Ποιος πάει στα σινεμά για να μάθει ιστορία και ποιος κλείνεται στις βιβλιοθήκες για να ψυχαγωγηθεί; Ναι, μάλλον το αντίστροφο συμβαίνει, αλλά άντε να το εξηγήσεις αυτό στον όχλο που μαζεύτηκε προχθές έξω από την προβολή της ταινίας «Καλάβρυτα, 1943» για να μας πει με τι θα έπρεπε να ασχολείται η τέχνη του σινεμά, και με ποιους κανόνες.
Ανταπόκριση: Άκης Καπράνος
Ποιος πάει στα σινεμά για να μάθει ιστορία και ποιος κλείνεται στις βιβλιοθήκες για να ψυχαγωγηθεί; Ναι, μάλλον το αντίστροφο συμβαίνει, αλλά άντε να το εξηγήσεις αυτό στον όχλο που μαζεύτηκε προχθές έξω από την προβολή της ταινίας «Καλάβρυτα, 1943» για να μας πει με τι θα έπρεπε να ασχολείται η τέχνη του σινεμά, και με ποιους κανόνες.
Κινούμενη σε δυο χρονικά ταμπλώ (στο εδώ-και-τώρα, μια δικηγόρος φτάνει στην Ελλάδα εκπροσωπόντας την γερμανική κυβέρνηση εναντίον της ελληνικής αξίωσης για πολεμικές αποζημιώσεις για την περίοδο της ναζιστικής κατοχής), με πιο πετυχημένο το κομμάτι που αφορά τον Β’ Παγκόσμιο, η ταινία, χωρίς να πρόκειται για κάποιο συγκλονιστικό αριστούργημα, κατορθώνει να κρατήσει τα επουσιώδη, δίχως να σκοντάψει σε φάλτσες νότες (έχουμε δει πολλά εθνοπατριωτικά τέρατα τα τελευταία πέντε χρόνια – θυμάται κανείς τον «Πρόμαχο»;). Και είναι μια πραγματικά καλοστημένη παραγωγή, γυρισμένη με επαγγελματισμό, πάντοτε μέσα στα στενά όρια ενός πολεμικού δράματος. Να το πω κι αλλιώς: Πολλές τέτοιες τέτοιες παραγωγές του Φίνου διέθεταν πλήθος εξωπραγματικών σκηνών, αλλά κανείς ποτέ δεν σκέφτηκε να του επιτεθεί για παραχάραξη της Ιστορίας, από τη στιγμή που προσέφερε ένα γνήσια λαϊκό θέαμα. Λαϊκό θέαμα είναι και η ταινία του Νικόλα Δημητρόπουλου, που – να το τονίσουμε αυτό – σε καμία περίπτωση δεν υποβιβάζει τα αληθινά, φρικώδη γεγονότα. Αντιθέτως στέκεται απέναντι τους με απόλυτο σεβασμό.
Μένοντας στο Ελληνικό Σινεμά, η «Μούσα» του Νίκου Νικολόπουλου αναζητά, μέσα από τα θραύσματα μιας gay σχέσης ανάμεσα σε έναν έλληνα επιστήμονα, και τον Μούσα, έναν μετανάστη που ψάχνει μια, οποιαδήποτε, διέξοδο. Μέσα από ένα ιδιαίτερο μοντάζ χτίζει με γλώσσα προσωπική που όμως διατρέχει προσεκτικά την φιλμική γραμματική, το επιφανειακά αφηρημένο αλλά ουσιαστικά ουσιαστικά χαώδες ημερολόγιο μιας ιστορίας πάθους που ξεφεύγει από τον έλεγχο, όπως προσκρούει στις ανισότητες (ταξικές και μη) που χωρίζουν τους δυο άντρες.
Τέλος, το νεανικό «18» του Βασίλη Δούβλη, όπου μια ομάδα δεκαοχτάχρονων μαθητών καταδιώκει μετανάστες, ομοφυλόφιλους, και όλους όσους είναι απλώς διαφορετικοί, θα μπορούσε και να χαθεί σε κάποιες στιγμές σχηματικών σημάνσεων, αλλά είναι γυρισμένο με τέτοιο νεύρο, με τους πρωταγωνιστές να εκπέμπουν γνήσια αμεσότητα, που τις δέχεσαι κι αυτές χωρίς να σε πετούν έξω από το Δράμα. Είναι δηλαδή ένα σημαντικό επίτευγμα που έρχεται να προσθέσει στο Ελληνικό Σινεμά ένα ρεαλιστικό πορταίτο της χώρας σήμερα. Ένα φιλμ που αξίζει να ειδωθεί από ένα μεγάλο κοινό, έξω από το στενό «σινεφιλικό» πυρήνα δηλαδή.