Η ελληνική κυβέρνηση παρουσίασε τον Ιούνιο του 2021 στο Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής (ΜΠΔΣ) 2022-2025 τους στόχους της για την αποκατάσταση των δημοσιονομιών ανισορροπιών της χώρας. Πιο συγκεκριμένα, τo ΜΠΔΣ στοχεύει σε πρωτογενές έλλειμμα 0,5% το 2022 και σε πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 2% του ΑΕΠ το 2023, 2,8% του ΑΕΠ το 2024 και 3,7% του ΑΕΠ το 2025. Γράφει ο Δημήτρης Παπαδημούλης.
Του Δημήτρη Παπαδημούλη*
Η ελληνική κυβέρνηση παρουσίασε τον Ιούνιο του 2021 στο Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής (ΜΠΔΣ) 2022-2025 τους στόχους της για την αποκατάσταση των δημοσιονομιών ανισορροπιών της χώρας. Πιο συγκεκριμένα, τo ΜΠΔΣ στοχεύει σε πρωτογενές έλλειμμα 0,5% το 2022 και σε πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 2% του ΑΕΠ το 2023, 2,8% του ΑΕΠ το 2024 και 3,7% του ΑΕΠ το 2025.
Οι προβλέψεις αυτές μεταφράζονται σε μεγάλη και απότομη δημοσιονομική προσαρμογή που αγγίζει τα 11,3 δισ. για το 2022, τα 16 δισ. έως το 2023, τα 18 δισ. έως το 2024 και, συνολικά, τα 20 δισ. έως το 2025. Από την πλευρά του, το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο, σε σχετική Γνώμη για το ΜΠΔΣ, υπογραμμίζει, αφενός, ότι η επίτευξη των στόχων του ΜΠΔΣ στηρίζεται στην παραδοχή μιας ισχυρής αδιατάρακτης ανάκαμψης για μια πενταετία, και αφετέρου, ότι είναι κρίσιμο να διασφαλιστεί ότι τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της αναπτυξιακής διαδικασίας θα συνεισφέρουν στη μακροχρόνια διατήρησή της.
Η ρεαλιστικότητα αυτής της παραδοχής του ΜΠΔΣ δυστυχώς αμφισβητείται, δεδομένου ότι πολλοί από τους παράγοντες που τροφοδότησαν την ανάκαμψη το 2021, όπως ενδεικτικά, η υλοποίηση αναβεβλημένων δαπανών, τα μέτρα στήριξης νοικοκυριών και επιχειρήσεων, η αύξηση των καταθέσεων και των αποθεμάτων είναι έκτακτοι και δύσκολα θα μπορέσουν να διατηρηθούν με την ίδια ένταση τους επόμενους μήνες. Η διατηρησιμότητα της τρέχουσας αναπτυξιακής δυναμικής τίθεται εν αμφιβόλω και λόγω της αποσύνδεσης των μισθών από την εξέλιξη του πληθωρισμού και εν γένει από την κερδοφορία. Στο προσχέδιο προϋπολογισμού 2022 που κατατέθηκε στη Βουλή, η κυβέρνηση εκτιμά αύξηση 1,1% στον μέσο ονομαστικό μισθό το επόμενο έτος, ενώ ήδη ο πληθωρισμός ξεπερνά το 2%.
Άλλωστε, η πλήρης υποβάθμιση από την κυβέρνηση του κύματος ακριβείας και η μη λήψη μέτρων για την ουσιαστική αντιμετώπισή του αναμένεται να έχουν τεράστιες επιπτώσεις στην αγοραστική δύναμη και στο βιοτικό επίπεδο των νοικοκυριών, και ως εκ τούτου, στη διατήρηση της υψηλής ζήτησης και της ανάκαμψης. Η κυβέρνηση όχι μόνο δεν υπερψήφισε την τροπολογία του ΣΥΡΙΖΑ - ΠΣ για μείωση του ειδικού φόρου κατανάλωσης στο πετρέλαιο θέρμανσης και κίνησης, στο φυσικό αέριο και στη βενζίνη, ως μέτρο αναχαίτισης του κύματος ακρίβειας που πλήττει τους καταναλωτές, αλλά όπως φαίνεται και από το προσχέδιο προϋπολογισμού 2022 αντιμετωπίζει τις ανατιμήσεις ως ευκαιρία για αύξηση φορολογικών εσόδων από έμμεσους φόρους (πρόβλεψη για αύξηση φορολογικών εσόδων κατά 9% το 2022).
