Ο ηγέτης του FDP θεωρείται «γεράκι της λιτότητας» και έλεγε μόλις πριν τέσσερα χρόνια ότι «μια ενωμένη Ευρώπη θα ενισχυόταν, εάν ένα μέλος με χρόνια πάθηση έφευγε από την Ευρωζώνη, τουλάχιστον προσωρινά»
Του Μιχάλη Ψύλου
[email protected]
«Λευκός καπνός» επιτέλους στο Βερολίνο! Οκτώ εβδομάδες μετά τις Ομοσπονδιακές εκλογές στη Γερμανία, Σοσιαλδημοκράτες (SPD), οι Πράσινοι και οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες (FDP) , συμφώνησαν και στις τελευταίες λεπτομέρειες για τη συγκρότηση της νέας , τρικομματικής κυβέρνησης υπό τον Ομοσπονδιακό Καγκελάριο Όλαφ Σολτς, βάζοντας και τυπικά τέλος στην 16χρονη εποχή Μέρκελ.
Η νέα ομοσπονδιακή κυβέρνηση θα αποτελείται από 15 υπουργούς: Οι Σοσιαλδημοκράτες θα έχουν- εκτός από τον Καγκελάριο-και έξι υπουργεία, μεταξύ των οποίων της Αμυνας και της Υγείας. Οι Πράσινοι πέντε-ανάμεσα στα οποία τα υπουργεία Εξωτερικών και Κλιματικής Αλλαγής-αλλά και την αντι-καγκελαρία. Το FDP τέλος, παίρνει τέσσερα υπουργεία-με βασικό το χαρτοφυλάκιο των Οικονομικών, το οποίο αναλαμβάνει ο ηγέτης τους, Κρίστιαν Λίντνερ, όπως αποκάλυψε –κατά λάθος-ο Ολαφ Σολτς, στη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου. Τυπικά, τα ονόματα των υπουργών δεν ανακοινώθηκαν, καθώς εναπόκειται στα τρία κόμματα να τους ορίσουν.
Ο Σολτς αναμένεται να αναλάβει επισήμως τα καθήκοντά του τη δεύτερη εβδομάδα του Δεκεμβρίου-περίπου 75 ημέρες μετά τις εκλογές. Στις 10 Δεκεμβρίου πάντως, ο νέος καγκελάριος θα έχει την πρώτη του σημαντική διεθνή εμφάνιση, στην ψηφιακή «Σύνοδο Κορυφής για τη Δημοκρατία», που διοργανώνει ο Αμερικανός Πρόεδρος Τζο Μπάιντεν. Για την ιστορία: μετά τις εκλογές του 2017, χρειάστηκαν 171 ημέρες για να σχηματιστεί η νέα κυβέρνηση - περισσότερες από ποτέ. Τέσσερα χρόνια νωρίτερα είχαν χρειαστεί 86 ημέρες. Αντίθετα, η πρώτη και η δεύτερη Κοκκινο-Πράσινη ομοσπονδιακή κυβέρνηση του σοσιαλδημοκράτη καγκελαρίου Γκέρχαρντ Σρέντερ, συγκροτήθηκαν σε περίπου 30 ημέρες, το 1998 και το 2002.
Τεράστιες προκλήσεις περιμένουν τον νέο κυβερνητικό συνασπισμό του «φωτεινού σηματοδότη», μετά την πανδημία , με πρώτο στόχο την αναδιάρθρωση της οικονομίας και της βιομηχανίας για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης. Αμεσα, όμως, θα πρέπει να αντιμετωπιστεί η δραματική κατάσταση με την πανδημία, καθώς οι νεκροί από τον κορονοιό ξεπέρασαν τους 100.000. Ο Ολαφ Σολτς ανακοίνωσε τη συγκρότηση μιας μόνιμης ομοσπονδιακής «ομάδας κρίσεων» στην Καγκελαρία για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας. Ανακοίνωσε μάλιστα ότι το νοσηλευτικό προσωπικό θα μοιραστεί μπόνους, ύψους ενός δισεκατομμυρίου ευρώ.
Οι βασικές γραμμές της συμφωνίας που θα ενώσει τα τρία κόμματα για τα επόμενα τέσσερα χρόνια, είναι η απανθρακοποίηση της οικονομίας, ο ψηφιακός μετασχηματισμός της χώρας και η κοινωνική προστασία. Ο στόχος της ενεργειακής ουδετερότητας ξεχωρίζει, καθώς συμφωνήθηκε η ταχύτερη ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, ώστε το 2030 να καλύπτουν το 80% της ζήτησης ηλεκτρικού ρεύματος. Η έξοδος από τον άνθρακα έχει προγραμματιστεί για το 2030, οκτώ νωρίτερα από ό,τι είχε συμφωνήσει η απερχόμενη κυβέρνηση του Μεγάλου Συνασπισμού της Αγκελα Μέρκελ.
