Μπορεί το «Digger» να ήταν η μεγάλη ελληνική επιτυχία στα θερινά του 2021, η ταινία όμως είχε προβλήθει (και βραβευτεί) στο Βερολίνο από τον Φεβρουάριο του 2020.
Ανταπόκριση: Άκης Καπράνος
Μπορεί το «Digger» να ήταν η μεγάλη ελληνική επιτυχία στα θερινά του 2021, η ταινία όμως είχε προβλήθει (και βραβευτεί) στο Βερολίνο από τον Φεβρουάριο του 2020. Θεωρούμε πολύ σημαντική αυτή την διάκριση, καθώς το «Digger» εκπροσωπεί μια γενικότερη κοινωνική τάση που μοιάζει να αφήνει το αποτύπωμα της σε ολόκληρο τον Δυτικό κόσμο: την επιστροφή στους γενέθλιους τόπους, την ανάγκη για αποαστικοποίηση. Και μέσα από αυτή την τάση, το σινεμά μοιάζει να δημιουργεί, επιτέλους, και νέους μύθους.
Στην υπέροχη «Σκουριά» του Χουάν Σεμπαστιάν Μέσα, ο Χόρχε, ένας νεαρός αγρότης που ζει και συντηρεί ένα κτήμα καφέ στην κορυφή ενός βουνού, περιμένει με ανυπομονησία έναν μεγάλο, ετήσιο εορτασμό, που θα τον φέρει κάτω, στο χωριό – εκεί όπου θα συναντήσει την Αντρέα, τη γυναίκα που δεν ξεπέρασε ποτέ του. Η Αντρέα έφυγε ξαφνικά, χωρίς να του πει τίποτα, για να κάνει ό,τι κάνουν και όλοι οι υπόλοιποι, σχεδόν, νεαροί κάτοικοι του βουνού: Να μεταναστεύσει δηλαδή στη μεγάλη πόλη, εκεί όπου παρά την πολυκοσμία, όπως λέει χαρακτηριστικά, νιωθεί τόση μοναξιά.
Ο Μέσα είναι αποφασισμένος να πει αυτά που έχει να πει, και ενώ διαθέτει βαθιά κινηματογραφική γνώση (τα εισαγωγικά πλάνα του θυμίζουν αυτά του Βέρνερ Χέρτζοκ στο «Αγκίρε»), δε διστάζει να γίνει ενίοτε και βροντερός στις σημάνσεις του, όπως για παράδειγμα στη σύντομη εκείνη ερωτική σκηνή σε ενα αχανές λιβάδι, ένα πανοραμικό μονοπλάνο από τους ουρανούς - ενώ στο soundtrack κάποιος απαγγέλει το «Πάτερ Ημών». Εδώ, ας πούμε, η προσευχή δεν έχει να προσθέσει τίποτα σε αυτή την ήδη «θεϊκή» εικονογραφία, αλλά προσωπικά εκτιμώ έναν σκηνοθέτη που δε φοβάται να φτάσει ως και τα άκρα για να «τα πει», κι ας του ξεφύγει και κάτι. Διόλου αναπάντεχο λοιπόν που η κατάβαση του Χόρχε στη πόλη, μοιάζει με κατάβαση στην Κόλαση. Μπορεί όμως η «Σκουριά» να διαθέτει και τις μαξιμαλιστικές στιγμές της, το φινάλε όμως «προσγειώνει» μοναδικά την ταινία με ένα απέριττο, όσο και περίτεχνο δραματουργικά κλείσιμο, που την κατατάσσει στις κορυφέες στιγμές αυτής της διοργάνωσης.
Στο βρετανικό «Στ’ αλήθεια» της Χάρι Γούτλιφ, η Κέιτ, μια απογοητευμένη από τη ζωή της γυναίκα κοντά στα 30, ερωτεύεται τον λάθος άνθρωπο, τον «Ξανθό» (δεν μαθαίνουμε ποτέ το όνομα του) που μοιάζει να ανταποκρίνεται στα πάθη της μονάχα για να την εκμεταλευτεί. Οι δυο πρωταγωνιστές (Ρουθ Γουίλσον και Τομ Μπουρκ – ο τελευταίος ίδιος ο Στέισι Κιτς στα νιάτα του) βάζουν τα δύνατα τους, και η αλήθεια είναι πως είναι οι ερμηνείες τους που καθιστούν κάπως ενδιαφέρον το όλο εγχείρημα, αλλά δεν υπάρχει η παραμικρή σεναριακή έκπληξη σε αυτό το τετριμένο αποτέλεσμα όπου ο επιτηδευμένος ρεαλισμός κονταροχτυπιέται με την μπαναλιτέ.
Αφήνοντας όμως το διεθνές διαγωνιστικό (όπου συμμετέχουν οι δυο ταινίες που προαναφέραμε), ήταν μεγάλη στιγμή – παρά την, δυστυχώς χαμηλή προσέλευση του κόσμου – και η προβολή του «Δοξόμπους» του Φώτου Λαμπρινού, 34 χρόνια μετά την πρώτη προβολή του σε μια προσβάσιμη για όλους προβολή: Η αποκατεστημένη κόπια ήταν χάρμα οφθαλμών. Θα ήταν ευτυχές γεγονός η προβολή αυτού του παρεξηγημένου όσο και αινιγματικού φιλμ και στις αθηναϊκές αίθουσες, σκέφτομαι. Αλλά μετά θυμάμαι την κατάσταση που επικρατεί στα ταμεία αυτή τη στιγμή, και όσο να’ναι, σε πιάνει μια μελαγχολία. Η πόλη πάντως σφύζει από κίνηση, και οι νεαροί σινεφίλ πηγαινοέρχονται στο λιμάνι με ένα πρόγραμμα στο χέρι. Εικόνα που μας θυμίζει κάτι από τη ζωή που μας έλειψε.