Μετά τις εκλογές της 26ης Σεπτεμβρίου η Γερμανία θα έχει ένα νέο πρόσωπο στην καγκελαρία. Η Άνγκελα Μέρκελ αφήνει ένα δύσκολο έργο στον διάδοχό της στην εξουσία, τόσο στο εσωτερικό ως επικεφαλής της μεγαλύτερης οικονομίας της ΕΕ όσο και ως αγγελιαφόρος των γερμανικών θέσεων στην Ευρώπη. Η αποχώρησή της από την ηγεσία της Γερμανίας μετά από 16 χρόνια σηματοδοτεί με δύο λόγια μια πολιτική, οικονομική και γεωπολιτική καμπή στη μεταπολεμική ιστορία της χώρας.
Της Ιωάννας Βαρδαλαχάκη
[email protected]
Μετά τις εκλογές της 26ης Σεπτεμβρίου η Γερμανία θα έχει ένα νέο πρόσωπο στην καγκελαρία. Η Άνγκελα Μέρκελ αφήνει ένα δύσκολο έργο στον διάδοχό της στην εξουσία, τόσο στο εσωτερικό ως επικεφαλής της μεγαλύτερης οικονομίας της ΕΕ όσο και ως αγγελιαφόρος των γερμανικών θέσεων στην Ευρώπη. Η αποχώρησή της από την ηγεσία της Γερμανίας μετά από 16 χρόνια σηματοδοτεί με δύο λόγια μια πολιτική, οικονομική και γεωπολιτική καμπή στη μεταπολεμική ιστορία της χώρας.
Φιλόδοξη και «Mutti»
Η Μέρκελ εμφανίστηκε στην πολιτική σκηνή της Γερμανίας μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου το 1989. Ήταν αυτό ακριβώς που χρειαζόταν ο τότε καγκελάριος της χώρας Χέλμουτ Κολ για να εξασφαλίσει μια ισορροπία στο ανδροκρατούμενο CDU, μια νέα φιλόδοξη γυναίκα.
Η Γερμανία είχε τότε γύρω της σταθερούς φίλους και συμμάχους, η ΕΕ ήταν ενωμένη και ισχυρή, και η φιλελεύθερη δημοκρατία φαινόταν να είναι στις επάλξεις.
Από την συνάντηση με τον Κολ μέχρι το παρατσούκλι «Mutti» (μητέρα), η πορεία της Μέρκελ δεν ήταν εύκολη. Πάντα έκρυβε όμως ένα άσο στο μανίκι.
Η τέταρτη και τελευταία θητεία της, εφόσον οι διαπραγματεύσεις για το σχηματισμό νέας κυβέρνησης «τραβήξουν» ως το Δεκέμβριο, θα την καταστήσει τη μακροβιότερη ηγέτη της Γερμανίας «εκθρονίζοντας» τον μέντορά της Κολ.
Για σχεδόν 16 χρόνια, η Γερμανία της Μέρκελ αντιπροσώπευε ένα καταφύγιο σταθερότητας και μέτρου σε έναν κόσμο συνεχούς αλλαγής.
Δοκιμάστηκε από την οικονομική κρίση και διαχειρίστηκε τις κρίσεις χρέους της ευρωζώνης και της Ελλάδας. «Αν αποτύχει το ευρώ, αποτυγχάνει η Ευρώπη», έλεγε. Πήρε επίσης τολμηρές αποφάσεις ανακοινώνοντας το τέλος της πυρηνικής ενέργειας στη Γερμανία μέχρι το τέλος του 2022. Και με την κρίση χρέους σε εξέλιξη, αντιμετώπισε νέο σημαντικό μέτωπο με την μεταναστευτική κρίση της Ευρώπης.
Στο μεταξύ ο Βλαντίμιρ Πούτιν εισέβαλε στην Κριμαία και η Βρετανία ψήφισε να αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Κι έπειτα ήρθε ο Ντόναλντ Τραμπ. Με το δημοψήφισμα του Ηνωμένου Βασιλείου για το Brexit και την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ ως προέδρου των ΗΠΑ, η Μέρκελ έγινε ο «τελευταίος υπερασπιστής» της φιλελεύθερης δύσης, όπως έχει γραφτεί στον τύπο.
