Μια νέα γενετική ανάλυση μπορεί, τελικά, να αποκάλυψε την καταγωγή των Ετρούσκων – ενός μυστηριώδους λαού, του οποίου ο πολιτισμός άκμασε στην Ιταλία, αιώνες πριν από την ίδρυση της Ρώμης.
Μια νέα γενετική ανάλυση μπορεί, τελικά, να αποκάλυψε την καταγωγή των Ετρούσκων – ενός μυστηριώδους λαού, του οποίου ο πολιτισμός άκμασε στην Ιταλία, αιώνες πριν από την ίδρυση της Ρώμης. Ομάδα επιστημόνων ανακάλυψε ότι οι αινιγματικοί Ετρούσκοι ήταν ντόπιοι στην περιοχή, με σχεδόν πανομοιότυπη γενετική με τους λατινόφωνους γείτονές τους.
Το εύρημα αυτό έρχεται σε αντίθεση με προηγούμενες θεωρίες ότι οι Ετρούσκοι –οι οποίοι για αιώνες μιλούσαν μια εξαφανισμένη πλέον, μη ινδοευρωπαϊκή γλώσσα που διέφερε εντυπωσιακά από άλλες γλώσσες της περιοχής– προέρχονταν από κάπου αλλού.
Αντίθετα, και οι δύο ομάδες φαίνεται να είναι μετανάστες από την Ποντιακή – Κασπική στέπα –μια μεγάλη, λεπτή έκταση γης που εκτείνεται από τη βόρεια Μαύρη Θάλασσα γύρω από την Ουκρανία μέχρι τη βόρεια Κασπία Θάλασσα στη Ρωσία. Αφού έφτασαν στην Ιταλία κατά την εποχή του Χαλκού, έμειναν εκεί και αφομοίωσαν άλλες γλώσσες στη δική τους κουλτούρα, καθώς άνθισαν σε έναν μεγάλο πολιτισμό.
Το εύρημα «αμφισβητεί τις απλές υποθέσεις ότι τα γονίδια ισούνται με τις γλώσσες και υποδηλώνει ένα πιο σύνθετο σενάριο, σύμφωνα με το οποίο, οι πρώτοι ομιλητές της ιταλικής γλώσσας αφομοιώθηκαν από την ετρουσκική γλωσσική κοινότητα», ανέφερε σε δήλωσή του ο Ντέιβιντ Καραμέλι, Καθηγητής ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο της Φλωρεντίας.
Με πόλεις τόσο εξελιγμένες όσο αυτές των αρχαίων Ελλήνων, εμπορικά δίκτυα προσοδοφόρα όσο των Φοινίκων και έναν τεράστιο πλούτο που συναγωνιζόταν εκείνον της αρχαίας Αιγύπτου, ο πολιτισμός των Ετρούσκων, η πρώτη γνωστή υπερδύναμη της Δυτικής Μεσογείου, είχε μια λαμπρότητα που συγκρίνεται μόνο με το μυστήριο που περιβάλλει τη γλώσσα και την προέλευσή του.
Η Ετρουρία έφτασε στο απόγειο της δύναμής της στην κεντρική Ιταλία, τον 7ο αιώνα π.Χ., και κυριάρχησε στην περιοχή για αιώνες μέχρι την έλευση της ρωμαϊκής δημοκρατίας, η οποία είχε σχεδόν κατακτήσει τους Ετρούσκους πριν από τα μέσα του 3ου αιώνα π.Χ., αφομοιώνοντάς τους πλήρως μέχρι το 90 π.Χ.
Οι αρχαιολόγοι γνώριζαν από καιρό ότι οι Ετρούσκοι κληροδότησαν στη μετέπειτα Ρωμαϊκή Δημοκρατία τις θρησκευτικές τελετουργίες τους, τη μεταλλοτεχνία, τις μονομαχίες και τις καινοτομίες στην αρχιτεκτονική και τη μηχανική, οι οποίες μετέτρεψαν τη Ρώμη από έναν κάποτε ακατέργαστο οικισμό σε μια μεγάλη πόλη. Ωστόσο, δεν ήταν πολλά γνωστά για τη γεωγραφική προέλευση των Ετρούσκων ή για την αινιγματική, μερικώς κατανοητή γλώσσα τους –γεγονός που τους έκανε να αποτελέσουν αντικείμενο έντονων συζητήσεων για περισσότερα από 2.400 χρόνια.
