Ζούμε σε έναν κόσμο που καθορίζεται από παγκόσμιες προκλήσεις. Την τελευταία δεκαετία ιδίως έχει αναδειχτεί επιτακτικά η υπαρξιακή πρόκληση της κλιματικής κρίσης και της καταστροφικής υποβάθμισης του περιβάλλοντος, αλλά και κίνδυνοι που απορρέουναπό την κρίση της δημοκρατίας, την ψηφιακή μετάβαση και τις γεωπολιτικές ανακατατάξεις, σε μία όλο και περισσότερο πολυπολική παγκόσμια σφαίρα.
Του Αλέξη Τσίπρα*
Ζούμε σε έναν κόσμο που καθορίζεται από παγκόσμιες προκλήσεις. Την τελευταία δεκαετία ιδίως έχει αναδειχτεί επιτακτικά η υπαρξιακή πρόκληση της κλιματικής κρίσης και της καταστροφικής υποβάθμισης του περιβάλλοντος, αλλά και κίνδυνοι που απορρέουναπό την κρίση της δημοκρατίας, την ψηφιακή μετάβαση και τις γεωπολιτικές ανακατατάξεις, σε μία όλο και περισσότερο πολυπολική παγκόσμια σφαίρα.
Οι προκλήσεις αυτές αναδύθηκαν πάνω στο κυρίαρχο οικονομικό δόγμα που αποθέωνε τις αγορές, επιτρέποντας να ορίζουν όχι μόνο την πορεία της οικονομίας, αλλά και της κοινωνικής και περιβαλλοντικής ισορροπίας. Και αναπόφευκτα οδηγηθήκαμε ως εδώ. Ακόμη και η ίδια η ζωή, στον βωμό της μεγέθυνσης των κερδών.
Όσο η ανεξέλεγκτη δράση των αγορών αφορούσε μόνο τη διεύρυνση των ανισοτήτων οι ηγεσίες της Δύσης προσπαθούσαν να αγνοήσουν τον ελέφαντα στο δωμάτιο. Εμφανίστηκαν διάφορες αφηγήσεις με σκοπό να «αθωώσουν» το οικονομικό μοντέλο.
Στην Ελλάδα έφταιγαν οι τεμπέληδες Έλληνες.
Στις ΗΠΑ έφταιγε η φορολογία των επιχειρήσεων.
Στη Γαλλία το ασφαλιστικό.
Στην Αγγλία η καταπιεστική Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η ραγδαία επιδείνωση της κλιματικής κρίσης όμως και εσχάτως η πανδημία λειτούργησαν ως επιταχυντής, για να γίνει ακόμη πιο φανερό το προφανές: Ότι το κυρίαρχο οικονομικό μοντέλο δεν είναι βιώσιμο και είναι επιτακτική η ανάγκη υπέρβασής του.
Για πρώτη φορά έπειτα από τέσσερις δεκαετίες η κυριαρχία μιας ακραία νεοφιλελεύθερης αντίληψης αμφισβητείται τόσο ξεκάθαρα. Η πανδημία, η κλιματική κρίση, η ευθεία επίθεση νεο-συντηρητικών ακροδεξιών καθεστώτων σε ατομικά, κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα, ξαναφέρνουν στο προσκήνιο παραμελημένες αξίες. Την ανάγκη για προστασία της ζωής και της υγείας με ισχυρά δημόσια συστήματα υγείας - πρόνοιας. Την ανάγκη μετάβασης σε μηδενικό αποτύπωμα ρύπων. Την ανάγκη να αποκατασταθεί η πληγωμένη -από τη διαρκή αύξηση ανισοτήτων- κοινωνική συνοχή.
Στις ΗΠΑ (υπό την επιρροή μιας αρκετά δραστήριας αριστερής πτέρυγας του δημοκρατικού κόμματος) αλλά και στην Ευρώπη, πληθαίνουν οι φωνές οικονομολόγων πολιτικών και κινημάτων υπέρ της αλλαγής παραδείγματος, προς μια βιώσιμη περιβαλλοντικά και συμπεριληπτική κοινωνικά ανάπτυξη.
Ο πρόεδρος Μπάιντεν έγκαιρα σημείωσε το τέλος του παλιού κόσμου και της ψευδαίσθησης των trickle-down economics. Ογδόντα τρεις δισεκατομμυριούχοι από επτά χώρες δημοσίευσαν πρόσφατα ένα κείμενο που ζητάει τη φορολόγησή τους. Οι G7 πήραν απόφαση για ένα παγκόσμιο εταιρικό φόρο για τις πολυεθνικές. Ενώ ο OHE έχει υιοθετήσει εδώ και καιρό την Ατζέντα 2030 και τους στόχους για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη ως μονοπάτι που θα οδηγήσει σε έναν κόσμο δικαιότερο και ο ΠΟΥ προειδοποιεί για την ανάγκη μείωσης των ωρών εργασίας. Ακόμα και το ΔΝΤ κάλεσε τα κράτη να αυξήσουν τη φορολογία στο μεγάλο πλούτο.
