Αν το Αφγανιστάν ήταν τώρα για τις ΗΠΑ μια μεγάλη αποτυχία, πέντε δεκαετίες νωρίτερα είχε προηγηθεί η αποτυχία στο Βιετνάμ. Γράφει ο Δημήτρης Τζάνας.
Από την έντυπη έκδοση
Του Δημήτρη Τζάνα*
Αν το Αφγανιστάν ήταν τώρα για τις ΗΠΑ μια μεγάλη αποτυχία, πέντε δεκαετίες νωρίτερα είχε προηγηθεί η αποτυχία στο Βιετνάμ. Οι ΗΠΑ είχαν χρηματοδοτήσει τον πόλεμο, διατηρώντας για πολλά χρόνια επεκτατική δημοσιονομική και νομισματική πολιτική, αποτέλεσμα της οποίας ήταν η έκδοση τεράστιων ποσοτήτων δολαρίων. Με το αμερικανικό νόμισμα να αποτελεί τότε το αδιαμφισβήτητο αποθεματικό μέσο.
Είχε, άλλωστε, προηγηθεί από το 1944 η συμφωνία στο Bretton Woods, όπου συμφωνήθηκε η σταθερή ισοτιμία των 35 δολαρίων για κάθε μία ουγκιά χρυσού. Η πλημμυρίδα των δολαρίων είχε ως αποτέλεσμα ήδη από το 1965 να αμφισβητείται ο ρόλος του ως παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος. Ο πρόεδρος Ντε Γκολ ζήτησε μάλιστα την ανταλλαγή των δολαρίων όλων των κρατών με χρυσό. Όμως, η απάντηση του τότε Αμερικανού υπουργού Οικονομικών Κόναλι προς τους υπουργούς της Ευρώπης ήταν: «Το δολάριο είναι το νόμισμά μας και το πρόβλημά σας». Στις 15 Αυγούστου 1971, πριν από πενήντα χρόνια δηλαδή, ο πρόεδρος Νίξον ακύρωνε τη μετατρεψιμότητα του δολαρίου σε χρυσό, αφήνοντας ελεύθερη την τιμή του πολύτιμου μετάλλου, που σύντομα εκτοξεύθηκε στα 800 δολάρια η ουγκιά.
Παρέμενε ωστόσο ένα βασικό ζήτημα για τις ΗΠΑ, που επιθυμούσαν να διατηρήσει το δολάριο τον κυρίαρχο ρόλο του στις οικονομικές δοσοληψίες όλου του πλανήτη. Ήταν η ώρα του ιδιοφυούς Χένρι Κίσινγκερ, που το 1973 πέτυχε συμφωνία μεταξύ των ΗΠΑ και της Σαουδικής Αραβίας, της μεγαλύτερης χώρας παραγωγού πετρελαίου σε μια περίοδο που ξεκινούσε η εκτόξευση της τιμής του (1η πετρελαϊκή κρίση). Οι ΗΠΑ ανέλαβαν την προστασία της Σαουδικής Αραβίας έναντι οποιουδήποτε εχθρού εγγυώμενες την ασφάλειά της απέναντι στο Ισραήλ και στο Ιράν. Με τη σειρά της, η Σαουδική Αραβία δεσμεύτηκε να διενεργούνται οι συναλλαγές του πετρελαίου μόνο σε δολάρια και με το εμπορικό πλεόνασμα να αγοράζει αμερικανικά κρατικά ομόλογα ή άλλες αμερικανικές αξίες. Γεννήθηκαν έτσι τα πετροδολάρια, εκτοξεύοντας την παγκόσμια ζήτηση για δολάρια και αμερικανικά κρατικά ομόλογα, με τις ΗΠΑ να μπορούν να αγοράζουν πετρέλαιο με το δικό τους νόμισμα, που μπορούσαν να εκδίδουν κατά το δοκούν! Εδραιώθηκε έτσι η κυριαρχία του δολαρίου ως παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος, φτάνοντας τη δεκαετία του 1970 μέχρι και το 85% επί του συνόλου των νομισματικών αποθεμάτων, ποσοστό που διατηρήθηκε διαχρονικά ψηλά ενόσω το πετρέλαιο αποτελούσε τη βασική πρώτη ύλη για την παραγωγή ενέργειας στον πλανήτη, επιτρέποντας στις ΗΠΑ να ασκούν επεκτατική δημοσιονομική και νομισματική πολιτική όποτε και για οποιουσδήποτε λόγους το έκριναν σκόπιμο (πάνω από το 60% το 2019).
Επί πανδημίας, τα lockdowns οδήγησαν αυτή τη διαδικασία σε ακραίες καταστάσεις, με το παγκόσμιο χρέος να εκτοξεύεται πάνω από το 370% του παγκόσμιου ΑΕΠ και τις Κεντρικές Τράπεζες να διαμορφώνουν υπερμεγέθεις ισολογισμούς, που ξεπερνούν τα 28 τρισ. δολάρια. Ταυτόχρονα οι ανισότητες έχουν εκτοξευθεί, με τα μεσαία στρώματα συχνά να φτωχοποιούνται, ενώ την ίδια ώρα εκτοξεύεται η αξία περιουσιακών στοιχείων (μετοχές και ακίνητα). Γίνεται έτσι και ολοένα περισσότερο αντιληπτό ότι το χάσμα ανάμεσα σε πραγματική και χρηματιστική οικονομία δημιουργεί την ανάγκη για ένα νέο νομισματικό ξεκίνημα, ένα παγκόσμιο reset όπως το Bretton Woods το 1944.
Σε παλαιότερες εποχές η υπέρμετρη έκδοση χρήματος χωρίς αντίκρισμα είχε αντιμετωπιστεί με την επάνοδο του κανόνα χρυσού. Έγινε το 1880 μέχρι τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά και στο τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι το 1971, όπως προαναφέρθηκε. Το ερώτημα είναι αν μπορεί να υπάρξει πάλι ένα αξιόπιστο αντίκρισμα ώστε το δολάριο ή ένα καλάθι νομισμάτων ή κάτι εναλλακτικό να αποτελέσει ένα αξιόπιστο αποθεματικό μέσο. Είναι σαφές ότι επί του παρόντος δεν υπάρχει καμία ξεκάθαρη απάντηση. Υπάρχουν ωστόσο κάποια βασικά δεδομένα που βοηθούν στον σχετικό προβληματισμό.
Η κλιματική αλλαγή αναμένεται να οδηγήσει σε σταδιακό ενεργειακό μετασχηματισμό όλες τις χώρες του πλανήτη, οδηγώντας το πετρέλαιο που ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για την υπερθέρμανση του πλανήτη σε σταδιακή μείωση της συμμετοχής του στην παραγωγή ενέργειας. Την ίδια ώρα, αναμένεται να ξεκινήσει η σύγκρουση των μεγάλων χωρών για τον έλεγχο των σπάνιων γαιών που απαιτούνται για την εδραίωση των ΑΠΕ και κάποιοι ίσως να οραματίζονται τη σύνδεση των νομισμάτων τους με αυτές, με τα αποθέματα ύψους 3 τρισ. δολαρίων του Αφγανιστάν να αναμένεται να αποτελέσουν σύντομα μήλον της Έριδος.
Αναγνωρίζεται ότι η Κίνα είναι πιθανό να αποτελεί τη μεγαλύτερη οικονομική δύναμη του πλανήτη μέχρι το τέλος της δεκαετίας, εξέλιξη που αναμένεται να οδηγήσει σε μεγαλύτερη συμμετοχή του γιουάν στη νέα παγκόσμια νομισματική τάξη. Μάλιστα, το ΔΝΤ ήδη αναθεωρεί τη σύνθεση του καλαθιού των ειδικών τραβηχτικών δικαιωμάτων - SDR, αυξάνοντας το μερίδιο του κινεζικού νομίσματος. Ταυτόχρονα η ψηφιακή τεχνολογία φέρνει τα ψηφιακά νομίσματα στο προσκήνιο (Central Bank Digital Currency), με τις Κεντρικές Τράπεζες (Federal & ECB) να μελετούν τρόπους για την εισαγωγή τους. Είναι σαφές, πάντως, ότι θα απαιτηθεί χρόνος για να συμφωνηθεί η νέα νομισματική τάξη, επιτρέποντας έτσι στο δολάριο να διατηρήσει την πρωτοκαθεδρία του και στις ΗΠΑ να προετοιμαστούν καλύτερα, έως ότου σχεδιαστεί η τελική λύση.
* Ο κ. Δημήτρης Τζάνας είναι οικονομολόγος