Η πατρίδα μας βρίσκεται μπροστά σε σημαντικές αναπτυξιακές προκλήσεις, τις οποίες θα πρέπει να αντιμετωπίσει με τον βέλτιστο -κατά το δυνατόν- τρόπο, ούτως ώστε να δημιουργηθούν συνθήκες βιώσιμης και αυτοτροφοδοτούμενης ανάπτυξης για τη χώρα τις επόμενες δεκαετίες.
Του Αθανάσιου Σαββάκη*
Η πατρίδα μας βρίσκεται μπροστά σε σημαντικές αναπτυξιακές προκλήσεις, τις οποίες θα πρέπει να αντιμετωπίσει με τον βέλτιστο -κατά το δυνατόν- τρόπο, ούτως ώστε να δημιουργηθούν συνθήκες βιώσιμης και αυτοτροφοδοτούμενης ανάπτυξης για τη χώρα τις επόμενες δεκαετίες. Ουσιαστικά η χώρα με την κατάλληλη αναπτυξιακή πολιτική θα πρέπει να διαμορφώσει και να υλοποιήσει την κατάλληλη στρατηγική που θα αμβλύνει τις επιπτώσεις από τις δύο απανωτές κρίσεις (χρηματοπιστωτική και COVID-19) και θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας, συμβάλλοντας καταλυτικά στην κοινωνική συνοχή.
Στο πλαίσιο αυτό, η Ελλάδα θα πρέπει να δημιουργήσει το κατάλληλο πλέγμα πολιτικών για την αντιμετώπιση της 4ης βιομηχανικής επανάστασης. Η ιστορία μάς έχει διδάξει ότι σε κάθε βιομηχανική επανάσταση ο συνδυασμός νέων τεχνολογιών επικοινωνίας και τα νέα συστήματα παραγωγής και μεταφοράς ενέργειας συνήθως δημιουργούν έναν «πανταχού παρόντα» και «φθηνό» παράγοντα εισροών στην κάθε παραγωγική δραστηριότητα, αλλά γενικότερα ευνοεί την ανάπτυξη κάθε είδους επιχειρηματικών δραστηριοτήτων. Είναι ο καταλύτης για την ανάληψη δράσεων καινοτομίας, άρα υποβοηθά τελικά τον μετασχηματισμό των παραγωγικών διαδικασιών και του κοινωνικοοικονομικού περιβάλλοντος γενικότερα.
Με την εμφάνιση νέων τεχνολογιών όπως το φορητό internet, τα big data, την τεχνητή νοημοσύνη, το cloud computing και το διαδίκτυο των πραγμάτων, η 4η βιομηχανική επανάσταση θα είναι τελικά μια ευρείας κλίμακας διαδικασία διασύνδεσης που θα χαρακτηρίζεται από την ψηφιοποίηση, την ανάπτυξη επιχειρηματικών δικτύων και την επιχειρηματική ευφυία. Όλα αυτά ευελπιστούμε να συντελέσουν στην ανάπτυξη της ψηφιακής οικονομίας, αφού πλέον η ψηφιακή γνώση και η πληροφορία είναι οι νέοι συντελεστές παραγωγής, ενώ η ευφυής βιομηχανία και η αξιοποίηση των big data για τη διασύνδεση των πραγμάτων.
Παρά ταύτα, σε πρόσφατη έρευνα μεταξύ των μελών του ΣΒΕ που αφορούσε τις δράσεις που έχουν αναλάβει ή θα αναλάβουν οι επιχειρήσεις μέλη μας για τον ψηφιακό τους μετασχηματισμό, φαίνεται ξεκάθαρα ότι ο ψηφιακός μετασχηματισμός των μικρομεσαίων μεταποιητικών επιχειρήσεων με έδρα την ελληνική περιφέρεια πραγματοποιείται με αργούς ρυθμούς, ενώ υπάρχουν εμφανείς αδυναμίες στην εφαρμογή των διαφόρων δράσεων. Προφανώς αυτή η διαπίστωση αποτελεί και την πραγματικότητα, αλλά είναι άκρως ανησυχητική αν σκεφθούμε την προοπτική προσαρμογής στην 4η βιομηχανική επανάσταση.
Κατά τον ΣΒΕ απαιτούνται χρόνος και ισχυρά κίνητρα για την ψηφιακή προσαρμογή της βιομηχανίας.