Τι θα συμβεί, όμως, εάν διαψευφθεί το βασικό σενάριο της κυβέρνησης για υψηλή και συνεχή ανάκαμψη και μεγέθυνση; Η έκταση της απαιτούμενης προσαρμογής που καλείται να επιτύχει η χώρα θα οδηγήσει σε έναν νέο κύκλο λιτότητας και επώδυνων για τους ασθενέστερους προσαρμογών, που θα θίξει την αναδιανεμητική, επενδυτική και αναπτυξιακή πολιτική του κράτους, οξύνοντας τις ήδη υπάρχουσες κοινωνικές και εισοδηματικές ανισότητες. Οι ανησυχίες για νέο κύκλο λιτότητας θα ενισχυθούν και πιθανότατα θα επιβεβαιωθούν σε περίπτωση που: α. δεν ολοκληρωθούν άμεσα, και οπωσδήποτε πριν την αδρανοποίηση της γενικής ρήτρας διαφυγής στην αρχή του 2023, οι διαπραγματεύσεις για την απλοποίηση των κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας και την αντικατάσταση του από ένα Σύμφωνο Βιώσιμης Ανάπτυξης, Κοινωνικής Συνοχής και Οικονομικής Σύγκλισης και β. αντιστραφεί ο επεκτατικός προσανατολισμός της νομισματικής πολιτικής της ΕΕ μετά και τη λήξη του Προγράμματος Αγοράς Στοιχείων Ενεργητικού λόγω της Πανδημίας (PEPP) της ΕΚΤ, τον Μάρτιο του 2022.
Ανεξάρτητα πάντως από τον ρυθμό και την ένταση της ανάκαμψης που θα επιτευχθεί τα επόμενα έτη, μια σειρά από δεδομένα φαίνεται να συνηγορούν υπέρ της άποψης ότι η ανάπτυξη θα είναι άνιση, ασύμμετρη και αντιφατική.
Τα στοιχεία για τις εξελίξεις στην οικονομία και για τις επιχειρηματικές προσδοκίες φαίνεται να επιβεβαιώνουν τον αυξανόμενο δυισμό της εγχώριας επιχειρηματικής βάσης και τις αυξανόμενες αντιθέσεις, λόγω πανδημίας, μεταξύ μεγάλων και μικρών/ατομικών επιχειρήσεων, μεταξύ επιχειρήσεων που ανήκουν σε αναπτυσσόμενους κλάδους (υγεία, ψηφιακή οικονομία, μεταποίηση) και σε πιο παραδοσιακούς κλάδους (εμπόριο, εστίαση, τουρισμός, πολιτισμός) και μεταξύ των επιχειρήσεων με προνομιακή θέση στην ψηφιακή οικονομία και αυτών που αδυνατούν να συμμετάσχουν ικανοποιητικά σε αυτή. Δυστυχώς όμως, φαίνεται να επιβεβαιώνονται και οι φόβοι και οι ανησυχίες που επανειλημμένως έχουν εκφραστεί στον παρελθόν για την άνιση διάχυση του οφέλους από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, στην εφαρμογή του οποίου βασίζει, σχεδόν αποκλειστικά, η κυβέρνηση την επίτευξη των στόχων του ΜΠΔΣ.
Αξίζει, πάντως, να σημειωθεί ότι οι προβλέψεις της ΝΔ έχουν αρχίσει ήδη να αμφισβητούνται. Έτσι, παρά τις προβλέψεις της για πρωτογενή πλεονάσματα που μπορούν να ξεπεράσουν ακόμη και το 3%, ειδικά μετά το 2023, το ΔΝΤ εκτιμά ότι μέχρι και το 2025 δεν θα υπάρξουν πρωτογενή πλεονάσματα μεγαλύτερα της μίας ποσοστιαίας μονάδας. Η «απαισιοδοξία» του ΔΝΤ όσον αφορά στις δημοσιονομικές επιδόσεις της χώρας αποτυπώνεται και στις προβλέψεις για την εξέλιξη του χρέους αναλογικά με το ΑΕΠ. Στον συγκεκριμένο δείκτη «χρέος προς ΑΕΠ» χτυπάει βέβαια και η λιγότερο αισιόδοξη πρόβλεψη του ΔΝΤ για την πορεία της ελληνικής οικονομίας. Έτσι, το ΔΝΤ προβλέπει ότι το χρέος αναλογικά με το ΑΕΠ θα παραμείνει στην περιοχή του 200% και το 2022, όταν η Κυβέρνηση της ΝΔ προβλέπει αποκλιμάκωσή του στο 190%.
* Ο Δημήτρης Παπαδημούλης είναι Αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Επικεφαλής της Ευρωομάδας του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία, Συντονιστής της Ευρωομάδας της Αριστεράς (Τhe Left) στην Επιτροπή Προϋπολογισμών (BUDG) και μέλος της Ομάδας Εργασίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για τον έλεγχο εφαρμογής του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.