Η χώρα μας προφανώς αντιμετωπίζει τις ίδιες παγκόσμιες προκλήσεις, αλλά από μία δυσκολότερη θέση σε σχέση με άλλες. Έχει να αντιμετωπίσει τα απόνερα της κρίσης της προηγούμενης δεκαετίας. Την κόπωση της κοινωνίας παρά την απαλλαγή από το καθεστώςεπιτροπείας που πέτυχε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Την υπέρβαση διαχρονικών παθογενειών, όπως το πελατειακό κράτος, η έλλειψη σχεδίου και η κυριαρχία ενός εσωστρεφούς οικονομικού μοντέλου.
Δυστυχώς, σήμερα η συζήτηση στην Ελλάδα περί αλλαγής παραδείγματος μοιάζει σχεδόν αιρετική. Οποιαδήποτε αντίστοιχη πρόταση θεωρείται σπατάλη ή λαϊκισμός, ενώ το αναμάσημα συνταγών που χρεοκόπησαν τη χώρα εμφανίζεται ξανά ως «αναπτυξιακή πολιτική».
Ο κόσμος αλλάζει αλλά η Ελλάδα έχει μια κυβέρνηση βυθισμένη σε μια αναχρονιστική φούσκα, στην οποία ζει μαζί με τους χορηγούς της.
Η κρίση της ελληνικής οικονομίας οφείλεται στην ανάπτυξη μόνο λίγων παραδοσιακών τομέων (της ναυτιλίας, του τουρισμού και των κατασκευών) και στην ψευδαίσθηση πριν από την κρίση του 2008, ότι τα μεγάλα έργα, η πιο εσωστρεφής οικονομία, και η κατανάλωση, μαζί με τις μαζικές ιδιωτικοποιήσεις, διασφαλίζουν τη ροή διεθνών πόρων στην οικονομία και μπορούν να στηρίξουν μια γρήγορη, βιώσιμη ανάπτυξη.
Με το μοντέλο αυτό η χώρα το 2009 χρεοκόπησε και οδηγήθηκε σε μια δεκαετία μνημονιακών ρυθμίσεων, με δραματικές επιπτώσεις για την πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας.
Η επαναφορά του ίδιου μοντέλου από τη σημερινή κυβέρνηση είναι εξοργιστική.
Το νέο περιτύλιγμα της αποτυχημένης συνταγής είναι ιδιωτικοποιήσεις σε ό,τι απέμεινε, ακόμα και στο κοινωνικό κράτος (επικουρικές συντάξεις, κολέγια, υγεία), πιο ελαστική αγορά εργασίας, Real Estate, τουρισμός, και ΣΔΙΤ παντού.
Η κυβέρνηση της Ν.Δ. πριν από την πανδημία παρέλαβε -για πρώτη φορά στα μεταπολιτευτικά χρονικά- μια ευνοϊκή δημοσιονομική-οικονομική κατάσταση. Με απόθεμα ασφαλείας 37 δισ. ευρώ και 11 τρίμηνα συνεχούς ανάπτυξης. Κατάφερε όμως το ακατόρθωτο: να επιβραδύνει την οικονομία ήδη το 4ο τρίμηνο του 2019 και το πρώτο του 2020, δηλαδή πριν από την πανδημία.
Και σήμερα αντιμετωπίζει το πιο ευνοϊκό δημοσιονομικά περιβάλλον. Με περισσότερα χρηματοδοτικά εργαλεία από ποτέ, άρση του δημοσιονομικού πλαισίου, αγορά ελληνικών ομολόγων από ΕΚΤ, Ταμείο Ανάκαμψης και άλλους κοινοτικούς πόρους, ανοιχτό διάδρομο δεκαετίας για το χρέος.
Ωστόσο, η πολιτική της από τη φορολογία μέχρι τα εργασιακά και από την αξιοποίηση κοινοτικών πόρων μέχρι τον πτωχευτικό κώδικα και τις τράπεζες, απειλεί να φέρει τη χώρα αντιμέτωπη ξανά με δημοσιονομικό πρόβλημα. Να χάσουμε μια μεγάλη ευκαιρία μετασχηματισμού, σπαταλώντας ευρωπαϊκούς πόρους σε αποτυχημένες συνταγές υπέρ λίγων.
