Κόσμος
Κυριακή, 19 Σεπτεμβρίου 2021 18:00

Γερμανικές εκλογές: Αβέβαιος ο πολιτικός χάρτης- Υποψήφιοι στη  σκιά της Μέρκελ

Με ένα περίεργο συναίσθημα προσέρχονται στις κάλπες οι Γερμανοί την επόμενη Κυριακή: Για πρώτη φορά μετά από 16 χρόνια, δεν αναφέρεται στα ψηφοδέλτια το όνομα Ανγκελα Μέρκελ. Η Γερμανίδα καγκελάριος έχει ανακοινώσει προ πολλού ότι δεν θα είναι υποψήφια, έχοντας ισοφαρίσει βέβαια το ρεκόρ του Χέλμουτ Κολ, στην παραμονή στην εξουσία. Σε αντίθεση με τον Κολ μάλιστα, η Μέρκελ αποχωρεί από το πολιτικό σκηνικό χωρίς να έχει χάσει ποτέ εκλογική αναμέτρηση.
 

του Μιχάλη Ψύλου

Με ένα περίεργο συναίσθημα προσέρχονται στις κάλπες οι Γερμανοί την επόμενη Κυριακή: Για πρώτη φορά μετά από 16 χρόνια, δεν αναφέρεται στα ψηφοδέλτια το όνομα Ανγκελα Μέρκελ. Η Γερμανίδα καγκελάριος έχει ανακοινώσει προ πολλού ότι δεν θα είναι υποψήφια, έχοντας ισοφαρίσει βέβαια το ρεκόρ του Χέλμουτ Κολ ,στην παραμονή στην εξουσία. Σε αντίθεση με τον Κολ μάλιστα, η Μέρκελ αποχωρεί από το πολιτικό σκηνικό χωρίς να έχει χάσει ποτέ εκλογική αναμέτρηση.

Η «αιώνια καγκελάριος», έδινε μια αίσθηση σταθερότητας και εμπιστοσύνης, την οποία ουδείς εκ των τριών υποψηφίων διαδόχων της μπορεί να υποκαταστήσει, όπως δείχνουν, τουλάχιστον οι δημοσκοπήσεις. Προηγείται βέβαια και μάλιστα σταθερά, ο σοσιαλδημοκράτης Ολαφ Σολτς (SPD) με 26% και ακολουθεί με 21% ο Χριστιανοδημοκράτης Αρμιν Λάσετ (CDU), και ακολουθεί πολύ πίσω και χωρίς ελπίδες, η Πράσινη, Ανναλένα Μπέρμποκ. Είναι φανερό όμως, ότι απουσιάζει ο ισχυρός ηγέτης , γεγονός που διαμορφώνει έναν αβέβαιο πολιτικό χάρτη. «Αυτά τα ποσοστά δείχνουν πρακτικά την εξαφάνιση της έννοιας των μαζικών κομμάτων» γράφει η El Pais. «Τα εκλογικά σύνορα έχουν πλέον ξεθωριάσει και οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η επιλογή μεταξύ των δύο υποψηφίων καγκελαρίων είναι ποιος είναι ο λιγότερο κακός», προσθέτει η ισπανική εφημερίδα.

Αλλωστε, το 26% που δίνουν στον Σολτς οι δημοσκοπήσεις , αν επαληθευτεί, θα πρόκειται για το τρίτο χειρότερο αποτέλεσμα στην ιστορία του, πολύ πίσω από το 38% που είχε αποσπάσει ο Γκέρχαρντ Σρέντερ  την τελευταία φορά που το SPD κέρδισε εκλογές.  «Απλά, ο Σολτς, ως αντι-καγκελάριος και υπουργός Οικονομικών της κυβέρνησης του Μεγάλου Συνασπισμού, είναι πιο κοντά ως διάδοχος της Μέρκελ», υποστηρίζει ο Ούβε Γιουν, καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο του Τρίερ. «Η σταθερότητα είναι ένας πολύ σημαντικός παράγοντας στη Γερμανία. Τον ξέρουν οι Γερμανοί τον Σολτς, είναι στην πολιτική εδώ και 30 χρόνια », προσθέτει. «Τον Λάσετ δεν τον εμπιστεύονται γιατί δεν κατάφερε να επιδείξει ηγετικές ικανότητες» ,λέει ο καθηγητής Γιουν.

 Τα σενάρια και οι αναποφάσιστοι

Όλα τα σενάρια είναι ανοικτά, καθώς παραμένει υψηλό το ποσοστό των αναποφάσιστων- είναι σχεδόν το 1/3 του εκλογικού σώματος, περίπου 20 εκατομμύρια άτομα- και κυρίως δεν έχει ξεκαθαρίσει ακόμη ποια θα είναι τα  κόμματα που θα συγκροτήσουν τον νέο κυβερνητικό συνασπισμό. Το μόνο βέβαιο ίσως είναι, ότι για πρώτη φορά από τη δεκαετία του `50 ,η νέα κυβερνητική συμμαχία θα αποτελείται από τρία κόμματα- όλα τα σημερινά κοινοβουλευτικά κόμματα, εκτός από το ακροδεξιό «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (AfD), για το οποίο υπάρχει «βέτο» από τις υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις. «Η Γερμανία δεν γνώρισε ποτέ τόσο ανοιχτές σε κάθε αποτέλεσμα, εκλογές», λέει  η καθηγήτρια Ευρωπαϊκής Πολιτικής στο Αυστριακό πανεπιστήμιο Ντονάου- Κρεμς, Ούλρικε Γκερότ.