Οι τρεις εταίροι χρειάστηκαν να διαπραγματευθούν σκληρά από τις 21 Οκτωβρίου και για ένα μήνα για να καταλήξουν σε μία συμφωνία 179 σελίοδων. Το SPD και Πράσινοι υποχρεώθηκαν να λάβουν υπόψη τις προεκλογικές υποσχέσεις του FDP και συμφώνησαν να μην εισαχθούν νέοι φόροι επί των περιουσιακών στοιχείων, αλλά και να μην αυξηθεί ο φόρος εισοδήματος, ο εταιρικός φόρος ή ο ΦΠΑ. Τον πρώτο χρόνο της θητείας της κυβέρνησης, το θεσμοθετημένο κατώτατο ωρομίσθιο θα αυξηθεί στα 12 ευρώ, όπως ήταν άλλωστε και η κεντρική προεκλογική υπόσχεση του SPD. Τα τρία κόμματα συμφώνησαν πάντως για την επαναφορά από το 2023 του λεγόμενου «φρένου χρέους» , που υπάρχει στο Σύνταγμα της χώρας, και είχε παγώσει στη διάρκεια της πανδημίας.
Η τριμερής συμφωνία συνασπισμού αφήνει την εξωτερική πολιτική για το τέλος, ξεκινώντας από τη σελίδα 131. Όσον αφορά την Ευρωπαϊκή Ένωση, υπογραμμίζει τον σεβασμό του κράτους δικαίου και επιβεβαιώνει ότι η Γερμανία θα «εφαρμόσει και θα αναπτύξει» με «πιο συνεπή» τρόπο τα διαθέσιμα μέσα στην ΕΕ, για να εγγυηθεί το κράτος δικαίου».
Το μεγάλο δίλλημα ωστόσο, όχι μόνο στη Γερμανία, αλλά και την υπόλοιπη Ευρώπη είναι ο ρόλος του Κρίστιαν Λίντνερ στη διαμόρφωση της οικονομικής πολιτικής. Ο ηγέτης του FDP θεωρείται «γεράκι της λιτότητας» και είχε ταυτιστεί πλήρως με τις οικονομικές «συνταγές» που πρότεινε ο πρώην υπουργός Οικονομικών, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους και την εποχή της ελληνικής χρεοκοπίας. Όπως γράφει μάλιστα η Huffington Post στην ιταλική της έκδοση, «όσοι ήθελαν την έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ βρήκαν στον Λίντνερ το πολιτικό επιχείρημα ,που χρειάζονταν». Ο ηγέτης του FDP έλεγε μόλις πριν τέσσερα χρόνια ότι «μια ενωμένη Ευρώπη θα ενισχυόταν,εάν ένα μέλος με χρόνια πάθηση έφευγε από την ευρωζώνη, τουλάχιστον προσωρινά», δήλωνε ο ηγέτης του FDP μόλις πριν από τέσσερα χρόνια.
Τον περασμένο Ιούνιο, εν μέσω της πανδημίας, ο Λίντνερ μιλώντας στη Bundestag υποστήριξε ότι «τα εθνικά χρέη αποτελούν απειλή για τη σταθερότητα της οικονομικής και νομισματικής ένωσης. Γι' αυτό πρέπει να είναι σαφές: η ατομική οικονομική ευθύνη των κρατών μελών της ΕΕ αποτελεί εγγύηση σταθερότητας και σταθερότητας!»
Το ακριβώς αντίθετα από όσα υποστηρίζει ο Λίντνερ, προτείνει ο Ευρωπαίος Επίτροπος Οικονομικών Υποθέσεων Πάολο Τζεντιλόνι.«Η βασική μας πρόκληση είναι να διασφαλίσουμε ότι η ανάκαμψη της οικονομίας δεν θα επαναφέρει την ΕΕ στην περίοδο πριν από την Covid, η οποία σίγουρα δεν ήταν μια χρυσή εποχή», τόνισε ο Τζεντιλόνι και προειδοποίησε: «Πρέπει να αλλάξουμε ταχύτητα και να προχωρήσουμε προς μια πιο βιώσιμη και πιο μακροχρόνια ανάπτυξη. Αυτό συνεπάγεται καταρχήν να μην περάσουμε ξαφνικά και απότομα από υποστηρικτικές, σε περιοριστικές πολιτικές».
Οι τρεις εταίροι τονίζουν ότι είναι ανοιχτοί στη μεταρρύθμιση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης στην ευρωζώνη. Η διατύπωση των προθέσεών τους είναι αρκετά διφορούμενη πάντως, ώστε να αφήνει περιθώρια ελιγμών στις μελλοντικές διαπραγματεύσεις.