Και κάπως έτσι της κόλλησε άλλο ένα παρατσούκλι, έγινε «η Μητέρα Τερέζα της παγκόσμιας πολιτικής». Η Μέρκελ ήταν «κάποια που ήθελε να διαπραγματευτεί, να ακούσει από κοντά τον συνομιλητή της και να υποστηρίξει τις απόψεις του, ήταν το αντίθετο του Τραμπ», σχολιάζει στους Financial Times ο συνεργάτης του Γερμανικού Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων Γιόζεφ Γιάνινγκ.
Το ρεύμα κατά της ΕΕ
Τα σοκ που είχαν προκαλέσει όμως η κατάρρευση της Lehman Brothers, η κρίση του κρατικού χρέους της ΕΕ, τα μέτρα λιτότητας και η άφιξη εκατομμυρίων προσφύγων στις ακτές της ηπείρου το 2015, περιόρισαν τις ικανότητες των ευρωπαϊκών θεσμών, με αποτέλεσμα να κάνει την εμφάνισή της μια νέα ομάδα λαϊκιστών ηγετών που αμφισβήτησε ολόκληρο το ευρωπαϊκό εγχείρημα.
Το ότι η ΕΕ επέζησε αυτών των δοκιμασιών οφείλεται σε όχι μικρό βαθμό στη Μέρκελ και την ικανότητά της να συμβιβάζεται και να επιτυγχάνει συναίνεση, σχολιάζουν οι FT. Και παρά τη φήμη της ότι ήταν υπερβολικά προσεκτική, ενίοτε ενήργησε τολμηρά, συχνά αψηφώντας το κόμμα της και την κοινή γνώμη, συνεχίζουν αναφέροντας ως παραδείγματα την ανακοίνωση ότι η Γερμανία θα κλείσει όλους τους πυρηνικούς της σταθμούς μέχρι το 2022 και το γεγονός ότι, όταν αργότερα στο απόγειο της ευρωπαϊκής προσφυγικής κρίσης, επέτρεψε να εισέλθουν στη Γερμανία περισσότεροι από ένα εκατομμύριο μετανάστες- προκαλώντας σοκ στην πολιτική της χώρας.
Οι αποτυχίες του σήμερα
Οι τελευταίοι μήνες της διακυβέρνησης της Γερμανίας έριξαν μια μεγάλη σκιά στο γόητρο της Μέρκελ. Μια πλειάδα προβλημάτων, από την πανδημία και τις φυσικές καταστροφές μέχρι την κατάληψη του Αφγανιστάν από τους Ταλιμπάν, έχουν εγείρει αμφιβολίες για την ικανότητα της Γερμανίας να ανταποκρίνεται στις κρίσεις.
Ίσως το πιο δύσκολο ζήτημα, ωστόσο, που έπεσε στα χέρια της να είναι η διαχείριση της πανδημίας. Η υγειονομική κρίση που προκάλεσε ο νέος κορωνοϊός αποκάλυψε ότι η Γερμανία που οδηγούσε εδώ και 16 χρόνια η Μέρκελ ήταν προβληματική, υπερβολικά γραφειοκρατική και, από πολλές απόψεις, κολλημένη σε ένα αναλογικό παρελθόν.
Στην αρχή της υγειονομικής κρίσης, στις αρχές του 2020, η Μέρκελ έσπευσε να επιβάλει lockdown και βγήκε στην τηλεόραση απευθυνόμενη στο έθνος, προτρέποντας τους συμπατριώτες της να δείξουν αλληλεγγύη μεταξύ τους μειώνοντας τις κοινωνικές τους επαφές στο ελάχιστο.
