«Τα γεγονότα της ταινίας εκτυλίσσονται μετά την Κατοχή, μέχρι και τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’80. Στα κομβικά αυτά ιστορικά χρόνια αποτυπώνεται η περιπετειώδη πορεία μιας οικογένειας, η οποία θα ξεκινήσει φτωχή και θα γίνει πάμπλουτη. Ο πλούτος όμως δεν φέρνει την ευτυχία».
Ανταπόκριση: Άκης Καπράνος
«Τα γεγονότα της ταινίας εκτυλίσσονται μετά την Κατοχή, μέχρι και τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’80. Στα κομβικά αυτά ιστορικά χρόνια αποτυπώνεται η περιπετειώδη πορεία μιας οικογένειας, η οποία θα ξεκινήσει φτωχή και θα γίνει πάμπλουτη. Ο πλούτος όμως δεν φέρνει την ευτυχία».
Η περίληψη της ταινίας, έτσι όπως αναγράφεται στο Πρόγραμμα του Φεστιβάλ, με το «ηθικό δίδαγμα» στο τέλος για να μη μπερδευτούμε, είναι πολύ ενδεικτική αναφορικά με τις σκηνοθετικές επιλογές του Κώστα Χαραλάμπους που υπογράφει το «Λούγκερ», ένα εντυπωσιακό γαϊτανάκι λανθασμένων επιλογών. Φιλόδοξο στις δραματουργικές του προθέσεις, επιχειρεί να στήσει κοινωνικό δράμα και ηθογραφία μαζί, μέσα από την ιστορία ενός πάτερ-φαμίλια (ο Τάσος Νούσιας – διαπεραστικός στις σιωπές του, type-casted όμως και εδώ σε ρόλο «πολλά-βαρύ»), ιστορία που έρχεται κατά πάνω μας χωρίς καμία ενότητα ύφους, χωρίς αφηγηματική σύνεση (άνετα έκοβε κανείς μισή ώρα χωρίς να χαθεί τίποτα από το story), και με μια παράξενη σκηνοθετική γραμμή: Η μουσική παραπέμπει σε ιταλικό μαγικό ρεαλισμό, προέρχεται δηλαδή από άλλη ταινία. Σκηνές που θα έπρεπε να σε συγκινούν, δείχνουν στημένες με προχειρότητα. Σκηνές που θα έπρεπε να σε κάνουν να γελάσεις (γιατί;) σε πετάνε με βία έξω από την ταινία.
Και βλέπεις μετά το γυρισμένο στο Περού «Mother lode», σε σκηνοθεσία του Ιταλού Ματέο Τορτόνε και σου κόβεται η ανάσα. Ασπρόμαυρο, εντελώς χειροποίητο, με ένα τρομερό σεναριακό premise: Στο ψηλότερο και πιο επικίνδυνο χρυσωρυχείο των Άνδεων, ένας εργάτης ανακαλύπτει πως οι μυστηριώδεις εξαφανίσεις των συναδέλφων του αποτελούν θυσίες στον βωμό (κυριολεκτικά) του κέρδους. «Για γούρι» που λέμε.
Ο Τορτόνε ξεκινά από τις διδαχές του Ιταλικού Νεορεαλισμού, ξέρει όμως πολύ καλά πότε να αφήσει τις εικόνες του να μιλήσουν από μόνες τους, ενώ φροντίζει να στυλιζάρει τα τεκταινόμενα «τόσο-όσο», ούτως ώστε να αναδειχθεί η καθαρή αλήθεια των ηρώων του.
Ομολογουμένως, μπορεί κανείς να διακρίνει πίσω από το τελικό αποτέλεσμα τις «ραφές» μιας παραγωγής που ξέρει πολύ καλά πως απευθύνεται σε ένα «φεστιβαλικό» κοινό, και ενίοτε του προσφέρει και μερικές ανάσες, αλλά είναι αδύνατον να μη σε συνεπάρει το τελικό αποτέλεσμα. Βλέπω βραβείο.
Μιας και το ανέφερα, δώθηκε και ένα βραβείο χθες, το Onassis Cinema Award, στην ταινία «Μπάσταρδα» του Νίκου Πάστρα, που συμμετέχει στο Τμήμα Works in Progress: «Η ταινία μοιάζει πολιτική, ακόμη και αν δεν μιλάει για πολιτική. Μιλάει για τις αλήθειες της νέας γενιάς χωρίς δίχτυ ασφαλείας», είπαν. Άντε Νίκο, μόνταρε το να το δούμε στις αίθουσες!