Σε 341,086 δισ. ευρώ ή 206,3% του ΑΕΠ ανήλθε στο τέλος του 2020 το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης, ενώ το έλλειμμα, σύμφωνα με το ESA 2010, ανήλθε σε 16,674 δισ. ευρώ ή 10,1% του ΑΕΠ. Αυτό προκύπτει από τη δεύτερη κοινοποίηση των δημοσιονομικών μεγεθών της χώρας από την ΕΛΣΤΑΤ στη Eurostat, στο πλαίσιο της Διαδικασίας Υπερβολικού Ελλείμματος.
Σε 341,086 δισ. ευρώ ή 206,3% του ΑΕΠ ανήλθε στο τέλος του 2020 το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης, ενώ το έλλειμμα, σύμφωνα με το ESA 2010, ανήλθε σε 16,674 δισ. ευρώ ή 10,1% του ΑΕΠ. Αυτό προκύπτει από τη δεύτερη κοινοποίηση των δημοσιονομικών μεγεθών της χώρας από την ΕΛΣΤΑΤ στη Eurostat, στο πλαίσιο της Διαδικασίας Υπερβολικού Ελλείμματος.
Η Ελλάδα σε ευρωπαϊκό επίπεδο
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, το 2020 η Ελλάδα κατέχει τη δεύτερη θέση ως προς το ύψος του ελλείμματος και την πρώτη σε επίπεδο χρέους. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, το 2020 το έλλειμμα διαμορφώθηκε στο 10,1% του ΑΕΠ με το υψηλότερο να καταγράφεται στην Ισπανία που ήταν 11% του ΑΕΠ.
Δεκατρείς χώρες είδαν το 2020 το χρέος τους να ξεπερνά το 60% του ΑΕΠ, με την Ελλάδα να καταλαμβάνει την πρώτη θέση με ποσοστό 206,3% του ΑΕΠ. Ακολουθούν η Ιταλία με χρέος 155,6% του ΑΕΠ, η Πορτογαλία με 135% του ΑΕΠ και η Ισπανία με ποσοστό χρέους πέρυσι στο 120% του ΑΕΠ.
Σε σχέση με τα στοιχεία που κοινοποιήθηκαν τον περασμένο Απρίλιο, το χρέος εμφανίζεται τον Οκτώβριο αυξημένο κατά 0,7 μονάδες (ήταν 205,6% του ΑΕΠ) και το έλλειμμα είναι αυξημένο κατά 0,4 μονάδες (ήταν 9,7% του ΑΕΠ).
Η μεταβολή του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ οφείλεται αποκλειστικά στην αναθεώρηση
Σύμφωνα, επίσης, με τις αναθεωρήσεις που έγιναν από την ΕΛΣΤΑΤ τα προηγούμενα έτη, το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης ανήλθε σε 179,5% του ΑΕΠ το 2017, σε 186,4% του ΑΕΠ το 2018 και σε 180,7% του ΑΕΠ το 2019. Ενώ υπήρξε πλεόνασμα (αντί ελλείμματος) ύψους 0,6% του ΑΕΠ το 2017, ύψους 0,9% του ΑΕΠ το 2018 και ύψους 1,1% του ΑΕΠ το 2019. Οι αναθεωρήσεις στο αποτέλεσμα των ετών 2017- 2020 οφείλονται κυρίως σε επικαιροποιημένα στοιχεία, σε μεθοδολογικές αλλαγές στην ταξινόμηση κάποιων ειδικών συναλλαγών και στην αναθεώρηση του ΑΕΠ. Η μεταβολή του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ οφείλεται αποκλειστικά στην αναθεώρηση του ΑΕΠ.
Το ΑΕΠ ανήλθε πέρυσι σε 165,326 δισ. ευρώ από 183,250 δισ. ευρώ το 2019. Τα έσοδα της Γενικής Κυβέρνησης ανήλθαν πέρυσι σε 82,197 δισ. ευρώ (49,72% του ΑΕΠ) από 89,823 δισ. ευρώ (49,02% του ΑΕΠ) το 2019. Ενώ οι δαπάνες της Γενικής Κυβέρνησης διαμορφώθηκαν πέρυσι σε 98,871 δισ. ευρώ (59,8% του ΑΕΠ) από 87,758 δισ. ευρώ (47,89% του ΑΕΠ) το 2019, λόγω και των μέτρων στήριξης για την πανδημία.
Παράλληλα, το 2019 η υποστήριξη των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων είχε θετική επίπτωση στο ισοζύγιο της Γενικής Κυβέρνησης. Αυτό οφείλεται στο ότι οι δεδουλευμένες αμοιβές που προκύπτουν από τις εγγυήσεις του διατραπεζικού δανεισμού και του συστήματος ομολογιακών δανείων, καθώς και τα έσοδα από τις προνομιούχες μετοχές των τραπεζών, ήταν υψηλότερα από τις δεδουλευμένες δαπάνες. Αντιθέτως, στα έτη 2017, 2018 και 2020 η δαπάνη της υποστήριξης ήταν μεγαλύτερη από τα σχετικά έσοδα.
Ποια στοιχεία αντιμετωπίζονται διαφορετικά
Όπως επισημαίνει η ΕΛΣΤΑΤ, η μέτρηση του πρωτογενούς ισοζυγίου όπως καθορίζεται στο πλαίσιο του Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής για την Ελλάδα δεν υπολογίζεται από την ΕΛΣΤΑΤ και δεν κοινοποιείται στη Eurostat. Καθώς, κατά τη μέτρηση του πρωτογενούς ισοζυγίου στο πλαίσιο του Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής, μια σειρά από δαπάνες και έσοδα αντιμετωπίζονται διαφορετικά από ό,τι αντιμετωπίζονται κατά την κατάρτιση των δημοσιονομικών στοιχείων για τους σκοπούς της Διαδικασίας Υπερβολικού Ελλείμματος.
Συγκεκριμένα, τα στοιχεία που αντιμετωπίζονται διαφορετικά στο πλαίσιο του Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής περιλαμβάνουν τα έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις περιουσιακών στοιχείων, συναλλαγές για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και τα έσοδα από μεταφορές ποσών που συνδέονται με εισοδήματα των εθνικών κεντρικών τραπεζών της ευρωζώνης, τα οποία προέρχονται από την κατοχή ελληνικών κρατικών ομολόγων στα επενδυτικά τους χαρτοφυλάκια.