Το πρώτο θεατρικό έργο της Ηρώς Μπέζου, «Οι Ναυαγοί», ανεβαίνει στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης Καρόλου Κουν, σε σκηνοθεσία της ίδιας και του Γιάννη Παπαδόπουλου [Πεσμαζόγλου 5].
Το πρώτο θεατρικό έργο της Ηρώς Μπέζου, «Οι Ναυαγοί», ανεβαίνει στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης Καρόλου Κουν, σε σκηνοθεσία της ίδιας και του Γιάννη Παπαδόπουλου [Πεσμαζόγλου 5].
Τρεις εξαιρετικοί ηθοποιοί, η Σοφία Κόκκαλη, ο Γιάννος Περλέγκας και ο Μιχάλης Τιτόπουλος ξετυλίγουν με την ερμηνεία τους τις σχέσεις των τριών ηρώων του έργου.
«Γράφουμε ένα έργο για τα λόγια, που δεν αρκούν, κι όμως μόνο τα λόγια έχουμε. Λέξεις πάνω σε χαρτί, λέξεις στον αέρα. Τρεις άνθρωποι -άλλωστε πάντα τρεις είναι οι άνθρωποι- παλεύουν να κοιταχτούν, να αγαπήσουν, να “βγουν στη ζωή”. Η μοναξιά τους είναι η γέφυρα που τους ενώνει. Τι άλλο; Ένα παιχνίδι με χαρτιά, ένα ποτήρι κρασί. Μια παιδική ζωγραφιά» -γράφει η Ηρώ Μπέζου στο Σημείωμά της για την παράσταση.
Η Ηρώ Μπέζου και ο Γιάννης Παπαδόπουλος μίλησαν μαζί μας.
Θα θέλατε να μας συστήσετε το έργο;
Ηρώ Μπέζου: «Πρόκειται για την ιστορία τριών ανθρώπων, ενός συγγραφέα που έχει αποσυρθεί από την επαγγελματική του δράση, της δεκαεξάχρονης κόρης του που μένει μαζί του στο απομονωμένο σπίτι τους κι ενός νέου άνδρα που τους επισκέπτεται με την ιδιότητα του δημοσιογράφου και το πρόσχημα μιας συνέντευξης. Τα τρία πρόσωπα συνδέει μια επιστολή που είχε σταλεί από τον νεαρό στον συγγραφέα, πέντε χρόνια νωρίτερα, και που, προς τεράστια απογοήτευσή του, είχε μείνει αναπάντητη».
Ποια κεντρικά θέματα πραγματεύεται στον πυρήνα του;
Η.Μ.: «Πολλά. Το τι σημαίνει οικογένεια, τι σημαίνει “δάσκαλος”, πώς να αναζητήσεις τον προορισμό σου χωρίς να εγκλωβιστείς στον ηρωισμό, πώς να εμπνευστείς από κάποιον χωρίς να χάσεις την ταυτότητά σου, πώς να συνδεθείς χωρίς να αρνηθείς εντελώς την μοναξιά σου. Πάνω απ’ όλα, όμως, το έργο μιλάει για την αγάπη. Αυτήν τη δαιδαλώδη και χωρίς τέλος διαδρομή».
Μια περιγραφή των κεντρικών προσώπων;
Η.Μ.: «Ο Φιλόσοφος-Πατέρας παλεύει να επαληθεύσει τις θεωρίες του μέσα από μια προσωπική θυσία. Η κόρη του αρνείται να βγει από το σπίτι, περιμένει έναν ιδιότυπο πρίγκιπα να τη σώσει από τον εγκλωβισμό της -τον εγκλωβισμό μέσα στο ίδιο το πανέξυπνο μυαλό της και στον φόβο της για τους ανθρώπους. Ο νέος αδυνατεί να αναλάβει την ευθύνη της ζωής του, να ακολουθήσει το συγγραφικό του όνειρο και περιμένει από έναν “πατέρα” να του φωτίσει τον δρόμο. Ο δρόμος του φωτίζεται τελικά περισσότερο από το αίσθημα του έρωτα, που το αρνείται πεισματικά».
Πείτε μας μια ατάκα, έναν διάλογο ή περιγράψτε μας μια σκηνή από το έργο –ό,τι σας έρθει πρώτο στον νου.
Η.Μ.: «“Σεργκέι καλέ μου, ετοιμάστε τις βαλίτσες μου”».
Γιάννης Παπαδόπουλος: «“Διάβασα τα λόγια μου μέσα από τα λόγια σου και διέκρινα πιο καθαρά από ποτέ τι σημαίνει πιστεύω σε κάτι”».
Λίγα λόγια για τη μεταξύ σας συνεργασία;
Η.Μ.: «Είμαστε σαν αδέρφια. Μετά από αυτήν τη συνεργασία, η σχέση μας είναι ακόμη πιο στενή. Νομίζω ότι έγινε ένας άτυπος καταμερισμός εργασίας, που αποδείχθηκε πολύ λειτουργικός. Το βασικότερο, όμως, είναι ότι βρεθήκαμε ξανά μετά από καιρό να δουλεύουμε μαζί, πάνω σε κάτι που αγαπάμε».
Γ.Π.: «Δουλέψαμε με αγάπη πολλή. Και, κάπως, δεν χρειαζόταν να εξηγούμε ή να συμφωνούμε πράγματα. Συνέβαιναν σα να ’ταν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο».
Σκηνοθέτες, δημιουργοί, ερμηνευτές, έργα που σας έχουν καθορίσει;
Η.Μ.: «Ο Μπέργκμαν, ο Ντοστογιέφσκι, ο Τσβάιχ, ο Σταύρος Τσιώλης, ο Ρίλκε, ο Μητσάκης, ο Τρυφώ, ο Κούντερα, ο Σοπέν, ο Άντον Τσέχωφ και άλλοι αρκετοί» .
Γ.Π.: «Ένας αχταρμάς μέσα στο κεφάλι μου -η Ντίσνευ, οι Νταρντέν, ο Καζαντζάκης, ο Χανς Κάστορπ, ο Ντε Νίρο, ο Σαίξπηρ, η “Χειμερία Νάρκη” του Τσεϊλάν».
Ένα βιβλίο που βρίσκεται στα κομοδίνα σας αυτή την εποχή;
Η.Μ.: «“Πόλεμος και Ειρήνη” του Τολστόι».
Γ.Π.: «Ο “Ευγένιος Ονέγκιν” του Πούσκιν».
Μια αγαπημένη σας συνήθεια;
Η.Μ.: «Παίζω ρακέτες μέσα στο σπίτι με τον τοίχο».
Γ.Π.: «Να φροντίζω τα φυτά μου».
κα Μπέζου, κε Παπαδόπουλε, θα μοιραστείτε μαζί μας στίχους αγαπημένου σας τραγουδιού;
Η.Μ.: «“Όπου σταθώ κι όπου βρεθώ/ Ή θα χιονίζει, ή θα βρέχει”».
Γ.Π.: «“Βαθιά στο πέλαγος θωρώ,/ μα γιατρειά δεν καρτερώ/ Τώρα πού ‘φυγες στα ξένα,/ όλα γκρέμισαν για μένα”».
Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]