Η πολιτική κουλτούρα μας χαρακτηρίζεται από τη διαπάλη παραδοσιακών και εκσυγχρονιστικών τάσεων, που διατρέχουν οριζόντια τα κόμματα. Δεν πρόκειται για ελληνική ιδιαιτερότητα, καθώς αντίστοιχες συγκρούσεις παρατηρούνται και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ιδίως του Νότου. Εκείνο που μοιάζει να χαρακτηρίζει, όμως, το εγχώριο πολιτικό σύστημα είναι η εργαλειακή χρήση πολιτικών όρων και μεθόδων προκειμένου να ικανοποιηθούν ταυτόχρονα παραδοσιακά και εκσυγχρονιστικά προτάγματα, γράφει ο Μιχάλης Χατζηκωνσταντίνου.
Από την έντυπη έκδοση
Του Μιχάλη Χατζηκωνσταντίνου
[email protected]
Η πολιτική κουλτούρα μας χαρακτηρίζεται από τη διαπάλη παραδοσιακών και εκσυγχρονιστικών τάσεων, που διατρέχουν οριζόντια τα κόμματα. Δεν πρόκειται για ελληνική ιδιαιτερότητα, καθώς αντίστοιχες συγκρούσεις παρατηρούνται και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ιδίως του Νότου. Εκείνο που μοιάζει να χαρακτηρίζει, όμως, το εγχώριο πολιτικό σύστημα είναι η εργαλειακή χρήση πολιτικών όρων και μεθόδων προκειμένου να ικανοποιηθούν ταυτόχρονα παραδοσιακά και εκσυγχρονιστικά προτάγματα.
Αφορμή για τα παραπάνω αποτέλεσε το πρωτοφανές ενδεχόμενο κατάθεσης δύο προτάσεων, μία από τον ΣΥΡΙΖΑ και μία από τη Ν.Δ., για τη συγκρότηση εξεταστικών επιτροπών που θα διερευνήσουν τη διανομή κρατικού χρήματος σε Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και εταιρείες δημοσκοπήσεων. Ως γνωστόν, αυτή η προοπτική προκύπτει από το αναθεωρημένο άρθρο 68 παρ. 2 του Συντάγματος που δίνει τη δυνατότητα σύστασης εξεταστικών επιτροπών σε περίπτωση συγκέντρωσης τουλάχιστον 120 ψήφων, ανεξαρτήτως πλειοψηφίας.
Όπως καθίσταται προφανές, το συγκεκριμένο άρθρο, που το είχε εισηγηθεί η Ν.Δ., έχει ως στόχο να ενισχύσει το δικαίωμα της μειοψηφίας να ελέγχει τα κυβερνητικά πεπραγμένα. «Είναι όπλο και προνόμιο της εκάστοτε αντιπολίτευσης, κυρίως της αξιωματικής, προκειμένου να ελέγξει έργα και ημέρες της κυβέρνησης όσον αφορά υποθέσεις μεγάλου δημόσιου ενδιαφέροντος» είχε τονίσει χαρακτηριστικά τον Δεκέμβριο του 2018 η Ν.Δ. στο πλαίσιο των συζητήσεων για τη συνταγματική αναθεώρηση.
Όλα αυτά βέβαια είχαν ειπωθεί επί θεωρητικής βάσης σε ανύποπτο πολιτικό χρόνο. Τώρα η πολιτική ανάγκη κάνει την πλειοψηφία να βλέπει τα πράγματα διαφορετικά. Έτσι, το μέχρι χθες αδιανόητο ενδεχόμενο των δύο εξεταστικών για παρεμφερές θέμα καθίσταται πλέον σοβαρότατη πιθανότατα, παρά τον εμφανή κίνδυνο εκφυλισμού των κοινοβουλευτικών διαδικασιών.
Με απλά λόγια, το πολιτικό σύστημα προώθησε μια προωθημένη και καλοδεχούμενη διάταξη για τα δικαιώματα της μειοψηφίας, αλλά όταν ήρθε η κρίσιμη ώρα να την εφαρμόσει αποδείχτηκε ότι δεν μπορεί να την αντέξει. Ο εκσυγχρονιστικός στόχος μένει λοιπόν «στα χαρτιά» και επικρατεί για μία ακόμη φορά η παραδοσιακή οπτική, που θέτει το παραταξιακό συμφέρον πάνω από όλα. Και έτσι οι δύο εξεταστικές θα αποδείξουν ότι η χώρα παραμένει ίδια…