Σήμερα η μεταποίηση στο πλαίσιο του ψηφιακού της μετασχηματισμού εστιάζεται σε ήδη γνωστές και διαδεδομένες πρακτικές, όπως:
Πρωτοβουλίες όπως:
φαίνεται ότι θα υιοθετηθούν από τη βιομηχανία, αλλά με αργούς ρυθμούς και σε βάθος χρόνου.
Σε αντίθεση με τα όσα προαναφέρθηκαν, αποτελεί θετικό μήνυμα για την ψηφιακή μετάβαση η εκπαίδευση και επιμόρφωση του προσωπικού της βιομηχανίας στις νέες τεχνολογίες.
Ως εκ τούτου, ο κίνδυνος για τη βιωσιμότητα των μεταποιητικών επιχειρήσεων και την περαιτέρω μείωση της ανταγωνιστικότητάς τους είναι προφανής.
Για το λόγο αυτό αποτελεί αδήριτη ανάγκη η παροχή ισχυρών κινήτρων από την πολιτεία για τον ψηφιακό μετασχηματισμό της περιφερειακής βιομηχανίας.
Στο πλαίσιο αυτό:
είναι τα τρία βασικά χρηματοδοτικά εργαλεία που προκρίνει η περιφερειακή βιομηχανία ως τα πλέον ελκυστικά για την υποβοήθηση της ψηφιακής τους μεταρρύθμισης.
Στην πορεία Ψηφιακού Μετασχηματισμού της βιομηχανίας αναμένεται σημαντικό ρόλο να διαδραματίσει η χρηματοδότηση από το Ταμείο Ανάκαμψης. Το πραγματικά γιγαντιαίο πρόγραμμα του Ταμείου Ανάκαμψης αποτελεί σημαντική πρόκληση διαχείρισης τόσο για τα δεδομένα της χώρας όσο και για τη δημόσια διοίκηση. Σ’ αυτό το πρόγραμμα η ελληνική κοινωνία έχει εναποθέσει πολλές ελπίδες για την ανάκαμψη της οικονομίας και για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Όμως, πρέπει να είμαστε ρεαλιστές: το Ταμείο Ανάκαμψης δεν θα λύσει όλα τα προβλήματα της χώρας, αλλά ευελπιστούμε ότι θα συμβάλει στην επίλυση του πλέον σημαντικού που είναι η κάλυψη του πολύ σημαντικού επενδυτικού κενού που διαπιστώνουμε να υπάρχει στη χώρα μας μετά και την κρίση από την πανδημία COVID-19.
Είναι γνωστό ότι την τελευταία δεκαετία το επενδυτικό κενό που έχει καταγραφεί στη χώρα μας ανέρχεται στο ιλιγγιώδες ποσό του σχεδόν ενός ΑΕΠ της χώρας: 162 δισ. ευρώ. Άρα, τα 32 δισ. ευρώ του Ταμείου μόνο ένα μέρος αυτού του σημαντικού κενού μπορούν να καλύψουν. Για το λόγο αυτό ο ΣΒΕ υποστηρίζει ότι με έναν μέσον όρο περίπου 3,2 δισ. ευρώ τα οποία θα διοχετευθούν στην ελληνική οικονομία μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης από το 2021 έως και το 2025, το μοναδικό ερώτημα που τίθεται είναι με ποιον τρόπο η κυβέρνηση θα μπορέσει να άρει τις αμφιβολίες και των πλέον δύσπιστων, εν προκειμένω των θεσμών και των διεθνών οργανισμών, ότι πράγματι τα συγκεκριμένα κονδύλια θα εξασφαλίσουν τη βιώσιμη ανάπτυξη στη χώρα την επόμενη δεκαετία.
Με βάση τα παραπάνω ο Σύνδεσμος Βιομηχανιών Ελλάδος (ΣΒΕ) υποστηρίζει ότι οι κάθε είδους επενδύσεις, αλλά ειδικά οι παραγωγικές επενδύσεις που θα χρηματοδοτηθούν από το Ταμείο Ανάκαμψης, είναι αυτές που θα τοποθετήσουν τη χώρα μας εκ νέου στις ανεπτυγμένες χώρες του δυτικού κόσμου. Για να γίνει όμως αυτό χρειάζεται να δώσουμε ιδιαίτερη προσοχή στην άρση των παθογενειών του παρελθόντος. Παθογένειες που σχετίζονται ευθέως με την «κατεύθυνση» των κονδυλίων για την επίτευξη της ανάπτυξης της χώρας.