«Λένε πολλά. Λέγαν πολλά, κι όσο ήμουνα στον κόσμο τον απάνω κι ύστερα που πέθανα. Το μακρύ του ο ένας, το κοντό του ο άλλος. Παραμύθι η ζωούλα μου. Να σέρνει τη δική του γραμμή ο καθένας. Ανερώτηγα. Και πού να μ’ εύρει, να του πω τα λίγα που ήξερα, τα λίγα που πρόφτασα να μάθω. Κι ύστερα, σάμπως μιλάνε οι νεκροί;»
«Το μάγουλο της Παναγίας» του Παντελή Μπουκάλα -μια αυτοβιογραφική εικασία του Γεωργίου Καραϊσκάκη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγρα.
«Λένε πολλά. Λέγαν πολλά, κι όσο ήμουνα στον κόσμο τον απάνω κι ύστερα που πέθανα. Το μακρύ του ο ένας, το κοντό του ο άλλος. Παραμύθι η ζωούλα μου. Να σέρνει τη δική του γραμμή ο καθένας. Ανερώτηγα. Και πού να μ’ εύρει, να του πω τα λίγα που ήξερα, τα λίγα που πρόφτασα να μάθω. Κι ύστερα, σάμπως μιλάνε οι νεκροί;»
Μπορεί ο Γεώργιος Καραϊσκάκης να είναι θρύλος ή μύθος, ωστόσο ο ατίθασος Γιος της Καλογριάς, ο βίαια ή τερπνά ελευθερόστομος Γύφτος, είναι και κάτι πολύ ουσιωδέστερο από αυτό. Είναι ιστορία. Βαριά ιστορία. Ο βίος του, ένοπλος από πολύ μικρή ηλικία και έως τον θάνατό του στο Φάληρο, στις 23 Απριλίου 1827, μας κληροδότησε την πυκνότερη και διαυγέστερη σύνοψη του Αγώνα. Τον πολύτροπο άντρα, τον φιλόδοξο κλέφτη, έναν δαιμόνιο, ποικίλο Έλληνα, τον έκανε επαναστάτη η ίδια η Επανάσταση, με τις τεράστιες ψυχικές και πνευματικές δυνάμεις που απελευθέρωσε.
Το συναρπαστικό όραμα της Επανάστασης –να γίνει πατρίδα ο τόπος, ελεύθερη πατρίδα, και να γίνουν Έλληνες οι Ρουμελιώτες, οι Μοραΐτες, οι νησιώτες, οι ετερόχθονες– στράτευσε από μια στιγμή κι έπειτα κατ’ αποκλειστικότητα τον στρατηγικό νου του Καραϊσκάκη, τα θυελλώδη αισθήματά του, την πανούργα γλώσσα του, που τη χρησιμοποιούσε σαν πολλαπλασιαστή των συντροφικών και πατριωτικών αισθημάτων, σαν όργανο αυθεντικού σαρκασμού και αυτοσαρκασμού ή μεταφορέα του χλευασμού του για τους αντιπάλους του, ομόφυλους και αλλόφυλους. Στράτευσε βέβαια και το σώμα του ο Αγώνας, εξασθενημένο από την πολύχρονη φθίση κι ωστόσο ακμαίο. Επί δεκαετίες, ο ξεγραμμένος από γιατρούς και συντρόφους Καραϊσκάκης περιγελούσε τον θάνατο, τον έκλεβε.
«Ο Καραϊσκάκης δύναται τω όντι να θεωρηθή ως το γνησιώτερον, ούτως ειπείν, προϊόν της Ελληνικής επαναστάσεως» συμπεραίνει αρκετά νωρίς ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, βιογραφώντας τον καπετάνιο, μισό αιώνα μετά τον θάνατό του, για τους υπεύθυνους του οποίου οι μαρτυρίες δεν συμφωνούν. Τα λεγόμενα του ιστορικού τιμούν με την αλήθεια τους έναν παθιασμένο άνθρωπο που δεν δίσταζε να ρίχνεται πρώτος στη μάχη, για να δείχνει εμπράκτως ότι τα αξιώματα υπάρχουν για να υπηρετούμε το κοινό καλό ριψοκινδυνεύοντας, όχι για να απολαμβάνουμε την ασφάλειά τους και τα σαγηνευτικά τους δώρα.
Η αυτοβιογραφική εικασία «Το μάγουλο της Παναγίας», ένα πεζογράφημα θεατρικής μορφής, αρδεύεται εξίσου από τη φαντασία και τις πολλές διαθέσιμες μαρτυρίες, ιστοριογραφήματα, δημοτικά τραγούδια, λαογραφικές αναφορές κ.ά.
«Εγώ τον έφτιαξα τον πόλεμο, ορέ; Εγώ τα σκάρωσα τα χούγια του; Πάππου προς πάππου, έτσι δουλεύει το μαχαίρι. Ή θα σου κόψουν το κεφάλι και θα σε πομπέψουν προτού το παλουκώσουν, ρεζίλι των σκυλιών, ή που θα κόψεις το δικό τους. Η έγνοια μας όλη, αν μας βρει βόλι κακό, να κόψει ο σύντροφός μας το κεφάλι μας, να το θάψει γρήγορα μα σεβαστικά και τραγουδώντας το με την πιο μέσα του φωνή, μην προδοθεί, ή να το πάει στους ανθρώπους μας, να το μοιρολογήσουνε και να το ταφιάσουν, να πάει καθαρό κι αγαπημένο στην καταβόθρα την αχόρταγη, την άπατη, να το γνωρίσουν οι παλιότεροι κατωκοσμίτες, να πέσουν πάνω του να το ρωτήσουν αν έφερε μαζί του δάκρυα να πλυθούν».
Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]