Το 2020 αναγορεύθηκαν 1.681 νέοι διδάκτορες από ελληνικά ΑΕΙ, σύμφωνα με τα στοιχεία του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης. Όπως τονίζουν οι αναλυτές του ΕΚΤ πρόκειται για την αιχμή του ανθρώπινου ερευνητικού δυναμικού της χώρας, με πολύ υψηλό επίπεδο τυπικών και ουσιαστικών προσόντων, δεξιοτήτων και εξειδικευμένων γνώσεων. Ζητούμενο πάντα παραμένει η αξιοποίηση αυτής της γνώσης που αποτελεί το κύριο «καύσιμο» του μετασχηματισμού της χώρας και το ανθρώπινο δυναμικό υψηλής εξειδίκευσης είναι ο βασικός παραγωγός αυτού του «καυσίμου».
Της Λέττας Καλαμαρά
Το 2020 αναγορεύθηκαν 1.681 νέοι διδάκτορες από ελληνικά ΑΕΙ, σύμφωνα με τα στοιχεία του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης. Όπως τονίζουν οι αναλυτές του ΕΚΤ πρόκειται για την αιχμή του ανθρώπινου ερευνητικού δυναμικού της χώρας, με πολύ υψηλό επίπεδο τυπικών και ουσιαστικών προσόντων, δεξιοτήτων και εξειδικευμένων γνώσεων. Ζητούμενο πάντα παραμένει η αξιοποίηση αυτής της γνώσης που αποτελεί το κύριο «καύσιμο» του μετασχηματισμού της χώρας και το ανθρώπινο δυναμικό υψηλής εξειδίκευσης είναι ο βασικός παραγωγός αυτού του «καυσίμου».
Συγκριτικά με τις προηγούμενες χρονιές, το 2019 είχαν αγορευτεί 1.685 διδάκτορες, το 2018 1.624 και το 2017 1.650. Το 2009 ήταν η χρονιά αγόρευσης των περισσότερων διδακτόρων τα τελευταία 15 χρόνια στην Ελλάδα και σε απόλυτο αριθμό ανήλθαν στους 2.274 διδάκτορες. Σταθερά, το ΕΚΠΑ και το ΑΠΘ αποτελούν τα πανεπιστήμια στα οποία εκπονούνται οι περισσότερες διδακτορικές διατριβές, ενώ ακολουθούν, με εναλλαγές μεταξύ των ετών, το ΕΜΠ και το Πανεπιστήμιο Πατρών.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του 2020, οι περισσότεροι από τους νέους διδάκτορες έλαβαν το διδακτορικό τους από ιδρύματα της Περιφέρειας Αττικής, ενώ ακολουθούν οι Περιφέρειες Κεντρικής Μακεδονίας, Δυτικής Ελλάδας, Θεσσαλίας, Ηπείρου και Κρήτης. Στο ΕΚΠΑ και το ΑΠΘ εκπονήθηκαν οι περισσότερες διδακτορικές διατριβές με ποσοστά 24,9% και 20,2%, αντίστοιχα. Ακολουθούν οι διδάκτορες που υποστήριξαν τη διατριβή τους στο Πανεπιστήμιο Πατρών, στο ΕΜΠ, στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, και το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων (ποσοστά από 5,7% έως 7,9%).
Τα μερίδια των υπόλοιπων Πανεπιστημίων, από τα οποία αναγορεύθηκαν οι διδάκτορες το 2021 είναι χαμηλότερα του 5%. Οι περισσότερες διατριβές αφορούν στην Ιατρική και τις Επιστήμες Υγείας (30,8%), ενώ ακολουθούν οι Κοινωνικές Επιστήμες (24,7%), οι Φυσικές Επιστήμες (22,3%). Χαμηλότερα ποσοστά καταλαμβάνουν οι Ανθρωπιστικές Επιστήμες και Τέχνες (14,8%), οι Επιστήμες Μηχανικού και Τεχνολογία (14,7%), και οι Γεωπονικές Επιστήμες και Κτηνιατρική (2,7%). Η Ελλάδα είναι η χώρα γέννησης των φοιτητών που απέκτησαν τον διδακτορικό τίτλο από ελληνικά ΑΕΙ το 2020 σε ποσοστό 93,3%. Βάσει των στοιχείων, το 98,0% των διδακτόρων έτους 2020 των ελληνικών ΑΕΙ έχουν ελληνική ιθαγένεια και το 2,0% μη ελληνική.
