Οι επιχειρήσεις, βαριά «λαβωμένες» από τις οικονομικές συνέπειες της πανδημίας του κορονοϊού αλλά και την 10ετή οικονομική κρίση, καλούνται, πρωτίστως να επιβιώσουν και εν συνεχεία να αναπτυχθούν σε ένα επιχειρηματικό περιβάλλον που απαιτεί την προσαρμογή σε νέα δεδομένα. Νέα δεδομένα που επιβάλουν τον εκσυγχρονισμό και την ενδυνάμωσή τους, με επίκεντρο όχι μόνο την ψηφιοποίηση, αλλά εν γένει την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητάς τους.
Του Γιάννη Χατζηθεοδοσίου*
Οι επιχειρήσεις, βαριά «λαβωμένες» από τις οικονομικές συνέπειες της πανδημίας του κορονοϊού αλλά και την 10ετή οικονομική κρίση, καλούνται, πρωτίστως να επιβιώσουν και εν συνεχεία να αναπτυχθούν σε ένα επιχειρηματικό περιβάλλον που απαιτεί την προσαρμογή σε νέα δεδομένα. Νέα δεδομένα που επιβάλουν τον εκσυγχρονισμό και την ενδυνάμωσή τους, με επίκεντρο όχι μόνο την ψηφιοποίηση, αλλά εν γένει την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητάς τους.
Λαμβάνοντας, ωστόσο, υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας, η προσαρμογή και ουσιαστικά η μετάβαση σε ένα διαφορετικό παραγωγικό μοντέλο απαιτεί χρόνο και προσεκτικό σχεδιασμό. Κι ενώ στο κομμάτι της ψηφιοποίησης, η πανδημία επιτάχυνε τις εξελίξεις και ήδη έχουν γίνει και συνεχίζουν να γίνονται αρκετά βήματα, για τη βελτίωση της παραγωγικότητας των επιχειρήσεων και την επιδίωξη οικονομιών κλίμακας, χρειάζονται πιο αργές, προσεκτικές και μελετημένες κινήσεις.
Η κυβέρνηση κινείται προς αυτήν την κατεύθυνση, με γνώμονα τις συμπράξεις και τις συγχωνεύσεις επιχειρήσεων, συνδέοντάς τες μάλιστα άμεσα με τις δυνατότητες χρηματοδότησης μέσω των κοινοτικών κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης.Μετά τις εξαγγελίες του Πρωθυπουργού στη ΔΕΘ, τέθηκε τις προηγούμενες ημέρες σε δημόσια διαβούλευση το νομοσχέδιο του Υπουργείου Οικονομικών με τίτλο «Κίνητρα ανάπτυξης επιχειρήσεων», το οποίο προβλέπει φορολογικά κίνητρα – μεταξύ των οποίων η απαλλαγή για 3 έτη κατά 30% από την καταβολή φόρου εισοδήματος- με σκοπό τη διευκόλυνση των συνενώσεων, των πάσης φύσεως εταιρικών μετασχηματισμών και συνεργασιών των μικρών και (σε ό,τι αφορά τις συνενώσεις) μεσαίων ελληνικών επιχειρήσεων.
Ως Κεντρική Ένωση Επιμελητηρίων Ελλάδος δεν είμαστε αντίθετοι στην προοπτική συνεργασίας μεταξύ επιχειρήσεων, ακόμα και συγχωνεύσεων. Όταν, ωστόσο, πάνω από το 99% του συνόλου των επιχειρήσεων της χώρας είναι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις, εύκολα αντιλαμβάνεται κάποιος ότι η επιδιωκόμενη αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου δεν μπορεί να συμβεί από τη μία ημέρα στην άλλη. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, στην Ελλάδα το 94,6% των επιχειρήσεων είναι πολύ μικρές (με 0 έως 9 απασχολούμενους), το 4,8% είναι μικρές (με 10 έως 49 απασχολούμενους), και το 0,5% μεσαίες (με 50 έως 249 απασχολούμενους).
Επομένως, αθροιστικά οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις στη χώρα αποτελούν το 99,9% του συνόλου των επιχειρήσεων. Επιπλέον, σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, οι ελληνικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις προσφέρουν το 83% των θέσεων απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα, γεγονός που καταδεικνύει την καθοριστική συμβολή τους στην απασχόληση, αλλά και τις οδυνηρές συνέπειες που μπορεί να έχει ο «ξαφνικός θάνατός» τους. Αυτό που χρειάζεται, επομένως, άμεσα είναι να στηριχθούν οι επιχειρήσεις στον αγώνα επιβίωσης που δίνουν απέναντι στα πολλά και σοβαρά προβλήματα που προκάλεσε η πανδημία, αλλά και το πρόσφατο κύμα ανατιμήσεων.
Για τη στήριξή τους απαιτούνται αφενός ελαφρύνσεις και αφετέρου διευκόλυνση της πρόσβασής τους σε χρηματοδοτικά εργαλεία, και σε καμία περίπτωση αποκλεισμός από αυτά. Πώς άραγε θα βοηθήσουμε τις επιχειρήσεις να σταθούν όρθιες, και γιατί όχι να μεγαλώσουν, χωρίς χρηματοδότηση; Για τη μετάβαση των επιχειρήσεων στην επόμενη μέρα, στην οποία βέβαια θα συμπεριλαμβάνονται και οι συνέργειες και οι συγχωνεύσεις, πρέπει πρώτα να εξασφαλίσουμε την παρουσία τους στο σήμερα.
*Ο Γιάννης Χατζηθεοδοσίου είναι προέδρος της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων Ελλάδος και του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών