Μετά την ανεξαρτησία του με τη συνθήκη της Ραβαλπίντι (1919), το Αφγανιστάν έστρεψε το ενδιαφέρον του στις αλλαγές που εκτυλίσσονταν στις δύο μεγάλες μεσανατολικές χώρες, την Τουρκία και κυρίως το Ιράν. Γράφει ο Σωτήρης Ρούσσος.
Του Σωτήρη Ρούσσου*
Μετά την ανεξαρτησία του με τη συνθήκη της Ραβαλπίντι (1919), το Αφγανιστάν έστρεψε το ενδιαφέρον του στις αλλαγές που εκτυλίσσονταν στις δύο μεγάλες μεσανατολικές χώρες, την Τουρκία και κυρίως το Ιράν. Ο Αφγανός βασιλιάς Αμανουλάχ θα προσπαθήσει να ακολουθήσει την πολιτική του εκδυτικισμού του Κεμάλ Ατατούρκ και του Ρεζά Σαχ. Η πολιτική αυτή είχε στόχο τον εκσυγχρονισμό της εκπαίδευσης και της κοινωνίας σε κοσμική κατεύθυνση και την συγκέντρωση της εξουσίας στην Καμπούλ, μειώνοντας τον ρόλο των τοπικών θρησκευτικών ηγετών, των μουλάδων και των τοπικών φυλάρχων.
Στο Αφγανιστάν, όμως, δεν υπήρξε καταστροφή του παλαιού καθεστώτος μέσα από μια βαριά στρατιωτική ήττα ούτε η ανασυγκρότηση της εθνικής ταυτότητας μέσα από στρατιωτικό θρίαμβο, όπως στην περίπτωση της Τουρκίας. Ούτε είχαν προηγηθεί ένα δυναμικό κίνημα διανοουμένων και πολιτικών όπως αυτό που συγκροτήθηκε στο Ιράν στα τέλη του 19ου αιώνα και έφερε τη συνταγματική επανάσταση της περιόδου 1905-1909 ή σημαντικές εξεγέρσεις αγροτικού και αντι-ιμπεριαλιστικού χαρακτήρα, όπως το ιρανικό κίνημα Τζινγκάλι, ή η ανακάλυψη μεγάλων αποθεμάτων πετρελαίου. Δηλαδή δεν υπήρχαν συνθήκες και κοινωνικές δυνάμεις που θα στήριζαν το εκσυγχρονιστικό πρόγραμμα του βασιλιά Αμανουλάχ, με αποτέλεσμα τη βύθισή του από την αντίδραση των μoυλάδων και των φυλάρχων από τη μια πλευρά και την υπονόμευσή του από τη βρετανική αποικιοκρατία που υποδαύλιζε την αντίδραση από την Ινδία από την άλλη.
Αφγανιστάν: Ένα είδος «Γιουγκοσλαβίας»
Πενήντα χρόνια αργότερα, το Αφγανιστάν ακολουθεί και πάλι τα ρεύματα στη Μέση Ανατολή και ιδιαίτερα στο Ιράν. Το Αφγανιστάν βρισκόταν σε μια ιδιότυπη θέση στον Ψυχρό Πόλεμο, ένα είδος «Γιουγκοσλαβίας» στα σύνορα Κεντρικής και Νότιας Ασίας, χωρίς όμως σοσιαλιστικό καθεστώς. Οι ΗΠΑ έδιναν τα 2/3 της οικονομικής βοήθειας και το 1/3 η Σοβιετική Ένωση. Στη δεκαετία του 1960 αυξήθηκε σημαντικά ο αριθμός των φοιτητών που προέρχονταν από την αγροτική ύπαιθρο. Τα εθνικο-απελευθερωτικά κινήματα και οι ιδεολογίες του τριτοκοσμισμού (third-worldism) ασκούσαν ισχυρή επιρροή σε όλο τον μετα-αποικιακό κόσμο και όχι μόνο. Έτσι, διαμορφώθηκαν δύο βασικά ρεύματα στους φοιτητές και την μορφωμένη ελίτ της Καμπούλ, ένα αριστερό και ένα ισλαμιστικό.
Το αριστερό κομμουνιστικό ρεύμα είχε διασπαστεί σε δύο ομάδες, μία αστική, μορφωμένη και μετριοπαθή και μια προερχόμενη από τις αγροτικές περιοχές και πιο ριζοσπαστική. Το τεράστιο κοινωνικό και πολιτιστικό χάσμα μεταξύ της υπαίθρου και της πρωτεύουσας, η ανυπαρξία ενός χαρισματικού ηγέτη, όπως ο Αγιατολάχ Χομεϊνί ή παλαιότερα ο Νάσερ που θα συνέδεε την ύπαιθρο με την πόλη και η αδυναμία δημιουργίας συμμαχιών με μέρος των μουλάδων, οδήγησε το 1978 στο πραξικόπημα που ελεγχόταν από την κομμουνιστική αριστερά και ονομάστηκε η «Μεγάλη Απριλιανή Επανάσταση». Το μοντέλο αυτό, σύνηθες στην ευρύτερη Μέση Ανατολή, μιας αλλαγής από τα πάνω δεν κατόρθωσε να αλλάξει το βασικό στοιχείο κοινωνικής και οικονομικής εξουσίας, την μεγάλη γαιοκτησία. H σοβιετική εισβολή και κατοχή που ακολούθησε δεν άλλαξε τα βασικά δεδομένα της οικονομικής ιεραρχίας στην χώρα.
Η ισλαμιστική αντίσταση των μουτζαχεντίν εναντίον των Σοβιετικών αντανακλά κι αυτή ρεύματα που αναπτύσσονταν στην Μέση Ανατολή. Η Ισλαμική Επανάσταση έδειχνε πως μια λαϊκή εξέγερση με πολιτική πλατφόρμα το κοινωνικά ριζοσπαστικό σιιτικό Ισλάμ μπορούσε όχι μόνο να ανατρέψει ένα πανίσχυρο καθεστώς αλλά και να οργανώσει ένα εναλλακτικό προς τη Δύση μοντέλο του κράτους. Μετά τις ήττες του παναραβισμού στους αραβο-ισραηλινούς πολέμους, την άνοδο της ισχύος της Σαουδικής Αραβίας και την εξάπλωση των δικτύων του αυστηρού και άτεγκτου σαλαφιστικού Ισλάμ και του τζιχάντ ως πολέμου εναντίον των «ειδωλολατρικών» καθεστώτων και των ξένων στηριγμάτων τους, το πολιτικό Ισλάμ κέρδιζε έδαφος στη δεκαετία του 1980. Οι Ταλιμπάν, των οποίων το όνομα σημαίνει «σπουδαστές θρησκευτικών σχολείων», είναι αποτέλεσμα του πολέμου των μουτζαχεντίν. Πρόκειται για ομάδες νέων που συγκροτήθηκαν από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 στα στρατόπεδα Αφγανών προσφύγων του Πακιστάν και επηρεάστηκαν από το Ντεομπάντι ισλαμικό κίνημα του Πακιστάν, που συνδυάζει την εφαρμογή μιας πολύ αυστηρής, φονταμενταλιστικής εκδοχής του Ισλάμ με την αντι-ιμπεριαλιστική ιδεολογία.
Οι μαχητές του τζιχάντ
Στην δεκαετία του 1980 ο Παλαιστίνιος Αμπντάλα Αζάμ θα θέσει τις βάσεις για την ανάδειξη του τζιχάντ σε κεντρικό πυλώνα του Ισλάμ και για το πέρασμα της αρμοδιότητας για κήρυξη τζιχάντ από το κράτος σε κάθε πιστό. Ως απαραίτητη προϋπόθεση για τη στρατηγική αυτή ο Αζάμ έθεσε την οικοδόμηση μιας βάσης μαχητών. Η εμπειρία του Αζάμ στα αραβικά κράτη τον ώθησε στην σκέψη ότι είναι αδύνατον να οργανωθεί ένας τζιχάντ στα κράτη αυτά. Δεν υπήρχε περίπτωση κάποιο από τα καθεστώτα της Ιορδανίας, της Συρίας του Άσαντ ή της Αιγύπτου του Μουμπάρακ να επιτρέψει την δημιουργία βάσεων για την πνευματική και επιχειρησιακή προετοιμασία και εκπαίδευση μαχητών του τζιχάντ. Γι’ αυτό θα καλέσει σε παγκόσμιο τζιχάντ που θα ξεκινήσει από μια «συμπαγή βάση», κάιντα αλ-σούλμπα, καλά εκπαιδευμένων μαχητών μουτζαχεντίν από όλο τον κόσμο. Το Αφγανιστάν και η σύγκρουση των μουτζαχεντίν με τη Σοβιετική Ένωση θα αποτελέσει για τον Αζάμ τον χώρο για την οικοδόμηση αυτής της βάσης που θα μετεξελιχθεί από τον Οσάμα μπιν Λάντεν στην αλ-Κάιντα.
Σήμερα η κατάσταση στο Αφγανιστάν και κυρίως η αποχώρηση των Αμερικανών δημιουργεί ανησυχία στην Μέση Ανατολή. Το Ιράν, η χώρα με την πιο στενή σχέση, μετά το Πακιστάν, με την κατάσταση στο Αφγανιστάν είναι εξαιρετικά επιφυλακτική. Μια νέα εισροή εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων θα ασκήσει ασφυκτική πίεση στην ήδη καθημαγμένη από τις κυρώσεις ιρανική οικονομία. Την ίδια στιγμή, η οικτρή οικονομική κατάσταση του Αφγανιστάν είναι πολύ πιθανό να αναγκάσει τους Ταλιμπάν να στραφούν στη Σαουδική Αραβία για άμεση οικονομική βοήθεια.