Χρηματοδότηση
Σύμφωνα με την ανάλυση του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης αυξητική είναι η σημασία της υποτροφίας από ελληνικό ίδρυμα, ως βασική πηγή χρηματοδότησης των διδακτορικών σπουδών τα τελευταία χρόνια. Το 2020 για το 37,9% των νέων διδακτόρων βασική πηγή χρηματοδότησης των διδακτορικών σπουδών τους ήταν οι προσωπικές αποταμιεύσεις και η υποστήριξη από την οικογένεια, ενώ για το 33,7% ήταν η λήψη υποτροφίας από ελληνικό ίδρυμα. Η πλειονότητα των διδακτόρων του 2020 ολοκλήρωσαν τη διατριβή τους στα 4 έτη (20,3%). Ακολουθούν κατά σειρά όσοι χρειάστηκαν 5 και 6 έτη για την ολοκλήρωση της διατριβής τους (αμφότερα 16,2%), καθώς και πάνω από 10 έτη (14,3%).
Καταγράφεται δε ένα ποσοστό 6,1% των διδακτόρων που ολοκλήρωσε τη διατριβή του σε διάστημα 3 ετών. Αξίζει πάντως να σημειωθεί πως στην περίπτωση όσων ολοκλήρωσαν τις σπουδές τους σε 4-5 έτη η υποτροφία από ελληνικό ίδρυμα ήταν η βασική πηγή χρηματοδότησης. Στις υπόλοιπες χρονικές ομαδοποιήσεις (3 έτη, 6-9 έτη και 10 έτη και πάνω) μεγαλύτερη ήταν η σημασία των προσωπικών αποταμιεύσεων και της οικογενειακής υποστήριξης ως πηγή χρηματοδότησης. Σύμφωνα με τις αποκρίσεις όσων δήλωσαν πως διέμειναν στο εξωτερικό κατά τη διάρκεια της εκπόνησης της διδακτορικής τους διατριβής, το 63,5% εγκαταστάθηκε στο εξωτερικό στο πλαίσιο της διδακτορικής του/της έρευνας, το 22,3% μετακινήθηκε για αναζήτηση θέσης εργασίας, ενώ το 6,0% για οικογενειακούς/προσωπικούς λόγους.
Φύλο και ηλικία
Οι άνδρες νέοι διδάκτορες υπερτερούν οριακά των γυναικών με ποσοστό 50,7% έναντι 49,3%. Οι περισσότεροι από τους νέους διδάκτορες, κατά το έτος 2020, ανήκουν στην ηλικιακή ομάδα 35-44 ετών (40,4%), ενώ ακολουθούν όσοι είναι από 25 έως 34 ετών (35,3%). Στις ηλικιακές κατηγορίες 25-34 ετών, 35-44 ετών και 55-64 ετών οι άντρες υπερτερούν των γυναικών, κάτι που αντιστρέφεται μόνο στην ηλικιακή κατηγορία 45-54 ετών, όπου υψηλότερο ποσοστό σημειώνουν οι γυναίκες διδάκτορες. Στα πεδία των Κοινωνικών Επιστημών, των Ανθρωπιστικών Επιστημών, καθώς και της Ιατρικής και των Επιστημών Υγείας καταγράφεται υπεροχή των γυναικών (59,5%, 54,7% και 50,3%, αντίστοιχα).
Οι άνδρες υπερτερούν στα πεδία των Επιστημών Μηχανικού και Τεχνολογία, των Φυσικών Επιστημών και στις Γεωπονικές Επιστήμες (66,7%, 55,2% και 51,4%, αντίστοιχα). Για το 38,5% των νέων διδακτόρων, τουλάχιστον ό ένας από τους γονείς είναι κάτοχος πανεπιστημιακού πτυχίου, για το 31,9% είναι απόφοιτος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, για το 10,4% είναι απόφοιτος πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Επίσης, για το 8,0% είναι κάτοχος διδακτορικού τίτλου και για το 7,8% κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου.