Στη Διάσκεψη Ασφάλειας του Μονάχου στις αρχές του 2019, θυμάμαι τον σημερινό πρόεδρο των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν, υπό την ιδιότητα τότε του πρώην αντιπροέδρου, να απευθύνει στους Ευρωπαίους πολιτικούς ηγέτες ένα καθησυχαστικό μήνυμα ότι η μετά Τραμπ εποχή θα είναι αυτή της επιστροφής των ΗΠΑ στην περίφημη διατλαντική συναίνεση. Γράφει ο Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλος.
Από την έντυπη έκδοση
Tου Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Στη Διάσκεψη Ασφάλειας του Μονάχου στις αρχές του 2019, θυμάμαι τον σημερινό πρόεδρο των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν, υπό την ιδιότητα τότε του πρώην αντιπροέδρου, να απευθύνει στους Ευρωπαίους πολιτικούς ηγέτες ένα καθησυχαστικό μήνυμα ότι η μετά Τραμπ εποχή θα είναι αυτή της επιστροφής των ΗΠΑ στην περίφημη διατλαντική συναίνεση.
Με τις διαβεβαιώσεις του αυτές, τις οποίες ο νυν πρόεδρος επανέλαβε αρκετές φορές και στη διάρκεια της προεκλογικής του καμπάνιας, στην ουσία έβαζε κάτω από το χαλί ένα σοβαρό πρόβλημα. Αυτό του ρήγματος στη σχέση Ηνωμένων Πολιτειών και Ευρώπης, το οποίο δεν ξεκίνησε βέβαια επί Τραμπ, αλλά ούτε και τελείωσε με την αποχώρησή του από την εξουσία. Ήταν ορατό διά γυμνού οφθαλμού από καιρό και σήμερα επιβεβαιώνεται από την αμυντική συμφωνία Αυστραλίας και ΗΠΑ. Στον σημερινό κόσμο, το πρόβλημα της διατλαντικής συναίνεσης είναι πολύ βαθύτερο απ' όσο φαίνεται και μετά το δυτικό φιάσκο στο Αφγανιστάν αποτελεί κορυφαία πρόκληση για την Ευρώπη.
Η κυρία απειλή για τη διατλαντική σχέση δεν είναι ένας εχθρικός Λευκός Οίκος ή μια αποσύνδεση συμφερόντων. Η σημερινή κρίση είναι πρωτίστως αποτέλεσμα της ασυμμετρίας ισχύος μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρώπης. Για πολύ καιρό και οι δυο πλευρές αποδέχονταν αυτή την ανισορροπία, ακόμα και την καλλιεργούσαν. Η Ευρώπη παρέμενε υποτακτική σε αντάλλαγμα για έναν χώρο κάτω από την αμυντική ομπρέλα των ΗΠΑ. Παρ' όλους τους σημερινούς προβληματισμούς τους σχετικά με την «κατανομή των βαρών», οι Αμερικανοί ηγέτες είχαν προτιμήσει για πολύ καιρό την ευρωπαϊκή «τζαμπατζίδικη» συμπεριφορά από το ευρωπαϊκό χάος. Το τέλος όμως του Ψυχρού Πολέμου, η 11η Σεπτεμβρίου και η άνοδος της Κίνας τελικά μετατόπισαν τις προτεραιότητες ασφαλείας της Ουάσιγκτον αλλού, αφήνοντας την Ευρώπη μόνη και θνητή. Σήμερα, η ήπειρος είναι «μια χορτοφάγος σε έναν κόσμο σαρκοβόρων», όπως το έθεσε ο Ζίγκμαρ Γκάμπριελ, πρώην υπουργός Εξωτερικών και αντικαγκελάριος της Γερμανίας το 2019. Και το κρίσιμο ερώτημα είναι με ποιον τρόπο αντιμετωπίζεται αυτή η κατάσταση, η οποία όσο περνάει ο καιρός τόσο πιο πιεστική και επείγουσα γίνεται.
Προς το παρόν, τα ευρωπαϊκά οράματα της «στρατηγικής αυτονομίας» από τις Ηνωμένες Πολιτείες, που συχνά επικαλούνται ανώτατοι αξιωματούχοι της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και ο Γάλλος πρόεδρος Εμμανουήλ Μακρόν, παραμένουν ακριβώς αυτό - οράματα. Μέχρι στιγμής, ένας ευρωπαϊκός στρατός υπάρχει μόνο σε white papers. Ακόμη ωστόσο και αυτές οι ενδεικτικές προτάσεις τροφοδοτούν σκεπτικισμό, αν όχι ευθεία αντίθεση, στην Ουάσιγκτον. Ο φόβος, φαίνεται, είναι ότι η επιθυμία της Ευρώπης να προχωρήσει με τον δικό της τρόπο σε θέματα ασφαλείας θα θέσει την ήπειρο σε άμεσο ανταγωνισμό με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ θα προτιμούσαν οι Ευρωπαίοι να δαπανούν περισσότερα για στρατιωτική ισχύ εντός των ορίων του ΝΑΤΟ, μια ιδέα που βασίζεται στην υπόθεση ότι μια πιο ικανή Ευρώπη θα ακολουθούσε και πάλι την ηγεσία των Ηνωμένων Πολιτειών. Ωστόσο, η ελπίδα ότι η Ευρώπη μπορεί να ωθηθεί να επενδύσει στην υπεράσπισή της χωρίς να αναπτύξει αυτόνομα συμφέροντα ασφαλείας είναι φαντασιώδης. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ πρέπει να κάνουν μια επιλογή. Προτιμούν να διατηρήσουν μια αδύναμη και διαιρεμένη ευρωπαϊκή ήπειρο που ευθυγραμμίζεται με τα συμφέροντά τους και εξαρτάται από την αμερικανική ισχύ ή είναι έτοιμοι να αντιμετωπίσουν έναν ισχυρότερο και πιο αυτόνομο εταίρο που θα έρθει μερικές φορές ενάντια στις αμερικανικές εξωτερικές και στρατιωτικές επιλογές; Η Ευρώπη, από την πλευρά της, έχει μια παρόμοια επιλογή. Δεν μπορεί να διεκδικήσει τον μανδύα της ανεξάρτητης παγκόσμιας ηγεσίας και να συνεχίζει να βασίζεται στις Ηνωμένες Πολιτείες για την ασφάλειά της, ακόμη και στην άμεση γειτονιά της.
«Η αντιστροφή της τάσης προς την έλλειψη σημασίας και ενότητας της Ευρώπης είναι ευθύνη των Ευρωπαίων πολιτικών. Αλλά οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν πρέπει να αντιταχθούν σε αυτές τις προσπάθειες, ακόμα κι αν καταλήξουν να καταστήσουν την Ευρώπη έναν πιο δύσκολο εταίρο. Μακροπρόθεσμα, μια ισχυρή ήπειρος ικανή να υπερασπιστεί τα συμφέροντά της και να πολεμήσει τις δικές της μάχες θα ωφελήσει την Ουάσιγκτον περισσότερο από μια ήπειρο διχασμένη και αδύναμη. Η διατλαντική συμμαχία μπορεί και πρέπει να παραμείνει το θεμέλιο του δυτικού μοντέλου των φιλελεύθερων δημοκρατικών αξιών και αρχών. Αλλά θα πρέπει να μεταμορφωθεί για να αντιμετωπίσει τις αυξανόμενες οικονομικές και πολιτικές προκλήσεις, καθώς και τις προκλήσεις ασφαλείας από την Κίνα και τη Ρωσία. Αντί να φθείρονται για την επιστροφή μιας διατλαντικής εταιρικής σχέσης που σίγουρα θα συνεχίσει να ξεφτίζει, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρώπη πρέπει τώρα να επενδύσουν και να αποδεχθούν τις συνέπειες της αυτονομίας».
Αυτό υποστηρίζουν στην επιθεώρηση «Foreign Affairs», η Αλίνα Πολιάκοβα και ο Βενιαμίν Χαντάντ, ειδικοί αναλυτές των ευρωαμερικανικών σχέσεων, τονίζοντας ότι «εάν η Ε.Ε. μπορούσε να επιλέξει τη δική της πορεία, η διατλαντική σχέση θα ωριμάσει [και θα εξελιχθεί] σε μια πιο ισορροπημένη συμμαχία. Μέχρι το 2030, το ΝΑΤΟ θα μπορούσε να είναι ισχυρότερο και πιο ικανό από αυτό που είναι σήμερα. Η Ε.Ε. θα μπορούσε να αναλάβει στρατιωτική δράση για τον τερματισμό μελλοντικών πολέμων στην περιφέρειά της». Όλα αυτά όμως παραπέμπουν στον παράγοντα πολιτική βούληση, που είναι ελλειμματικός στην Ε.Ε. και για την κατάσταση αυτή, δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι μεγάλες είναι οι ευθύνες της παραπονούμενης σήμερα Γαλλίας.