Τα τελευταία χρόνια, η Serie A έχει γίνει ένα ιδιαίτερα ελκυστικό πρωτάθλημα για τους Αμερικανούς επενδυτές. Μάλιστα, αρκετοί σύλλογοι έχουν περάσει στα χέρια επιχειρηματιών από τις ΗΠΑ, από τη Μίλαν με την Elliott Management ως τη Φιορεντίνα με τον Ρόκο Κομίσο και από τους Φρίντικιν στη Ρόμα μέχρι τη Spezia με τον Πλάτεκ.
του Παναγιώτη Κουμάνταρου
Τα τελευταία χρόνια, η Serie A έχει γίνει ένα ιδιαίτερα ελκυστικό πρωτάθλημα για τους Αμερικανούς επενδυτές. Μάλιστα, αρκετοί σύλλογοι έχουν περάσει στα χέρια επιχειρηματιών από τις ΗΠΑ, από τη Μίλαν με την Elliott Management ως τη Φιορεντίνα με τον Ρόκο Κομίσο και από τους Φρίντικιν στη Ρόμα μέχρι τη Spezia με τον Πλάτεκ.
Και όχι μόνο, αφού και η Πάρμα -πλέον στη Serie B- αποκτήθηκε από τον Αμερικανό Κάιλ Κράουζε, ενώ η Τζένοα πέρασε στον έλεγχο της 777 Partners, η ιδιοκτησία της Μπολόνια στον Καναδό Τζόι Σαπούτο και της Βενέτσια στον Νιντεράουερ.
Εν ολίγοις, αυτή τη στιγμή μιλάμε για επτά αμερικανικές ιδιοκτησίες (μαζί με την Μπολόνια) από τους οκτώ συνολικά ξένους επενδυτές στη Serie A, με μόνη εξαίρεση την κινεζική Suning που έχει τον έλεγχο της πλειοψηφίας της Ίντερ.
Όπως εξηγούν οι Financial Times, οι επενδυτές έχουν προσελκύσει το ιταλικό ποδόσφαιρο από το καθεστώς της Serie A, που θεωρείται ένα από τα «Big Five» ευρωπαϊκά πρωταθλήματα, μαζί με εκείνα της Αγγλίας, της Ισπανίας, της Γερμανίας και της Γαλλίας.
Μάλιστα, ήταν τα πολύ σημαντικότερα έσοδα από τηλεοπτικά δικαιώματα και συμφωνίες χορηγιών που τους προσέλκυσαν, ενώ αυτοί οι αγώνες έχουν επίσης διεθνείς βάσεις φιλάθλων στις τεράστιες αγορές της Βόρειας Αμερικής και της Ασίας.
Το αφεντικό της Φιορεντίνα, Ρόκο Κομίσο, μιλώντας στους Financial Times, είπε ότι η κούρσα για την απόκτηση συλλόγων στην Ιταλία είναι θέμα «προσφοράς και ζήτησης», εκτιμώντας ότι υπάρχουν περισσότερα εύπορα άτομα που θέλουν να αγοράσουν συλλόγους από τους διαθέσιμους στην αγορά προς πώληση.
Ωστόσο, έχοντας ξεκινήσει στο ιταλικό ποδόσφαιρο, ο Κομίσο παραδέχτηκε ότι έχει αντιμετωπίσει προκλήσεις που είναι μοναδικές για τη χώρα. Μεταξύ αυτών, το πρόβλημα των παλαιών γηπέδων και οι γραφειοκρατικές καθυστερήσεις που δεν διευκολύνουν τις διαδικασίες αναδιάρθρωσης.
«Μία από τις τεράστιες αρνητικές πτυχές στην Ιταλία, είναι η κατάσταση των υποδομών. Είναι η αδυναμία οποιουδήποτε σαν εμένα να μπορεί να πει: θέλω να φτιάξω ένα νέο γήπεδο για να μπορέσουμε να φέρουμε όχι απλώς ευχαρίστηση στους οπαδούς μας, αλλά να συγκεντρώσουμε περισσότερα χρήματα από την επένδυση. Είναι μάλλον δύσκολο να γίνει στην Ιταλία», είπε.
Η πανδημία, επίσης, προκαλεί νέα οικονομικά προβλήματα. Η αξία των εθνικών τηλεοπτικών δικαιωμάτων για τον κύκλο 2021-2024 έχει μειωθεί και το ίδιο συνέβη για τα διεθνή τηλεοπτικά δικαιώματα, με το πρόβλημα να επιδεινώνεται από τη μη ανανέωση της συμφωνίας με την BeIN Sports για τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική.
Σε όλα αυτά προστέθηκε και η αποτυχία υπογραφής της συμφωνίας για την είσοδο επενδυτικών κεφαλαίων στην κορυφαία ιταλική Λίγκα, με τους αντίθετους σε αυτή την προοπτική συλλόγους να μην επιθυμούν να αλλάξει το στάτους, ειδικά σε επίπεδο διακυβέρνησης κι ελέγχου.
Αντίθετα, ο Κομίσο είναι μεταξύ εκείνων που ζητούν καλύτερους οικονομικούς ελέγχους για να τεθεί ανώτατο όριο στις δαπάνες. Όπως σε όλη την Ευρώπη, οι περισσότεροι ιταλικοί σύλλογοι ξοδεύουν το μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματός τους σε μισθούς παικτών και μεταγραφές.
Ωστόσο, επί του παρόντος υπάρχουν λίγες ενδείξεις ότι επίκεινται τέτοιοι έλεγχοι δαπανών, αν και η υπόθεση των κεφαλαιακών κερδών θα μπορούσε να αποτελέσει ένα αντικείμενο συζήτησης.
Επίσης λίγες, είναι οι πιθανότητες για γρήγορη απόδοση της επένδυσης από μνηστήρες στον κόσμο των ιδιωτικών κεφαλαίων ή από τηλεοπτικές συμφωνίες.
Αντιμέτωποι λοιπόν με δύσκολες προοπτικές για βραχυπρόθεσμη ανάπτυξη, οι ιδιοκτήτες συλλόγων στο εξωτερικό θα πρέπει επομένως να παίξουν μακροπρόθεσμα.