Πολιτιστικά
Παρασκευή, 05 Νοεμβρίου 2021 08:32

Δήμητρα Δερμιτζάκη: «…είναι κυρίως ένα έργο για την επιθυμία…»

Η «Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α.» της Λένας Κιτσοπούλου, από τη Δευτέρα 8 Νοεμβρίου και κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 9 το βράδυ, επιστρέφει στο Θέατρο Ζίνα και επανασυστήνεται στο αθηναϊκό κοινό μέσα από την ερμηνεία της Κίττυς Παϊταζόγλου [λεωφ. Αλεξάνδρας 74, Αθήνα].

Η «Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α.» της Λένας Κιτσοπούλου, από τη Δευτέρα 8 Νοεμβρίου και κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 9 το βράδυ, επιστρέφει στο Θέατρο Ζίνα και επανασυστήνεται στο αθηναϊκό κοινό μέσα από την ερμηνεία της Κίττυς Παϊταζόγλου [λεωφ. Αλεξάνδρας 74, Αθήνα].

Η σκηνοθέτις της παράστασης, Δήμητρα Δερμιτζάκη, μίλησε μαζί μας.

Δέκα και πλέον χρόνια από τότε που η «Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α.» συστήθηκε για πρώτη φορά στο κοινό. Νοέμβριος 2021, νέα σκηνοθεσία, νέα ηθοποιός. Μιλήστε μας για την απόφασή σας να ανεβάσετε τον εκρηκτικό μονόλογο της Λένας Κιτσοπούλου.

«Μετά το πρώτο κύμα της πανδημίας, έπρεπε όλοι να προσαρμοστούμε σε μια άγνωστη, νέα συνθήκη. Μέσα σε όλες τις απαγορεύσεις, τους ψυχαναγκασμούς που προέκυψαν από την αγωνία να μην μεταδώσουμε τον ιό ή να μην τον κολλήσουμε οι ίδιοι, μέσα σε όλη αυτή την απεραντοσύνη των “πρέπει” που έμοιαζε να μην έχουν τελειωμό και όριο, θυμήθηκα και ξαναδιάβασα το έργο της Λένας Κιτσοπούλου, “Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α.” . Ευτυχώς, γιατί είναι κυρίως ένα έργο για την επιθυμία. Για την επιθυμία να ζεις και να πετάς. Αποφάσισα ότι είχα πολλά να μάθω, μελετώντας αυτήν τη γυναίκα. Είναι ένας πολύ όμορφος μονόλογος ενός ανθρώπου, που μπροστά μας φτερουγίζει, με καύσιμο το χιούμορ, κι άλλοτε καταφέρνει μακρές πτήσεις, άλλοτε τσακίζεται. Χωρίς να δίνει εξηγήσεις, χωρίς να απολογείται, όλα στ’ αλήθεια, εδώ και τώρα, μπροστά μας».

Τι έχει αλλάξει σε σχέση με τη «Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α.» του 2009 και τι παραμένει ίδιο;

«Κοινωνικά έχει μεσολαβήσει μια κρίση που μας ρήμαξε και μια πανδημία που μας ρημάζει σε πολλά επίπεδα ακόμα. Το ίντερνετ είναι ταχύτερο σήμερα, ο δικομματισμός της χώρας συντηρείται με συνέπεια. Οι άνθρωποι ακόμα καλλιεργούν τη συνήθεια να ξέρουν καλύτερα πώς πρέπει να ζήσει ο γείτονας τους, αντί να μάθουν καλύτερα πώς θέλουν να ζήσουν οι ίδιοι. Οι κρίσεις πανικού είναι -μετά τον διαβήτη και τις καρδιοπάθειες,  η νέα ασθένεια της εποχής. Οι ψυχολόγοι δεν είναι το ίδιο ταμπού με τότε. Το κάπνισμα είναι εκτός μόδας. Τα ναρκωτικά όχι. Τα “γκομενικά”  ανθίζουν μέσω εφαρμογών κι όχι στα μπαρ και μαραίνονται, αντιστοίχως, εκεί. Πολλά. Μπορώ να σκεφτώ, όμως, έστω δύο στοιχεία, τα οποία με την ίδια ένταση, παραμένουν ίδια από το 2009, και είναι η επιθυμία του ανθρώπου να τα έχει όλα και η φρίκη που νιώθει απέναντι στη φθορά».

Λίγα λόγια για την ηρωίδα;

«Η “Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α.” δεν είναι άνθρωπος. Είναι αρκτικόλεξο, εμπνευσμένο από το όνομα της πρωταγωνίστριας της πρώτης παράστασης, την Μαρία  Πρωτόπαπα. Στη δική μας παράσταση θα μπορούσε το Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α. να γίνει Κ.Ι.Τ.Τ.Ο.Υ.Λ.Α., μιας και η ηθοποιός ονομάζεται Κίττυ Παϊταζόγλου. Η ηρωίδα, λοιπόν, είναι ένας άνθρωπος με διογκωμένη φαντασία, με θάρρος, θράσος, δύναμη και συγκλονιστικό χιούμορ, το οποίο στρέφει σαν όπλο πάνω μας, αλλά και πάνω της. Η σχέση της με τη γλώσσα είναι συγκλονιστική. Γεννάει λέξεις κι ο τρόπος που τις χρησιμοποιεί είναι πέρα από πολίτικαλ κορέκτ, πέρα από τις ταμπέλες. Ψάχνει να φτιάξει μουσική».

Πόσο την επηρέασε η πανδημία, η οικονομική κρίση, οι influencers και ποιο το κυριότερό της αίτημα;

«Την επηρέασαν όλα. Το κυριότερο της αίτημα, πιστεύω, είναι να γινόταν να μην τα βλέπει όλα μέτρια. Μάπα, όπως το καρπούζι».

Τι μπορεί να την ανακουφίσει;

«Ένα ρεφρέν και, πολύ περισσότερο, ένας νταλκάς».

Τι λειτουργεί για εσάς ανακουφιστικά, ως δημιουργό αλλά και ως άνθρωπο;

«Ο δρόμος».

Τελικά, ένα ρεφρέν μπορεί να σου αλλάξει τη ζωή;

«Πιστεύω στη δύναμη του τραγουδιού. Στην ποίηση και στη δύναμη της γλώσσας και της μουσικής. Πιστεύω ότι μπορεί, ναι».

Αν η δική σας ζωή είχε ένα soundtrack, ποιο θα ήταν αυτό;

«Η “Τρίτη Συμφωνία” του Mahler, η “Αρχόντισσα” του Βασίλη Τσιτσάνη κι το “Suzanne” του Leonard Cohen,  τραγουδισμένο από τον Nick Cave ή, κάποιες άλλες μέρες, από τη Φλέρυ Νταντωνάκη».

Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]