Έχοντας περάσει πια σε μια νέα φάση της πανδημίας, με την επιστήμη να έχει θέσει αρκετά «όπλα» στον πόλεμο κατά του νέου κορωνοϊού, από τα χαρακτηριστικά που παρατηρούνται είναι η εξασθένηση της ανοσίας με την πάροδο του χρόνου και οι λοιμώξεις μεταξύ εμβολιασμένων- νοσώντας, ωστόσο, πιο ελαφριά και μακριά από το νοσοκομείο. Γι’ αυτό και αρκετές χώρες «τρέχουν» προγράμματα χορήγησης τρίτης δόσης, ανανεώνοντας τη δυναμική της ανοσίας.
Έχοντας περάσει πια σε μια νέα φάση της πανδημίας, με την επιστήμη να έχει θέσει αρκετά «όπλα» στον πόλεμο κατά του νέου κορωνοϊού, από τα χαρακτηριστικά που παρατηρούνται είναι η εξασθένηση της ανοσίας με την πάροδο του χρόνου και οι λοιμώξεις μεταξύ εμβολιασμένων- νοσώντας, ωστόσο, πιο ελαφριά και μακριά από το νοσοκομείο. Γι’ αυτό και αρκετές χώρες «τρέχουν» προγράμματα χορήγησης τρίτης δόσης, ανανεώνοντας τη δυναμική της ανοσίας.
Σύμφωνα με τη COVID Symptom Study, τα πέντε πιο κοινά συμπτώματα λοίμωξης εμβολιασμένου είναι ο πονοκέφαλος, η καταρροή, το φτέρνισμα, ο πονόλαιμος και η απώλεια όσφρησης.
Τα άτομα που δεν έχουν εμβολιαστεί εκδηλώνουν παρόμοια συμπτώματα, με τα δύο πιο συνηθισμένα να είναι ο πυρετός και ο επίμονος βήχας. Αυτά τα δύο «κλασικά» συμπτώματα του Covid-19 εμφανίζονται πολύ λιγότερο μεταξύ των εμβολιασμένων που νοσούν με κορωνοϊό.
Τα εμβολιασμένα άτομα είναι επίσης λιγότερο πιθανό να νοσηλευτούν στο νοσοκομείο εάν εμφανίσουν Covid-19. Είναι επίσης πιθανό να έχουν λιγότερα συμπτώματα κατά τα αρχικά στάδια της νόσου και είναι λιγότερο πιθανό να αναπτύξουν long Covid.
Τι αυξάνει όμως τον κίνδυνο μόλυνσης, ακόμα και στην περίπτωση που κάποιος έχει εμβολιαστεί;
Τέσσερις παράγοντες φαίνεται να συμβάλλουν στο πόσο καλά προστατευμένος είναι κάποιος από τον εμβολιασμό:
1. Ο τύπος του εμβολίου
Ο πρώτος παράγοντας αφορά το ίδιο το σκεύασμα που έχει χορηγηθεί σε κάποιον, τον συγκεκριμένο τύπο του εμβολίου και τη σχετική μείωση κινδύνου που προσφέρει ο κάθε τύπος. Η μείωση του σχετικού κινδύνου είναι ένα μέτρο του πόσο ένα εμβόλιο μειώνει τον κίνδυνο να εμφανίσει κάποιος Covid-19 σε σύγκριση με κάποιον που δεν εμβολιάστηκε.
Κλινικές δοκιμές διαπίστωσαν ότι το εμβόλιο της Moderna μειώνει τον κίνδυνο ενός ατόμου να αναπτύξει συμπτωματικό Covid-19 κατά 94%, ενώ το εμβόλιο Pfizer κατά 95%. Τα εμβόλια των Johnson & Johnson και AstraZeneca είχαν λιγότερο καλή απόδοση, μειώνοντας αυτόν τον κίνδυνο κατά περίπου 66% και 70%, αντίστοιχα (αν και η προστασία που προσφέρεται από το εμβόλιο AstraZeneca φάνηκε να αυξάνεται στο 81% όταν τηρούνταν μεγαλύτερο διάστημα μεταξύ των δύο δόσεων).
