Στα μέσα της δεκαετίας του 1990 σ' ένα «προφητικό βιβλίο» που κατέγραφε το οικονομικό θαύμα της Ιαπωνίας των μεταπολεμικών δεκαετιών, ένας από τους κορυφαίους ιστορικούς προέβλεπε ότι ο 21ος αιώνας θα ήταν αναμφίβολα ο αιώνας της Ιαπωνίας. Γράφει ο Δημήτρης Τζάνας.
Από την έντυπη έκδοση
Tου Δημήτρη Τζάνα*
Στα μέσα της δεκαετίας του 1990 σ' ένα «προφητικό βιβλίο» που κατέγραφε το οικονομικό θαύμα της Ιαπωνίας των μεταπολεμικών δεκαετιών, ένας από τους κορυφαίους ιστορικούς προέβλεπε ότι ο 21ος αιώνας θα ήταν αναμφίβολα ο αιώνας της Ιαπωνίας. Γνωρίζουμε όλοι ότι η πρόβλεψη αυτή που ανέφερε ο Paul Kennedy στο βιβλίο του «Προετοιμασία για τον 21ο Αιώνα» δεν εκπληρώθηκε, προσφέροντας μια ακόμα υπενθύμιση για την πανουργία της ιστορίας καθώς ουδέποτε αυτή εξελίσσεται με γραμμικό τρόπο.
Λίγο πριν από το τέλος της δεκαετίας του '90 ο δείκτης Nikkei του Χρηματιστηρίου του Τόκιο πλησίαζε τις 39.000 μονάδες, ενώ παράλληλα είχε εκτοξευθεί και η αξία των ακινήτων, ως αποτέλεσμα του αλόγιστου δανεισμού που είχε προηγηθεί για αγορές περιουσιακών στοιχείων. Η ιαπωνική φούσκα τελικά έσπασε και το χρηματιστήριο κατέρρευσε με τον δείκτη Nikkei να οδηγείται στις αρχές της δεκαετίας του 2000 κάτω από τις 10.000 μονάδες, ενώ ενδιάμεσα διαδοχικές προσπάθειες να υπερβεί τις 20.000 μονάδες δεν τελεσφόρησαν. Η ανάπτυξη επιβραδύνθηκε σημαντικά στη δεκαετία του '90 με τους ρυθμούς μεγέθυνσης που κατεγράφησαν να είναι ακόμα και αρνητικοί. Επιστρατεύθηκε η επεκτατική νομισματική πολιτική και στη συνέχεια ανάλογη δημοσιονομική, οδηγώντας το δημόσιο χρέος στο 100,4% του ΑΕΠ το 2000 έναντι 52,8% το 1990. Οι προσπάθειες της κυβέρνησης για να επιταχυνθεί η οικονομική ανάπτυξη είχε τελικά μικρή επιτυχία με συνέπεια η δεκαετία 1990-2000 να αποκαλείται ως «χαμένη δεκαετία». Η τεχνολογική υπεροχή που είχε καταγράψει η ιαπωνική οικονομία και το μοντέλο του έντονα εξωστρεφούς προσανατολισμού της οικονομίας της σκόνταψαν και η οικονομική πολιτική επικεντρώθηκε στις αναγκαίες ενέργειες για εξυγίανση του υπερτροφικού τραπεζικού συστήματος. Η δυναμική της οικονομίας απολέσθηκε και η υπερχρέωση του δημόσιου τομέα συνεχίσθηκε φτάνοντας στις μέρες μας το ιλιγγιώδες ύψος του 250% ως προς το ΑΕΠ. Παράλληλα η απροθυμία υιοθέτησης μεταρρυθμίσεων δεν βοήθησε στην υπέρβαση της οικονομικής στασιμότητας παρά μόνο όταν επί πρωθυπουργίας Άμπε μετά το 2012 υιοθετήθηκε πλέγμα κατάλληλων μέτρων, τα «Abenomics».
