Προς εκτόνωση φαίνεται να οδεύει η κρίση των υποβρυχίων ανάμεσα στις ΗΠΑ και τη Γαλλία, μετά την προχθεσινή τηλεφωνική επικοινωνία του Αμερικανού προέδρου Τζο Μπάιντεν με τον Γάλλο ομόλογό του Εμανουέλ Μακρόν. Οι αντιπαραθέσεις που άνοιξε ωστόσο η συμφωνία AUKUS και η προσπάθεια αντιμετώπισης της ανερχόμενης κινεζικής οικονομικής, τεχνολογικής και στρατιωτικής επιρροής κάθε άλλο παρά δείχνουν να κοπάζουν, γράφει ο Μωυσής Λίτσης.
Από την έντυπη έκδοση
Του Μωυσή Λίτση
[email protected]
Προς εκτόνωση φαίνεται να οδεύει η κρίση των υποβρυχίων ανάμεσα στις ΗΠΑ και τη Γαλλία, μετά την προχθεσινή τηλεφωνική επικοινωνία του Αμερικανού προέδρου Τζο Μπάιντεν με τον Γάλλο ομόλογό του Εμανουέλ Μακρόν. Οι αντιπαραθέσεις που άνοιξε ωστόσο η συμφωνία AUKUS και η προσπάθεια αντιμετώπισης της ανερχόμενης κινεζικής οικονομικής, τεχνολογικής και στρατιωτικής επιρροής κάθε άλλο παρά δείχνουν να κοπάζουν.
Η πρόσφατη κρίση στις αμερικανογαλλικές σχέσεις παρομοιάζεται από πολιτικούς αναλυτές με την κρίση της «τηγανητής πατάτας», την κρίση δηλαδή στις σχέσεις Ουάσιγκτον-Παρισιού που προκάλεσε η άρνηση της Γαλλίας να μετάσχει στην αμερικανοβρετανική εισβολή στο Ιράκ το 2002-2003.
Αν η αντίδραση τότε του Γάλλου προέδρου Ζακ Σιράκ εδραζόταν στην πεποίθηση πως ο πόλεμος στο Ιράκ ήταν «ένα επικίνδυνο εγχείρημα», η τωρινή αντίδραση της Γαλλίας στη δημιουργία της AUKUS έχει πρόδηλα υλιστικά αίτια: τη ματαίωση της συμφωνίας ύψους 40 δισ. δολαρίων (56 δισ. ευρώ) για την κατασκευή από γαλλική εταιρεία συμβατικών υποβρυχίων στην Αυστραλία.
Μια συμφωνία που εκτός από χρήμα στους μετόχους του γαλλικού ομίλου Naval αποσκοπούσε στην αναβάθμιση της Γαλλίας και έμμεσα της Ε.Ε., ως σημαίνοντος γεωπολιτικού παράγοντα στην περιοχή της Ασίας-Ειρηνικού. Για τον λόγο αυτό άλλωστε η κρίση των υποβρυχίων ανέβασε ακόμη πιο πολύ τις φωνές υπέρ της «ευρωπαϊκής άμυνας», με απώτερο στόχο η Ε.Ε. να λειτουργεί επεμβατικά στα διεθνή μέτωπα ανεξάρτητα από τις ΗΠΑ.
Η αντιπαράθεση ΗΠΑ-Ε.Ε. για το πώς θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί η ανερχόμενη κινεζική επιρροή δεν είναι καινούργια. Το 2015 όλες οι μεγάλες δυνάμεις της Ε.Ε. απέρριψαν τις αμερικανικές πιέσεις και προσχώρησαν στην Ασιατική Τράπεζα Επενδύσεων στις Υποδομές (AIIB), τον επενδυτικό βραχίονα της κινεζικής πρωτοβουλίας για τη δημιουργία του νέου δρόμου του μεταξιού.
Η μεγάλη ιδέα της Κίνας, που υιοθετήθηκε το 2013 ως βασική της στρατηγική επιλογή, προβλέπει δισεκατομμύρια δολάρια σε επενδύσεις στη Μέση Ανατολή και την Κεντρική Ασία και τη σύναψη στρατηγικών συμφωνιών με χώρες όπως το Ιράν, που ως γνωστόν βρίσκεται σε χρόνια αντιπαράθεση με τις ΗΠΑ.
Παρά τις διαβεβαιώσεις Μπάιντεν από το βήμα της γενικής συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών πως η αντιμετώπιση της Κίνας θα γίνει με «διπλωματικά μέσα» και όχι με έναν νέο «Ψυχρό Πόλεμο», η Κίνα θα συνεχίσει απ’ ό,τι φαίνεται να διχάζει για καιρό ακόμη τους δυτικούς συμμάχους.