Το Ακυρωτικό Δικαστήριο της Ιταλίας έδωσε σήμερα το «πράσινο φως» στους εισαγγελείς για να ασκήσουν έφεση κατά προηγούμενης δικαστικής απαλλαγής του πρώην πρωθυπουργού Σίλβιο Μπερλουσκόνι, το 2004, σε δίκη για δωροδοκία δικαστών για να εμποδίσουν την πώληση της κρατικής εταιρείας τροφίμων SME σε αντίπαλο επιχειρηματία.
Το σίριαλ που οδηγεί τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι από δικαστήριο σε δικαστήριο διαρκεί δεκαπέντε χρόνια.
Ο πλουσιότερος άνθρωπος της Ιταλίας διώκεται μαζί με 13 ακόμη άτομα και για μια υπόθεση αγοράς κινηματογραφικών δικαιωμάτων από τον τηλεοπτικό
του όμιλο, τη Mediaset. Τα γεγονότα, που αφορούν την περίοδο 1994-1999, θα παραγραφούν αν το σύνολο της δικαστικής διαδικασίας δεν ολοκληρωθεί μέχρι τον Νοέμβριο. Κάτι τέτοιο όμως θεωρείται αδύνατο στο ιταλικό δικαστικό σύστημα. Πολλοί είναι οι μηχανισμοί που χρησιμεύουν στην επιβράδυνση της δικαιοσύνης, όπως για παράδειγμα να παραμένεις το μέγιστο δυνατό διάστημα contumace, δηλαδή να απέχεις από τη διαδικασία, έως ότου μια μέρα προχωρήσεις σε μια «αυθόρμητη κατάθεση». Ο ίδιος ο Μπερλουσκόνι χρησιμοποίησε αυτή τη διαδικασία το 2003, όταν δικαζόταν για διαφθορά δικαστών.
Η δεύτερη τεχνική είναι πολιτική. Τουλάχιστον έξι νόμοι που αφορούν τη
δικαιοσύνη και ψηφίστηκαν από το προηγούμενο κοινοβούλιο χρησιμοποιήθηκαν υπέρ του Μπερλουσκόνι και των συγκατηγορουμένων του. Ορισμένες από τις «φωτογραφικές» διατάξεις που ψηφίστηκαν, πάντως, προσέκρουσαν στην αντίρρηση του τότε προέδρου της Δημοκρατίας, του Κάρλο Ατζέλιο Τσάμπι. Αυτό συνέβη, για παράδειγμα, με τον νόμο που προέβλεπε προσωρινή αμνησία για τους πέντε ανώτερους αξιωματούχους του Κράτους, στους οποίους περιλαμβάνεται βέβαια και ο πρωθυπουργός. Ο νόμος χαρακτηρίστηκε αντισυνταγματικός ύστερα από τη διενέργεια δημοψηφίσματος.
Ολο αυτό το τεχνικό και νομοθετικό οπλοστάσιο χρησιμοποιήθηκε σε συνδυασμό με συστηματικές πολιτικές πιέσεις στους δικαστές, οι οποίοι χαρακτηρίζονταν κατά καιρούς «τρελοί» ή «κόκκινοι» και αναγκάζονταν να δικαιολογούνται συνεχώς.