Ο Ηρόδοτος πίστευε ότι οι Ετρούσκοι κατάγονταν από λαούς της Ανατολίας και του Αιγαίου που κατέφυγαν προς τα δυτικά μετά από λιμό στη σημερινή δυτική Τουρκία. Ένας άλλος Έλληνας ιστορικός, ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς, αντέτεινε ότι ο προ-ρωμαϊκός πολιτισμός, παρά τα ελληνικά έθιμα και τη μη ινδοευρωπαϊκή γλώσσα τους, ήταν γηγενής της ιταλικής χερσονήσου.
Αν και τα πρόσφατα αρχαιολογικά στοιχεία δείχνουν ελάχιστες ενδείξεις μετανάστευσης, τείνουν να συμφωνούν με τη θεωρία του Διονυσίου, ωστόσο «η έλλειψη αρχαίου DNA από την περιοχή έχει καταστήσει τις γενετικές έρευνες ασυνεπείς», αναφέρουν οι ερευνητές της μελέτης στην ανακοίνωσή τους. Για να το λύσουν αυτό, συνέλεξαν αρχαίες γονιδιωματικές πληροφορίες από τα λείψανα 82 ατόμων που έζησαν πριν από 2.800 έως 1.000 χρόνια, σε 12 αρχαιολογικές τοποθεσίες στην κεντρική και νότια Ιταλία.
Αφού συνέκριναν το DNA αυτών των 82 ατόμων με το DNA άλλων αρχαίων και σύγχρονων λαών, οι επιστήμονες ανακάλυψαν ότι, παρά τις διαφορές στα έθιμα και τη γλώσσα, οι Ετρούσκοι και οι Λατίνοι γείτονές τους είχαν παρόμοιο γενετικό προφίλ. Στην πραγματικότητα, η καταγωγή και των δύο ομάδων παραπέμπει σε ανθρώπους που έφτασαν για πρώτη φορά στην περιοχή από την Ποντιακή - Κασπική στέπα κατά την Εποχή του Χαλκού. Αφού αυτοί οι πρώτοι Ετρούσκοι εγκαταστάθηκαν στη βόρεια και ανατολική Ιταλία, η γονιδιακή τους δεξαμενή παρέμεινε σχετικά σταθερή –τόσο κατά την Εποχή του Σιδήρου όσο και κατά την απορρόφηση του πολιτισμού των Ετρούσκων από τη Ρωμαϊκή Δημοκρατία.
Στη συνέχεια, μετά την άνοδο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, υπήρξε μεγάλη εισροή νέων γονιδίων, πιθανότατα ως αποτέλεσμα των μαζικών μεταναστεύσεων που προκάλεσε η αυτοκρατορία.
«Αυτή η γενετική μετατόπιση απεικονίζει σαφώς τον ρόλο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στη μεγάλης κλίμακας μετατόπιση των ανθρώπων σε μια εποχή ενισχυμένης κοινωνικοοικονομικής και γεωγραφικής κινητικότητας προς τα πάνω ή προς τα κάτω», δήλωσε ο Γιοχάνες Κράουζε, διευθυντής του Ινστιτούτου Εξελικτικής Ανθρωπολογίας Max Planck στη Γερμανία.
Τώρα, οι επιστήμονες σχεδιάζουν να διεξάγουν μια ευρύτερη γενετική μελέτη χρησιμοποιώντας αρχαίο DNA από άλλες περιοχές της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Αυτό θα τους βοηθήσει όχι μόνο να προσδιορίσουν περαιτέρω λεπτομέρειες για την προέλευση των Ετρούσκων και της παράξενης, εξαφανισμένης πλέον, γλώσσας τους, αλλά και να ανακαλύψουν τις μετακινήσεις των λαών που μετέτρεψαν τους απογόνους τους στους γενετικά διαφορετικούς πολίτες μιας παγκόσμιας υπερδύναμης.