Κόσμος
Τρίτη, 14 Σεπτεμβρίου 2021 13:11

Οι 3 λόγοι που οδήγησαν στην «ζωντάνια» του SPD

Οι Γερμανοί Σοσιαλδημοκράτες κατέχουν το προβάδισμα στις δημοσκοπήσεις ενόψει των ομοσπονδιακών εκλογών της Γερμανίας στις 26 Σεπτεμβρίου.

Οι Γερμανοί Σοσιαλδημοκράτες κατέχουν το προβάδισμα στις δημοσκοπήσεις ενόψει των ομοσπονδιακών εκλογών της Γερμανίας στις 26 Σεπτεμβρίου.

Οι ομοσπονδιακές εκλογές θα είναι οι πρώτες από το 1949 στις οποίες ο εν ενεργεία καγκελάριος δεν θέτει υποψηφιότητα. Για μεγάλο μέρος του περασμένου έτους, οι δημοσκοπήσεις έβαζαν μπροστά τους Χριστιανοδημοκράτες (CDU/CSU). Τον Απρίλιο και τον Μάιο, πήραν ώθηση οι Πράσινοι αλλά το CDU/CSU ανέβηκε ξανά στην πρώτη θέση το καλοκαίρι.

Πλέον όμως και παρόλο που για μεγάλο μέρος της προεκλογικής εκστρατείας υστερούσαν στις δημοσκοπήσεις, οι Γερμανοί Σοσιαλδημοκράτες (SPD) έχουν καταφέρει να αποκτήσουν το προβάδισμα τις τελευταίες εβδομάδες. Το SPD κατέχει τώρα περίπου το 25 % των ψήφων στις τελευταίες δημοσκοπήσεις, με σαφές πλεονέκτημα έναντι του CDU/CSU.

Πώς όμως το κόμμα κατάφερε να χτίσει με επιτυχία τη δυναμική πίσω από τον υποψήφιο καγκελάριό του, Όλαφ Σολτς;

Σύμφωνα με τον Uğur Tekiner, σε αρθρογραφία του στο London School of Economics, υπάρχουν τουλάχιστον τρεις βασικοί παράγοντες που βοήθησαν το SPD να «ορθοποδήσει» και να βγει μπροστά στις προτιμήσεις των Γερμανών:

Πρώτον, η κυβέρνηση της Άνγκελα Μέρκελ κατέγραψε μια αξιοσημείωτη μείωση της δημοτικότητάς της. Κατά τη διάρκεια των 16 ετών της θητείας της, η Άνγκελα Μέρκελ θεωρούνταν ότι είχε ανταπεξέλθει ακόμη και στις πιο σοβαρές προκλήσεις, όπως η κρίση στην Ευρωζώνη και το μεταναστευτικό. Ωστόσο, ο χειρισμός της κυβέρνησης στην πανδημία δεν είναι το δυνατό της σημείο. Επιπλέον, η κυβέρνηση Μέρκελ κλονίστηκε πρόσφατα από μια σειρά από σκάνδαλα, όπως  η υπόθεση με τις προμήθειες μασκών και το σκάνδαλο Wirecard. Αυτά τα γεγονότα όχι μόνο προβλημάτισαν τη Μέρκελ στην τελευταία φάση της καγκελαρίας της, αλλά έχουν επίσης υπονομεύσει σοβαρά τη φήμη των Χριστιανοδημοκρατών ως αξιόπιστου κυβερνητικού κόμματος.

Δεύτερον, το κυβερνών CDU έχει στιγματιστεί από τη συνεχή τριβή για το ποιος θα διαδεχθεί τη Μέρκελ ως ηγέτης του κόμματος και υποψήφιος καγκελάριος. Η Άνεγκρετ Κραμπ‑Κάρενμπαουερ εξελέγη νέα ηγέτης του CDU το 2018, αλλά παραιτήθηκε πέρυσι μετά από κρίση στη Θουριγγία, όπου το τοπικό κόμμα CDU δέχτηκε έντονη κριτική για ευθυγράμμιση με την ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) και το Ελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα (FDP).

Ο πρωθυπουργός της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας, Άρμιν Λάσετ, εξελέγη έπειτα για να διαδεχθεί την Κραμπ-Κάρενμπαουερ ως νέος ηγέτη του CDU. Στη συνέχεια, και έπειτα από μια σφοδρή μάχη με τον αρχηγό του CSU, Μάρκους Σόντερ, αναδείχθηκε ο υποψήφιος του CDU/CSU για καγκελάριος. Σε αντίθεση με τον Όλαφ Σολτς, ο οποίος ανεπίσημα δηλώθηκε από το SPD ως υποψήφιος καγκελάριος τον Αύγουστο του 2020, η υποψηφιότητα του Λάσετ επιβεβαιώθηκε μόλις πριν από λίγους μήνες.

Επιπλέον, ο Λάσετ δέχτηκε κριτική για αμφιλεγόμενες πολιτικές που ακολουθήθηκαν στη Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Έχει κάνει επίσης μερικές γκάφες και αναγκάστηκε να ζητήσει συγγνώμη αφού αντιμετώπισε κατηγορίες για λογοκλοπή σε σχέση με ένα βιβλίο που εξέδωσε το 2009. Ξεχωριστή συγγνώμη ζήτησε όταν φαίνεται σε βίντεο να γελάει  κατά τη διάρκεια δήλωσης του Γερμανού προέδρου Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάιερ από την πλημμυρισμένη πόλη Erfstadt.

Η Ανναλένα Μπέρμποκ, από την άλλη, η πρώτη υποψήφια καγκελάριος που έθεσαν οι Πράσινοι στις εκλογές, αντιμετώπισε τις δικές της δυσκολίες τους τελευταίους μήνες, συμπεριλαμβανομένων κατηγοριών για λογοκλοπή και ισχυρισμούς ότι το βιογραφικό της περιέχει ανακρίβειες.

Τρίτον,  η προσωπική άνοδος του Όλαφ Σολτς στάθηκε καθοριστικός παράγοντας. Στις τελευταίες ομοσπονδιακές εκλογές, ο υποψήφιος καγκελάριος του SPD, Μάρτιν Σουλτς, είδε μια πρόωρη ενίσχυση της υποστήριξης προτού κατρακυλήσει το κόμμα. Σε πλήρη αντίθεση το σημερινό «φαινόμενο Σολτς» έχει αποδειχθεί πολύ πιο ανθεκτικό αυτή τη φορά.

Ο Σολτς έχει καθιερωθεί ως σαφές φαβορί στις δημοσκοπήσεις ζητώντας από τους ψηφοφόρους να δηλώσουν τον προτιμώμενο υποψήφιο καγκελάριο. Οι υψηλές βαθμολογίες του και οι δυσκολίες που αντιμετώπισαν οι Λάσετ και Μπέρμποκ βοήθησαν να επανέλθει το SPD μάχιμο στον αγώνα. Ο Σολτς τόνισε με επιτυχία την πολιτική και κυβερνητική του εμπειρία κατά τη διάρκεια μιας ιδιαίτερα επικεντρωμένης προεκλογικής εκστρατείας. Η στρατηγική του να αναδείξει τον εαυτό του ως τον υποψήφιο που είναι ο φυσικός διάδοχος της Μέρκελ ήταν επίσης πολύ αποτελεσματική.

naftemporiki.gr με πληροφορίες από LSE