Η χώρα, η Θεσσαλονίκη και οι επαγγελματίες της βιώνουν μια πρωτόγνωρα άσχημη κοινωνικοοικονομική κατάσταση, το πλήγμα της οποίας είναι τεράστιο, ειδικά για τη μικρή και μεσαία επιχειρηματικότητα. Το ακόμη πιο δυσάρεστο είναι πως δεδομένα το μέγεθος της οικονομικής ζημίας θα αυξηθεί, το οποίο όμως δεν μπορεί να υπολογιστεί ακόμη, καθώς η υγειονομική κρίση του κορονοϊού συνεχίζεται.
Του Μιχάλη Ζορπίδη*
Η χώρα, η Θεσσαλονίκη και οι επαγγελματίες της βιώνουν μια πρωτόγνωρα άσχημη κοινωνικοοικονομική κατάσταση, το πλήγμα της οποίας είναι τεράστιο, ειδικά για τη μικρή και μεσαία επιχειρηματικότητα. Το ακόμη πιο δυσάρεστο είναι πως δεδομένα το μέγεθος της οικονομικής ζημίας θα αυξηθεί, το οποίο όμως δεν μπορεί να υπολογιστεί ακόμη, καθώς η υγειονομική κρίση του κορονοϊού συνεχίζεται.
Οι επιπτώσεις της πανδημίας στους επαγγελματίες μέλη μας είναι φανερές σχεδόν στο σύνολο των 195 επαγγελματικών κλάδων που εκπροσωπεί το Επαγγελματικό Επιμελητήριο Θεσσαλονίκης. Υπάρχουν αποθήκες γεμάτες με εμπορεύματα στοκ των οποίων η εποχή πέρασε και δεν έχουν μετατραπεί σε ρευστό για την κάλυψη υποχρεώσεων. Υπάρχουν προϊόντα που πετάχτηκαν καθώς δεν πουλήθηκαν και πέρασε η ημερομηνία λήξης τους, άρα χαμένα χρήματα.
Υπάρχει ένας ολόκληρος τουριστικός κλάδος και παράπλευρα επαγγέλματα, που για μεγάλο χρονικό διάστημα ήταν στον «πάγο» και στην ουσία δεν είχαν αντικείμενο εργασίας. Στον «πάγο» κλειστά για μεγάλο χρονικό διάστημα και σειρά επαγγελμάτων που προσφέρουν υπηρεσίες.
Όλα τα παραπάνω οδήγησαν σε έλλειψη ρευστού, τη στιγμή που υπάρχει υπερσυγκέντρωση υποχρεώσεων προς κράτος και προμηθευτές.
Οι επιχειρήσεις που εκπροσωπούμε είναι κυρίως μικρομεσαίες. Έπειτα από δεκαετή οικονομική κρίση πολλές από αυτές λειτουργούσαν στην ουσία χωρίς ταμειακά διαθέσιμα, αλλά τζίρο με τον τζίρο, ταμείο με το ταμείο. Δηλαδή όπως έπαιρναν τα χρήματα που έμπαιναν στην επιχείρησή τους ανά ημέρα, εβδομάδα ή μήνα, τα διέθεταν αμέσως για την κάλυψη παγίων και ανελαστικών για τους ίδιους δαπανών.
Το κράτος βοήθησε και στήριξε τους επαγγελματίες, όμως η ζημιά ήταν και είναι τόσο μεγάλη που δεν υπήρχε εκ των πραγμάτων η δυνατότητα να καλυφθεί εξ ολοκλήρου.
Παράλληλα, το ντόμινο των συνεπειών της εφαρμογής των μέτρων κατά του ιού οδήγησε σε συρρίκνωση εισοδημάτων, γεγονός που σημαίνει λιγότερα χρήματα για την αγορά.
Εκτός από το οικονομικό πλήγμα όμως, ακόμη ένας παράγοντας που «κόστισε» στην αγορά και τους επαγγελματίες είναι η άσχημη ψυχολογία στην οποία βρέθηκε ολόκληρη η χώρα και είναι φυσικό, όταν ακούς καθημερινά για χιλιάδες κρούσματα και θανάτους πολιτών. Με τέτοια ψυχολογία, αλλά και φόβο ταυτόχρονα, είναι πολύ λίγοι αυτοί που θέλουν να ψωνίσουν.
Η επόμενη ημέρα είναι γεμάτη προκλήσεις. Όπως, η αβεβαιότητα και το ερώτημα «θα επιβιώσουν επιχειρήσεις που βρέθηκαν χωρίς κεφάλαια κίνησης, χωρίς πελατεία και με τις υποχρεώσεις να διογκώνονται και απλά να μετατίθενται;».
Την ίδια στιγμή μεγάλη πρόκληση αποτελεί για το κράτος ή εξεύρεση του τρόπου και των κονδυλίων ώστε να συνεχιστεί, το τονίζω στοχευμένα, η στήριξη στους επαγγελματίες που έχουν πραγματική ανάγκη.
Η μεγαλύτερη όμως κατ’ εμέ πρόκληση είναι το πώς θα έχουμε ανοιχτές επιχειρήσεις και μια αγορά σε κανονικότητα, με τον κορονοϊό παρόντα; Ο ιός είναι εδώ, μεταλλαγμένος και τα κρούσματα σε τετραψήφια νούμερα καθημερινά. Επομένως, θα πρέπει άμεσα να αναζητηθούν οι τρόποι, αφού πρώτα συμφωνήσουμε πως η προοπτική ενός ακόμη lockdown απλά θα επιδείνωσει την κατάσταση, παρά θα προσφέρει λύση, να απαντηθεί το παραπάνω ερώτημα.
Καλή η στήριξη του κράτους, όμως αυτό που χρειάζονται οι επαγγελματίες μέλη του ΕΕΘ είναι περισσότερη δουλειά, καλύτερους τζίρους.
Τέλος, μια ακόμη μεγάλη πρόκληση είναι πώς θα αξιοποιήσουμε την εμπειρία που αποκομίσαμε από μια κατάσταση όπως αυτή που βιώνουμε και δεν θα ξανακάνουμε τα ίδια λάθη. Η «κληρονομιά» όσων δραστηριοτήτων πραγματοποιήθηκαν με το «τηλε» ως πρώτο συνθετικό είναι σημαντική, όπως και η εξακρίβωση πως ακόμη και οι πιο μικρές επιχειρήσεις πρέπει να κάνουν βήματα εκσυγχρονισμού, να χρησιμοποιήσουν την ψηφιακή τεχνολογία και το εργαλείο που λέγεται διαδίκτυο.