Η νηφάλια ομιλία της μετριάστηκε με μια ασυνήθιστη προσωπική πινελιά καθώς αναφέρθηκε στην ανατροφή της στην κομμουνιστική Ανατολική Γερμανία. «Για κάποιον σαν εμένα, για τον οποίο η ελευθερία κινήσεων ήταν ένα δικαίωμα που κερδήθηκε μετά από αγώνα, τέτοιοι περιορισμοί μπορούν να δικαιολογηθούν μόνο από την απόλυτη αναγκαιότητά τους», είχε πει.
Η Μέρκελ, η οποία έχει διδακτορικό στην κβαντική χημεία, άκουσε επίσης προσεκτικά τους επιστήμονες και δέχτηκε τις συμβουλές τους. Αν και το πρώτο lockdown λειτούργησε και η Γερμανία φαινόταν πως είχε σταματήσει την πανδημία, μετά το καλοκαίρι, ο αριθμός των κρουσμάτων άρχισε να αυξάνεται και πάλι. Τότε η Μέρκελ πίεσε για νέο κλείσιμο, αλλά βρήκε αντίσταση από τους 16 περιφερειακούς ηγέτες της Γερμανίας, οι οποίοι τελικά υποχώρησαν το χειμώνα του 2020- πολύ αργά για να σταματήσουν την εκθετική ανάπτυξη των νέων λοιμώξεων. «Το πράγμα έχει ξεφύγει από τα χέρια μας», είναι η ατάκα που φέρεται να είχε πει η ίδια σε ανώτερα στελέχη του CDU τον Ιανουάριο.
Και τα πράγματα χειροτέρεψαν καθώς η εκστρατεία εμβολιασμού της χώρας ξεκίνησε συγκλονιστικά αργά, παρά το γεγονός ότι ένα από τα πιο αποτελεσματικά εμβόλια είχε γερμανική σφραγίδα.
Μια ομάδα η οποία επλήγη σημαντικά από την πανδημία ήταν οι νέοι. Τα σχολεία και τα πανεπιστήμια παρέμειναν κλειστά ενώ τα γραφεία και τα εργοστάσια λειτουργούσαν. Τα online μαθήματα κατά τη διάρκεια του lockdown αποτέλεσαν εθνικό αστείο καθώς το ψηφιακό δίκτυο της Γερμανίας ήταν υποτυπώδες, ενώ οι εύχρηστες πλατφόρμες όπως το Zoom περιορίστηκαν για λόγους προστασίας δεδομένων.
Όπως εξηγεί στους FT o ερευνητής Σάιμον Σνέτσερ, ο οποίος ασχολείται με μελέτες για τις στάσεις των νέων Γερμανών, στις συνομιλίες του με νέους Γερμανούς άκουσε αμέτρητα παραδείγματα για το πόσο δυσλειτουργικό είχε γίνει το σύστημα.
Μιλώντας για τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν τα παιδιά κατά τη διάρκεια της πανδημίας, η Μέρκελ συχνά δεν κατάφερνε να βρει τον σωστό τόνο. Ερωτηθείσα κάποια στιγμή για το κρύο που κάνει στις σχολικές αίθουσες το χειμώνα, όταν τα παράθυρα παρέμεναν συχνά ανοιχτά για να σταματήσει η εξάπλωση του κορωνοϊού, είχε προτείνει στα παιδιά να «κάμπτουν τα γόνατα ή να χτυπούν τα χέρια τους» για να ζεσταθούν. Το σατιρικό τηλεοπτικό πρόγραμμα Heute Show της βρήκε νέο παρατσούκλι, «Aerobic Angi».
Κι έπειτα ήρθε το σκάνδαλο με τις προμήθειες μασκών μεγιστοποιώντας την απογοήτευση στη νεότερη γενιά.
Σήμερα όμως η γενιά της οποίας η κοσμοθεωρία διαμορφώθηκε σε μεγάλο βαθμό από τη σταθερότητα ενός ηγέτη, αντιμετωπίζει μια σειρά από επικείμενες προκλήσεις. Και καθώς η Μέρκελ ετοιμάζεται να αποχωρήσει, αρκετοί αναρωτιούνται αν οι νέες εποχές απαιτούν διαφορετικό είδος ηγέτη.