Καταργούν έτσι την προσδοκία. Σπέρνουν φόβο και ανασφάλεια στην κοινωνική πλειοψηφία. Οι μόνοι ωφελημένοι είναι μια μικρή ελίτ που θέλει να παίζει με σημαδεμένα χαρτιά το παιχνίδι της ελεύθερης αγοράς. Που φοβάται τον ανταγωνισμό, οικτίρει το κράτος, αλλά απαιτεί από αυτό να τη συντηρεί και να την προστατεύει.
Τι πρέπει να γίνει
Βραχυπρόθεσμα, η κρίσιμη αβεβαιότητα για την ελληνική οικονομία παραμένει η εξέλιξη της υγειονομικής κρίσης. Το ΕΣΥ χωρίς ουσιαστική στήριξη αναμένεται να δοκιμαστεί τους ερχόμενους μήνες. Η Ελλάδα βρίσκεται δυστυχώς κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο στο ποσοστό εμβολιασμένων. Η εμπιστοσύνη στους χειρισμούς της κυβέρνησης έχει χαθεί και η αποτελεσματικότητα των περιοριστικών μέτρων είναι χαμηλή. Όλα αυτά θα έχουν δυσμενείς επιπτώσεις στην οικονομία. Είναι λοιπόν επιτακτική η ανάγκη να στηριχθούν για όσο απαιτείται επιχειρήσεις και νοικοκυριά που επλήγησαν.
Στο μεσοπρόθεσμο επίπεδο οι αβεβαιότητες συνδέονται με το χρόνο άρσης των έκτακτων μέτρων δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής της Ε.Ε., αλλά και το νέο δημοσιονομικό πλαίσιο που θα ισχύσει μετά την πανδημία.
Η Ελλάδα πρέπει να ενώσει τη φωνή της με τις δυνάμεις στην Ευρώπη που ζητούν ομαλή απόσυρση των μέτρων στήριξης μετά την υγειονομική ομαλοποίηση. Και κυρίως να διεκδικήσει μαζί με άλλες χώρες τη μόνιμη αλλαγή του Συμφώνου Σταθερότητας, ώστε να παρέχει τις πρόνοιες και την ευελιξία που θα διασφαλίσει την ανάκαμψη των οικονομιών και την πράσινη και ψηφιακή μετάβαση με δίκαιο τρόπο.
Και πρέπει επιτέλους να σχεδιάσουμε και να υλοποιήσουμε τη δική μας «αλλαγή παραδείγματος», αφήνοντας πίσω τις παθογένειες του παρελθόντος. Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ κατέθεσε πρόσφατα στη δημόσια σφαίρα το πλαίσιο των προγραμματικών του θέσεων. Εθνικοί και ευρωπαϊκοί πόροι πρέπει να χρηματοδοτήσουν τις απαραίτητες αλλαγές προς νέο παραγωγικό μοντέλο, που θα κάνει στροφή στην ποιότητα και την υψηλή προστιθέμενη αξία.
Στο ερώτημα αν η αλλαγή παραδείγματος είναι εφικτή εν μέσω κλιματικής κρίσης και ψηφιακής μετάβασης, η απάντηση που δίνουμε στις προγραμματικές μας θέσεις είναι θετική. Όχι μόνο μπορούμε, αλλά πολύ περισσότερο οφείλουμε να αξιοποιήσουμε τις σημαντικές ευκαιρίες που δίνουν η πράσινη και η ψηφιακή μετάβαση.
Αρκεί να εγκαταλείψουμε άμεσα τις ιδεοληπτικές εμμονές σε ένα παράδειγμα που χρεοκόπησε. Και να σχεδιάσουμε, στοχεύοντας στην κοινωνική συνοχή, στη μείωση των ανισοτήτων, στην ενίσχυση της εργασίας, στην αποκέντρωση της παραγωγής σε ευρύτατα στρώματα του πληθυσμού, στην ενίσχυση του κοινωνικού κράτους, στο μετασχηματισμό και τη σύγχρονη οργάνωση της δημόσιας διοίκησης, στην ενίσχυση της δημοκρατίας και της λογοδοσίας.
Αυτή τη φορά πρέπει να βρεθούμε στη σωστή πλευρά της ιστορίας. Αυτό, όμως, δεν μπορεί να γίνει με μία κυβέρνηση που δεν έχει καταλάβει ότι με τις συνταγές της χρεοκόπησε η χώρα, και επιμένει δογματικά σε έναν φαύλο κύκλο. Απαιτείται αλλαγή πορείας, πολιτική αλλαγή. Μια προοδευτική κυβέρνηση που θα δώσει πνοή σε ένα σχέδιο αναγέννησης και βιώσιμης συμπεριληπτικής ανάπτυξης.