιδί. Το θέμα λοιπόν είναι τι ανακαλεί η μνήμη μας. Και όταν έχεις να ανακαλέσεις ωραίες στιγμές, αναμνήσεις, γεύσεις, τα πράγματα μόνο να σε συντροφέψουν μπορούν – οπότε που είναι το βάρος;
Και τι κατεβαίνει σήμερα να πει η «Πράσινη Θάλασσα» στο ελληνικό κοινό, σε αυτή τη χρονική συγκυρία;
Φαινομενικά μπορούμε να πάρουμε τυχαία στοιχεία από την ταινία και να δούμε πως είναι ίδια με αυτό που ζούμε σήμερα: Ο αποκλεισμός, για παράδειγμα. Αλλά ο αποκλεισμός που ζούμε, εκπορεύεται από μια προπαγάνδα εντελώς κατευθυνόμενη. Δεν μιλάω για τα εμβόλια, τους ανεμβολίαστους και τα σχετικά, μιλάω για το ζήτημα της αναδιανομής και αναδιαχείρισης του πλούτου, όπως το ζούμε. Προσωπική μου γνώμη, δεν με ενδιαφέρει αν θα γίνει αποδεκτή. Αυτή η ανάγκη λοιπόν για αναδιανομή πλούτου «μπούκωσε», και η προπαγάνδα πλέον έχει τεθεί σε εφαρμογή με στόχο την υπερπληροφόρηση, το «διαίρει και βασίλευε». Οι άνθρωποι της ταινίας δεν έχουν προλάβει να καταντήσουν τοξικοί από την υπερπληροφόρηση. Και κυρίως, αυτά τα πρόσωπα δεν είναι διαβρωμένα από τη λογική του «διαίρει και βασίλευε», είναι συσπειρωμένα κάτω από αγαθές, και ελάχιστες προθέσεις. Το ίδιο το σύστημα σε οδηγεί σε ένα «κλείσιμο» για να μπορεί να σε διαχειριστεί. Ε, τους ανθρώπους στην ταβέρνα της ταινίας δεν μπορεί να τους αγγίξει. Γι αυτό τελικά νομίζω πως η «Πράσινη Θάλασσα» μας αφορά.