«Οι επίμονες, υπομονετικές διαπραγματεύσεις - η προσέγγιση δηλαδή της Μέρκελ - δεν θα φέρει τις αλλαγές που χρειάζονται στην πολιτική για το κλίμα. Για αυτό, χρειάζονται γενναίες και αμφιλεγόμενες αποφάσεις », λέει ο Γιάνινγκ βάζοντας την παράμετρο του περιβάλλοντος στη γερμανική εξίσωση.
Να σημειωθεί ότι η Μέρκελ διατέλεσε υπουργός Περιβάλλοντος από το 1994 ως το 1998 αλλά η πολιτική της για το κλίμα είχε διακυμάνσεις στο χρόνο.
Η έκπτωτος «καγκελάριος του κλίματος»
Ως υπουργός Περιβάλλοντος τη δεκαετία του 1990, η Μέρκελ ήταν στην πρωτοπορία των προσπαθειών για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής. Αργότερα ανακοίνωσε τη σταδιακή διακοπή της πυρηνικής ενέργειας, επέκτεινε σημαντικά τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και δεσμεύτηκε να κλείσει όλα τα «βρώμικα» ορυχεία και εργοστάσια λιγνίτη της Γερμανίας έως το 2038.
Επίσης, μετά από έκθεση του ΟΗΕ για τις δραματικές συνέπειες της αύξησης της θερμοκρασίας παγκοσμίως, η Μέρκελ οδήγησε την ευρωπαϊκή απόφαση, τον Μάρτιο του 2007, για δεσμευτικούς στόχους μείωσης των εκπομπών. Στη συνέχεια, στη σύνοδο κορυφής των G8 στο γερμανικό θέρετρο Heiligendamm τον Ιούνιο, έπεισε τον τότε πρόεδρο των ΗΠΑ Τζορτζ Μπους να θέσει την κλιματική πολιτική στα χωράφια των Ηνωμένων Εθνών.
Όλα αυτά πριν από το ταξίδι της στη Γροιλανδία, τον Αύγουστο, όπου φωτογραφήθηκε με το κόκκινο μπουφάν της μπροστά σε ένα φύλλο πάγου που έλιωνε.
Η Μέρκελ, όπως φαίνεται, είχε βρει τον τομέα της και πολλοί στη Γερμανία ήταν ενθουσιασμένοι που είχαν μία καγκελάριο που ενδιαφερόταν για το κλίμα.
Σε εκείνο το εξάμηνο του 2007, η Μέρκελ έθεσε τον ακρογωνιαίο λίθο για μια μελλοντική στρατηγική για το κλίμα. Όμως δεν την εφάρμοσε. Όπως σχολιάζει σε ανάλυσή του το Spiegel, μέχρι το 2009, δεν ήθελε πλέον να είναι τόσο στενά συνδεδεμένη με το θέμα. Η οικονομική κρίση απειλούσε την ευημερία και η Μέρκελ δεν ήθελε να βάλει επιπλέον βάρη στους πολίτες της Γερμανίας.
Επιπλέον, τα κόμματα με τα οποία είχε σχηματίσει κυβερνητικούς συνασπισμούς όλα αυτά τα χρόνια δεν είχαν ιδιαίτερες δεσμεύσεις για την προστασία του κλίματος. Ούτε οι δικοί της συντηρητικοί ούτε οι κεντροαριστεροί Σοσιαλδημοκράτες ή το φιλικά διακείμενο προς τις επιχειρήσεις Ελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα. Η καγκελάριος ήταν πιο αφοσιωμένη στην πρόταση που είχε επινοήσει η ίδια: «Η πολιτική είναι αυτό που είναι δυνατό».
…και η άνοδος των «πράσινων»
Η φράση αυτή, που αναδεικνύει τον ανόθευτο πραγματισμό της Μέρκελ της οποίας η κύρια ανησυχία ήταν η επανεκλογή που ήταν και ο λόγος για τον οποίο εγκατέλειψε την πολιτική της για το κλίμα, όπως αναφέρει το Spiegel, «στοίχειωσε» τους αντιπάλους της.