Αν επαληθευτούν οι δημοσκοπήσεις πάντως, το πιθανότερο σενάριο είναι κατ`, αρχήν μια συμμαχία Σοσιαλδημοκρατών-Πρασίνων , που θα αναζητήσουν τον τρίτο κυβερνητικό εταίρο: Τους Φιλελεύθερους Δημοκράτες (FDP) ή την Αριστερά (Die Linke).

Ο Ολαφ Σολτς αποφεύγει επιμελώς να ανοίξει τα χαρτιά του, σχετικά με τον τρίτο κυβερνητικό εταίρο , επαναλαμβάνοντας ότι «αυτό θα το αποφασίσουν οι ψηφοφόροι».

Η σκιά της Μέρκελ και οι επικρίσεις Σόιμπλε

Στο αντίπαλο στρατόπεδο, ο Χριστιανοδημοκράτης Αρμιν Λάσετ αγωνίζεται σκληρά να καλύψει το χαμένο έδαφος και να ξανακερδίσει -έστω και την τελευταία στιγμή -τους συντηρητικούς ψηφοφόρους ,που φαίνεται να έχουν γυρίσει την πλάτη στο CDU.  Η σκιά της Μέρκελ είναι και εδώ πολύ μεγάλη. Η παρουσία τους προσέλκυσε πολλούς κεντρώους ψηφοφόρους στη Χριστιανοδημοκρατική Ένωση (CDU), οι οποίες είναι πλέον σαφές ότι ήταν δανεικές. Εάν οι δημοσκοπήσεις επαληθευτούν ,το CDU θα λάβει λίγο περισσότερο από το 20% των ψήφων, μια απόλυτη καταστροφή για ένα κόμμα που θεωρούσε ότι δεν θα έπεφτε ποτέ, κάτω από το 30%.

Το σίγουρο είναι ότι το CDU βρίσκεται στη δυσκολότερη στιγμή εδώ και δεκαετίες και μπροστά στην απειλή της ήττας, έχουν αρχίσει τα χτυπήματα, κάτω από το… τραπέζι . Ο  Χριστιανοδημοκράτης, πρόεδρος της Bundestag, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, δεν δίστασε μάλιστα σήμερα να κατηγορήσει την καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ ως έμμεσα υπεύθυνη για τη δύσκολη κατάσταση του κόμματος, στην προεκλογική εκστρατεία. Σε συνέντευξη του στην εφημερίδα Tagesspiegel , ο Σόιμπλε επέκρινε την Μέρκελ για την απόφασή της να παραιτηθεί τον Οκτώβριο του 2018 από την  προεδρία του CDU, αλλά να παραμείνει στη θέση του επικεφαλής της κυβέρνησης μέχρι το τέλος της εκλογικής περιόδου. «Είμαι απόλυτα πεπεισμένος ότι και τα δύο αξιώματα έπρεπε να  ανήκουν στο ίδιο πρόσωπο: η προεδρία του κόμματος και η καγκελαρία. Αυτό δεν συμβαίνει σχεδόν εδώ και τρία χρόνια», είπε ο Σόιμπλε στο Tagesspiegel και πρόσθεσε: «Αυτό ήταν πρόβλημα για το κόμμα, ακόμη κι αν δεν ήταν  κατανοητό από όλους».

Ο Σόιμπλε , μπορεί να συνέβαλε να εκλεγεί η Ανγκελα Μέρκελ , Πρόεδρος του CDU το 2000, αλλά στη διάρκεια της καγκελαρίας της υπήρχαν πάντα διαφορές απόψεων μεταξύ των δύο. Διαφωνίες, που άλλοτε ξεσπούσαν  δημοσίως και άλλοτε όχι.

Το 2018 μάλιστα, λίγο πριν η Μέρκελ ανακοινώσει την απόφασή της να παραιτηθεί από την ηγεσία του κόμματος και να μην είναι ξανά υποψήφια καγκελάριος, ο Σόιμπλε αμφισβήτησε την εξουσία της. «Δεν είναι πλέον αδιαμφισβήτητη», είχε πει τότε ο πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Βουλής.

ΟΙ διαφωνίες  δεν είναι πάντως αυτές, που θα καθορίσουν το αποτέλεσμα των εκλογών. Το κυρίαρχο ,όπως λέει ο καθηγητής Ούβε Γιουν, είναι ότι  «οι νέες γενιές  ταυτίζονται όλο και λιγότερο με τα δύο μεγάλα κόμματα που ηγήθηκαν της Γερμανίας από το 1949». Εξηγεί μάλιστα ότι «σε αυτήν την προεκλογική εκστρατεία δεν υπήρξε κάποιο μεγάλο, κεντρικό ζήτημα που να πολώνει, όπως συνέβη το 2017 με την μεταναστευτική κρίση και την είσοδο του  AfD στην Ομοσπονδιακή Βουλή, άρα το αποτέλεσμα θα κριθεί κυρίως από τα χαρακτηριστικά των υποψηφίων»!