2. Ο χρόνος του εμβολιασμού
Γίνεται όλο και πιο προφανές ότι το χρονικό διάστημα από τον εμβολιασμό είναι επίσης σημαντικός παράγον τας και ένας από τους λόγους που έχει γίνει δημοφιλής η εκστρατεία χορήγησης ενισχυτικών δόσεων.
Η αρχική έρευνα, υποδηλώνει ότι η προστασία του εμβολίου της Pfizer μειώνεται μετά το πέρας έξι μηνών μετά τον εμβολιασμό. Μελέτη από το Ισραήλ καταλήγει επίσης σε παρόμοιο συμπέρασμα.
3. Οι παραλλαγές του κορωνοϊού
Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας είναι η παραλλαγή του ιού που έχει επικρατήσει στην παρούσα φάση. Η αποτελεσματικότητα των εμβολίων στη μείωση του κινδύνου υπολογίστηκε σε μεγάλο βαθμό με τη δοκιμή των σκευασμάτων απέναντι στην αρχική μορφή του κορωνοϊού.
Έκτοτε επικράτησε η παραλλαγή Άλφα και στη συνέχεια η Δέλτα. Δεδομένα από τη Δημόσια Υγεία της Αγγλίας υποδηλώνουν ότι δύο δόσεις του εμβολίου της Pfizer είναι ελαφρώς λιγότερο αποτελεσματικές, μειώνοντας τον κίνδυνο εμφάνισης συμπτωμάτων Covid-19 κατά 93%. Εναντίον του στελέχους της Δέλτα, το επίπεδο προστασίας πέφτει ακόμη περισσότερο, στο 88%. Το εμβόλιο AstraZeneca επηρεάζεται επίσης με αυτόν τον τρόπο.
Σύμφωνα με τη COVID Symptom Study, με τη Δέλτα, στις δύο έως τέσσερις εβδομάδες μετά τη λήψη της δεύτερης δόσης του εμβολίου της Pfizer, υπάρχουν περίπου 87% λιγότερες πιθανότητες να εμφανίσει κανείς συμπτώματα Covid-19. Μετά από τέσσερις έως πέντε μήνες, το ποσοστό αυτό πέφτει στο 77%.
4. Το ανοσοποιητικό μας σύστημα
Να σημειωθεί ότι όλα αυτά τα στοιχεία αναφέρονται στη μέση μείωση του κινδύνου σε έναν πληθυσμό. Ο κίνδυνο που διατρέχει ο καθένας ξεχωριστά θα εξαρτηθεί από τα επίπεδα ανοσίας και άλλους συγκεκριμένους παράγοντες που αφορούν το κάθε άτομο (όπως το πόσο εκτεθειμένος είναι κάποιος στον ιό, που μπορεί να καθοριστεί από τη δουλειά).
Η ανοσολογική φυσική κατάσταση μειώνεται επίσης συνήθως με την ηλικία. Μακροχρόνιες ιατρικές καταστάσεις μπορεί επίσης να επηρεάσουν αρνητικά την ανταπόκρισή μας στον εμβολιασμό. Ως εκ τούτου, οι ηλικιωμένοι ή τα άτομα με εξασθενημένο ανοσοποιητικό σύστημα μπορεί να έχουν χαμηλότερα επίπεδα προστασίας έναντι του Covid-19 που προκαλείται από το εμβόλιο ή μπορεί να δουν την προστασία τους να μειώνεται πιο γρήγορα.
Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι οι πιο ευάλωτοι κλινικά έλαβαν πρώτοι τα εμβόλιά τους, πιθανώς πριν από οκτώ μήνες, γεγονός που μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο να εμφανίσουν νέα λοίμωξη λόγω μείωσης της προστασίας.
naftemporiki.gr με πληροφορίες από WEF