Οι πρόσφατες καταστροφικές πυρκαγιές ανέδειξαν με τον πλέον δραματικό τρόπο μια σειρά ζητημάτων που ο σύγχρονος, αστικός τρόπος ζωής είχε θέσει στο περιθώριο των συζητήσεων και του προβληματισμού.
Του Σταύρου Αραχωβίτη*
Οι πρόσφατες καταστροφικές πυρκαγιές ανέδειξαν με τον πλέον δραματικό τρόπο μια σειρά ζητημάτων που ο σύγχρονος, αστικός τρόπος ζωής είχε θέσει στο περιθώριο των συζητήσεων και του προβληματισμού.
Οι δραματικές επιπτώσεις που έρχονται μαζί με την κλιματική κρίση, πολλές φορές χρησιμοποιούνται ως άλλοθι για να καλύψουν την αδυναμία διαχείρισης καταστάσεων, την ανικανότητα πρόβλεψης, την ανυπαρξία σχεδιασμού, την έλλειψη συνεργασίας με τους επιστήμονες και, εν τέλει, τη μονομερή δράση προς εξυπηρέτηση συγκεκριμένων συμφερόντων.
Ωστόσο, τα πεδία που επηρεάζονται από την κλιματική κρίση είναι πολλά και αφορούν κρίσιμους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας και ύπαρξης. Ο πρώτος, είναι η παραγωγή τροφής. Η αλλαγή των καιρικών συνθηκών επηρεάζει όλο τον βιολογικό κύκλο και ιδίως τη γονιμότητα των φυτών αυτή καθαυτή, όσο και περιφερειακούς συναφείς παράγοντες. Οι θερμοκρασίες της ατμόσφαιρας, πέρα από τις παρατεταμένες ημέρες με πολύ υψηλές το καλοκαίρι ή τους άκαιρους παγετούς πάνω στο κρίσιμο στάδιο της ανθοφορίας, επηρεάζουν τη διαφοροποίηση των οφθαλμών και τη γονιμότητα του άνθους. Η μειωμένη διαθεσιμότητα σε αρδευτικό νερό, οι παρατεταμένες περίοδοι χωρίς βροχή, οι καταστροφικές βροχοπτώσεις και χαλαζοπτώσεις απειλούν την παραγωγή και το εισόδημα των παραγωγών. Τα έντομα, οι εχθροί και οι ασθένειες επίσης διαφοροποιούν τους βιολογικούς τους κύκλους και απειλούν τις καλλιέργειες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η xylella fastidiosa, ένα βακτήριο εξαιρετικά απειλητικό για την ελαιοκαλλιέργεια, η οποία ευδοκιμεί στη Μεσόγειο για χιλιάδες χρόνια.
Με την παγκοσμιοποίηση στη διακίνηση των αγαθών και των υπηρεσιών, τα εγχώρια προϊόντα που παράγονται κάτω από εξαιρετικά δυσμενείς συνθήκες τόσο από πλευράς αναγλύφου όσο και καιρικών συνθηκών και κόστους παραγωγής και διαβίωσης, καθίστανται μη ανταγωνιστικά με όρους αγοράς. Το καθαρό εισόδημα των Ελλήνων παραγωγών υπολείπεται δραματικά έναντι του μέσου εθνικού και του μέσου ευρωπαϊκού αγροτικού. Ταυτόχρονα, η έκθεση σε αυξημένες πολλές φορές κερδοσκοπικές διακυμάνσεις πάνω στις τιμές των προϊόντων καθιστά ιδιαίτερα ευάλωτους τους παραγωγούς.
Το χάσμα στο εισόδημα ανά μονάδα εργασίας και η ανασφάλεια στην παραγωγή ωθούν στην εγκατάλειψη της υπαίθρου από τους παραγωγούς, δημιουργώντας ένα σταθερό ρεύμα μετανάστευσης, εσωτερικής και εξωτερικής. Η εγκατάλειψη της υπαίθρου και η παύση των ανθρωπογενών δραστηριοτήτων στα οικοσυστήματα δημιουργούν μια σειρά από παρενέργειες τόσο για το περιβάλλον όσο και για την οικονομία. Η εγκατάλειψη της αγροτικής γης και των βοσκήσιμων γαιών που βρίσκονται στο δυνητικό όριο μεταξύ αγροτικής και δασικής γης και λειτουργούσαν ως αντιπυρική ζώνη, δημιουργεί συνθήκες επικίνδυνες για τους οικισμούς αλλά και για το περιβάλλον. Οι πυρκαγιές γίνονται πιο ανεξέλεγκτες, ενώ επεκτατικά φυτικά και ζωικά είδη εισβάλλουν στους οικοτόπους άλλων ειδών τα οποία εκτοπίζουν.
Ταυτόχρονα, δραστηριότητες που είχαν αποκτήσει σοβαρή δυναμική και προήγαγαν τη ζωή στην ύπαιθρο εγκαταλείπονται μαζί με την παραγωγή. Η ορεινή ποιμενική κτηνοτροφία στην οποία οφείλεται η παγκόσμια φήμη της φέτας μας, εγκαταλείπεται με ταχύτατους ρυθμούς. Τα μεσο-μακροπρόθεσμα οικονομικά αποτελέσματα αποτιμώνται σε πολλά εκατομμύρια ευρώ. Η συλλογή ρετσινιού από τα πεύκα στην Εύβοια, η ελαιοκομία στη Γορτυνία και η μελισσοκομία στη Μάνη βρίσκονται πλέον σε οριακό σημείο.
Από αυτή την τάση ανακύπτει το σοβαρό ζήτημα της περιφερειακής ασφάλειας. Έχουμε περάσει πλέον το περιθώριο της περιφερειακής συνοχής και συζητάμε για περιφερειακή ασφάλεια. Οι ανεξέλεγκτες πυρκαγιές, οι εκτεταμένες πλημμύρες, η ανεπίστρεπτη διάβρωση και ερημοποίηση της παραγωγικής γης, αποτελούν τους σοβαρούς κινδύνους που οδηγούν στην εγκατάλειψη της παραγωγής.
Εν τω μεταξύ, η κρίση στην εγχώρια παραγωγή τροφής και προϊόντων μετατρέπεται από ένα ρητορικό θεωρητικό ζήτημα σε πραγματικό γεγονός, που γεννά πλήθος αρνητικών επιδράσεων τόσο στην οικονομία όσο και στην εθνική ασφάλεια. Η διαρκής εξάρτηση της διατροφής μας από τις εισαγωγές αφενός, και η επιδείνωση του εμπορικού ισοζυγίου σε βασικά είδη διατροφής αφετέρου, οφείλουν να προβληματίσουν όλους τούς, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, εμπλεκόμενους.
Ωστόσο, υπάρχει και η άλλη πλευρά της ελληνικής παραγωγής: αυτή που αντιμάχεται τις δυσκολίες, αυτή που καινοτομεί, αυτή που βρίσκει τον δρόμο των εξαγωγών, αυτή που μετατρέπει τα μειονεκτήματα σε πλεονεκτήματα αξιοποιώντας τα δυνατά σημεία. Αυτή την πλευρά της παραγωγής οφείλουμε να αναδείξουμε, να βοηθήσουμε και να στηρίξουμε ουσιαστικά. Όμως η στήριξη αυτή, για να είναι ουσιαστική, πρέπει να βασίζεται στη γνώση, στον στρατηγικό σχεδιασμό και την παροχή αποτελεσματικών εργαλείων.
Ο ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση ξεκίνησε να δουλεύει στην κατεύθυνση αυτή συστηματικά και έφερε αποτελέσματα. Το 2018 ήταν η χρονιά όπου είχαμε ρεκόρ εξαγωγών. Η δυναμική διατηρήθηκε και το 2019 οπότε είχαμε και δεύτερο συνεχόμενο ρεκόρ.
Συμπερασματικά, η ελληνική γεωργία έχει ένα μοναδικό συγκριτικό πλεονέκτημα: την υψηλή ποιότητα και τη διαφοροποίηση των προϊόντων της.
Οι κατευθύνσεις που επιβάλλεται να κινηθεί η διοίκηση εντάσσονται σε δυο βασικούς άξονες. Ο πρώτος άξονας περιλαμβάνει τα μέτρα που θα συμβάλουν στην επιβίωση και ενίσχυση των παραγωγών ώστε να συνεχίσουν να παράγουν ποιοτικά προϊόντα. Ο δεύτερος άξονας στοχεύει στην ανάπτυξη δυναμικής και στην ενίσχυση της εξωστρέφειας της γεωργικής μας παραγωγής. Επιγραμματικά παρατίθενται τα βασικά σημεία κάθε άξονα, που συνοψίζονται στα ακόλουθα.
Στον πρώτο άξονα περιλαμβάνεται η μείωση του κόστους παραγωγής, το οποίο είναι ιδιαίτερα υψηλό για τις εγχώριες γεωργικές εκμεταλλεύσεις για πολλούς λόγους. Το ανάγλυφο, ο μικρός και ο πολυτεμαχισμένος κλήρος, το μικρό μέγεθος εκμεταλλεύσεων, η υψηλή φορολογία και μια σειρά άλλων παραμέτρων διαμορφώνουν ένα από τα υψηλότερα κόστη παραγωγής σε όλη την Ευρώπη. Ο εκσυγχρονισμός του ΕλΓΑ, του Οργανισμού Ασφάλισης της παραγωγής είναι επιβεβλημένος ώστε να μειώσει την ανασφάλεια στον παραγωγό και να του επιτρέψει να καινοτομήσει. Η ενίσχυση των συνεργατικών δομών και η ενθάρρυνση της συμμετοχής των παραγωγών αποτελεί στρατηγικό στόχο για την οργάνωση της παραγωγής.
Στον δεύτερο άξονα εντάσσεται η προστασία των εθνικών μας προϊόντων έναντι τόσο του εξωτερικού ανταγωνισμού όσο και έναντι του μιμητισμού και των ελληνοποιήσεων. Αυτό επιτυγχάνεται με την προστασία των ΠΟΠ/ΠΓΕ προϊόντων μας μέσα στις διεθνείς συμφωνίες μεταξύ Ε.Ε. και Τρίτων χωρών. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της πλήρους προστασίας της ΠΟΠ φέτας μας στη συμφωνία με την Ιαπωνία το 2017 έναντι της ατελούς προστασίας με τον Καναδά το 2014. Ταυτόχρονα, η ενίσχυση των ελεγκτικών μηχανισμών αποτελεί κομβικής σημασίας ενέργεια. Οι κρατικοί μηχανισμοί βρίσκονται σε πολύ χαμηλό βαθμό στελέχωσης λόγω των μνημονιακών πολιτικών τα προηγούμενα χρόνια αλλά και λόγω των νεοφιλελεύθερων λογικών σήμερα.
Η ελληνική γεωργική παραγωγή μπορεί να σταθεί στα πόδια της και να ανθήσει. Οι στόχοι της επιβίωσης του παραγωγού και της ανάπτυξης είναι στόχοι ομόκεντροι και επιτυγχάνονται ταυτόχρονα. Σε αυτή την προσπάθεια παραμένουμε απόλυτα στοχοπροσηλωμένοι.