Κάτι τέτοιο θα δημιουργούσε στην Τεχεράνη ένα αίσθημα περικύκλωσης από την περιφερειακή αντίπαλό της και θα επέτεινε τον φόβο της ότι το Αφγανιστάν θα γίνει βάση υποστήριξης ένοπλης αντιπολίτευσης στο Ιράν. Βέβαια το Ιράν διατηρεί το μοχλό πίεσης των εξαγωγών πετρελαίου προς την Καμπούλ. Οι Ταλιμπάν έχουν την απόλυτη ανάγκη του ιρανικού πετρελαίου καθώς ο χειμώνας δεν απέχει παρά λίγους μήνες και έχουν προχωρήσει σε αιτήματα προς την Τεχεράνη για συνέχιση των εξαγωγών πετρελαίου. Επιπλέον οι Ταλιμπάν θα ήθελαν να αποφύγουν ένοπλη αντίσταση των σιιτών του Αφγανιστάν με τη στήριξη της Τεχεράνης. Σε αυτή τη βάση η Τεχεράνη και οι Ταλιμπάν έχουν αναπτύξει διαύλους επικοινωνίας και συνεννόησης ήδη από το 2016.
Η επιρροή του Κατάρ
Η άνοδος των Ταλιμπάν έδωσε νέα ώθηση στην επιρροή και το κύρος του Κατάρ στην ευρύτερη περιοχή. Η Ντόχα φιλοξενεί το μοναδικό επίσημο γραφείο των Ταλιμπάν στο εξωτερικό και αποτέλεσε το κέντρο όλων των διεθνών διαπραγματεύσεων και συνεννοήσεων που προηγήθηκαν της κατάληψης της εξουσίας από τους Ταλιμπάν. Το Κατάρ όχι μόνο κατάφερε να εξέλθει χωρίς μεγάλες απώλειες από το ασφυκτικό εμπάργκο της Σαουδικής Αραβίας και των συμμάχων της αλλά αναδεικνύεται και πάλι παίκτης-κλειδί για την επίλυση συγκρούσεων στην ευρύτερη Μέση Ανατολή.
Τέλος, η αποχώρηση των Αμερικανών από την Καμπούλ δημιούργησε έντονες ανησυχίες σε συμμάχους τους στη Βαγδάτη, το Τελ Αβίβ και την Ροτζάβα. Το βασικό ερώτημα που πλανάται είναι αν αυτή η αποχώρηση σημαίνει και τη μείωση του στρατηγικού ενδιαφέροντος των ΗΠΑ για τη Μέση Ανατολή. Στο Ιράκ, οι δυνάμεις (σιιτικές και σουνιτικές) που επιθυμούν μια πορεία με λιγότερη εξάρτηση από την Τεχεράνη, το αυτόνομο Κουρδιστάν στο βορρά και οι θρησκευτικές μειονότητες, όπως οι Γιαζίντι και οι Χριστιανοί, θεωρούν αναγκαία την διατήρηση του αμερικανικού ενδιαφέροντος και της συμβολικής παρουσίας στην χώρα. Οι Κούρδοι της Συρίας παρά την πικρή γεύση της πρώτης αμερικανικής αποχώρησης φοβούνται και δικαίως ότι μια ολοκληρωτική αμερικανική αποχώρηση θα τους αφήσει έρμαιο στις διαθέσεις της Άγκυρας και του ασαντικού καθεστώτος. Ο νέος Ισραηλινός Πρωθυπουργός έσπευσε να συναντηθεί με τον Αμερικανό πρόεδρο στην Ουάσιγκτον για να επιβεβαιώσει την προσήλωση του τελευταίου στις βασικές σταθερές της αμερικανικής στρατηγικής στη Μέση Ανατολή: την προστασία του Ισραήλ και την αποτροπή οποιουδήποτε ιρανικού στρατηγικού πλεονεκτήματος είτε αυτό λέγεται γεωπολιτική επιρροή είτε πυρηνικό πρόγραμμα.
Αυτό όμως που είναι πιο σημαντικό και για τις ισορροπίες στη Μέση Ανατολή είναι ότι αρχίζουν και οι Αμερικανοί να συμβιβάζονται με το γεγονός ότι θα υπάρχουν και άλλα μοντέλα διακυβέρνησης του κόσμου, όπως το κινεζικό, το ισλαμικό και το ρωσικό. Βεβαίως το δυτικό θα παραμείνει το πιο ισχυρό αλλά δεν θα είναι το μοναδικό. Οι ΗΠΑ θα παραμείνουν η μεγαλύτερη δύναμη μαζί όμως με άλλες δυνάμεις, διαφορετικές αφηγήσεις και διαφορετικά μοντέλα διακυβέρνησης του κόσμου.
* Ο Σωτήρης Ρούσσος είναι αναπληρωτής Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και επιστημονικός υπεύθυνος του Κέντρου Μεσογειακών, Μεσανατολικών και Ισλαμικών Σπουδών, www.cemmis.edu.gr – Προδημοσίευση κειμένου, που περιλαμβάνεται στην ειδική έκδοση του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ «Το Aφγανιστάν μετά τις ΗΠΑ: Οι Ταλιμπάν, οι Μεγάλες Δυνάμεις & οι γεωπολιτικές προεκτάσεις» που δημοσιεύεται στο Ena Institute.