Ερχόμαστε τώρα στα δεδομένα που αποκαλύπτει η αδυναμία εξυπηρέτησης των υποχρεώσεων του κινεζικού κολοσσού Evergrande, με δανειακές υποχρεώσεις που ξεπερνούν τα 300 δισ. δολ., από επίσημες τράπεζες, από το αποκαλούμενο σκιώδες τραπεζικό σύστημα (διάφοροι επενδυτικοί φορείς, ασφαλιστικά ταμεία κοκ), αλλά και από 70.000 χιλιάδες περίπου ιδιώτες που πρόθυμα αγόρασαν τα απατηλά επενδυτικά προϊόντα που εξέδωσε η εταιρεία. Την ίδια ώρα 1,5 εκατομμύριο Κινέζοι δύσκολα θα αποκτήσουν το διαμέρισμά τους με τις προκαταβολές που έχουν καταβάλει. Με δεδομένο ότι στην Κίνα το ΚΚΚ κυβερνά με σιδηρά πυγμή, η επενδυτική κοινότητα θεώρησε ότι θα αποφευχθεί η χρεοκοπία του κινεζικού κολοσσού. Ήδη συντελούνται διάφορες ενέργειες, όπως η πώληση συμμετοχών του, οι συνεννοήσεις με τις τράπεζες για την επίτευξη συμφωνιών για δάνειά του, η παράταση του χρόνου καταβολής ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων, όπως τόκων ομολόγων αλλά και η παροχή ρευστότητας προς την εταιρεία, καθώς οι πάντες αποδέχονται ότι για την Evergrande ισχύει το «too big to fail».
Αποκαλύπτονται έτσι οι τεράστιες παθογένειες του κινεζικού χρηματοοικονομικού συστήματος. Το ύψος των ιδιωτικών χρεών (επιχειρήσεις και νοικοκυριά) φτάνει το 287% του ΑΕΠ, όταν προ δεκαετίας ήταν στο 178%. Ο τομέας real estate της Κίνας έχει φτάσει να συμμετέχει στο 1/3 περίπου του ΑΕΠ της χώρας, συμβάλλοντας στην υπερθέρμανση της οικονομίας, ενώ διαπιστώνεται ότι ο αριθμός των άδειων διαμερισμάτων φτάνει για να στεγάσει άλλα 100 εκατομμύρια άτομα περίπου, σε μια περίοδο που καταγράφεται δημογραφικό πρόβλημα, με τον κινεζικό πληθυσμό να μειώνεται. Αποκαλύπτεται ότι το κανονιστικό πλαίσιο που διέπει τη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος είναι στην καλύτερη περίπτωση ατελές και ουδείς μπορεί να αποφανθεί για την επάρκεια των δεικτών φερεγγυότητας των επίσημων τραπεζών της χώρας. Κατά τον «Economist», ουδείς μπορεί να εγγυηθεί την ασφάλεια του ύψους 50 τρισ. εκατομμυρίων δολαρίων τραπεζικού ενεργητικού από κοινού με το βυζαντινών χαρακτηριστικών σκιώδες χρηματοοικονομικό σύστημα.
Είναι πιθανό επομένως να απαιτείται μια σοβαρή προσπάθεια εξυγίανσης του υπερτροφικού χρηματοπιστωτικού συστήματος που έχει χρησιμοποιηθεί για να επιτυγχάνονται οι επί δεκαετίες διψήφιοι ρυθμοί μεγέθυνσης της κινεζικής οικονομίας. Για το σκοπό αυτό θα χρειασθεί μια περίοδος περισυλλογής για την κινεζική οικονομία, στο πλαίσιο της οποίας θα διαμορφωθεί μια νέα αρχιτεκτονική στο χρηματοοικονομικό της σύστημα που θα περιλαμβάνει τη βελτίωση της εποπτείας, τη διαμόρφωση αυστηρών κανόνων διαχείρισης των κινδύνων και τις αυξημένες απαιτήσεις κεφαλαιακής επάρκειας των φορέων.
Ενέργειες δηλαδή ανάλογες με αυτές που έγιναν στις δυτικές οικονομίες σε συνέχεια της χρηματοοικονομικής κρίσης της περιόδου 2007-2008. Είναι επομένως πιθανό να δούμε την αναστολή της συνέχισης υψηλών ρυθμών μεγέθυνσης της κινεζικής οικονομίας και των πολιτικών που αποσκοπούν στη διεύρυνση της αγοραστικής δύναμης των μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων. Το μοντέλο του κρατικά καθοδηγούμενου, υπερφιλελεύθερου οικονομικά αλλά ανελεύθερου πολιτικά κινεζικού καπιταλισμού είναι ενδεχόμενο να έχει φτάσει στα όριά του, ανατρέποντας τη βεβαιότητα ότι τα επόμενα χρόνια θα καταλάβει με τις επιδόσεις του την πρώτη θέση στην κατάταξη της παγκόσμιας οικονομίας.
*Ο κ. Δημήτρης Τζάνας είναι οικονομολόγος