Μία από αυτούς, η Αναλένα Μπέρμποκ η οποία είναι η υποψήφια των Πρασίνων για την καγκελαρία, δήλωσε τον Ιούνιο στους υποστηρικτές της ότι η πολιτική δεν αφορά μόνο το τι είναι δυνατό, αλλά «τι μπορούμε να κάνουμε εφικτό». «Τα τελευταία χρόνια η κυβερνητική πολιτική στη Γερμανία λειτουργεί με αυτόματο πιλότο», είπε. Οι Πράσινοι, αντίθετα, μάχονται για «μια νέα αφύπνιση».
Η μακρά θητεία της Μέρκελ στο αξίωμα σήμαινε, ωστόσο, ότι τελικά δεν ήταν σε θέση να αποφύγει εντελώς το ζήτημα της κλιματικής αλλαγής. Το 2019, το κλίμα βγήκε και πάλι στο επίκεντρο των συζητήσεων όταν μαθητές συσπειρώθηκαν με τη Σουηδή ακτιβίστρια Γκρέτα Τούνμπεργκ ζητώντας δυναμικές πολιτικές για το κλίμα.
Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της πρόσφατα διεκδικητικής διάθεσης της νεολαίας είναι η διάσημη πλέον 55λεπτη τηλεοπτική εκπομπή του Rezo, ενός 29χρονου YouTuber. Στο βίντεό του, που έγινε viral με 19 εκατομμύρια προβολές, ο Rezo κατηγορεί το CDU της Μέρκελ ότι «καταστρέφει το μέλλον μας».
Το αποτέλεσμα των διαδηλώσεων ήταν μια σειρά νέων, συγκεχυμένων κλιματικών στόχων για την ΕΕ και τη Γερμανία και μια νέα γενιά Γερμανών απογοητευμένων από μια γυναίκα που κάποτε χαρακτηριζόταν «καγκελάριος του κλίματος».
Και αν μπορεί να υποστηριχθεί ότι η Μέρκελ έχει κάνει περισσότερα για το περιβάλλον από πολλές άλλες χώρες, την αποτυχία της τελικά επικύρωσε το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας, το οποίο έκρινε την άνοιξη του 2021 ότι οι κλιματικές πολιτικές της χώρας ήταν ανεπαρκώς αυστηρές και παραβίαζαν τις θεμελιώδεις ελευθερίες των επόμενων γενεών.
Η κυβέρνηση στη συνέχεια προώθησε στόχους για μείωση των εκπομπών CO2 κατά 65% έως το 2030 σε σύγκριση με τα επίπεδα του 1990, από έναν προηγούμενο στόχο 55%.
«Όταν κοιτάζω την κατάσταση, κανείς δεν μπορεί να πει ότι έχουμε κάνει αρκετά» για το περιβάλλον, παραδέχθηκε η Μέρκελ τον Ιούνιο. «Ο χρόνος πιέζει. Μπορώ να καταλάβω την ανυπομονησία των νέων», είχε πει.
Οι ανησυχίες των νέων για το κλίμα είναι ένας από τους λόγους για την δυναμική άνοδο των Πρασίνων. Έχοντας συγκεντρώσει μόλις 8,9% στις τελευταίες εκλογές του 2017, το κόμμα των Πρασίνων έχει την ψήφο του περίπου 18% και αναμένεται ότι θα είναι μέρος της επόμενης κυβέρνησης.
Σύμφωνα με τους κοινωνιολόγους, οι νέοι στη Γερμανία αποστασιοποιούνται ολοένα και περισσότερο από τις αξίες των γονιών τους και εστιάζουν περισσότερο στην κοινωνική δικαιοσύνη και την οικολογία παρά στην αναζήτηση πλούτου και καριέρας. Μια πρόσφατη μελέτη του υπουργείου Περιβάλλοντος διαπίστωσε ότι μόνο το 19 % των παιδιών ηλικίας 14 έως 17 ετών θεωρούν την οικονομική ανάπτυξη πιο σημαντική από την προστασία του περιβάλλοντος.