Κόσμος
Παρασκευή, 03 Σεπτεμβρίου 2021 12:24

Το επικίνδυνο φλερτ Ερντογάν - Ταλιμπάν

«Η Τουρκία και το Κατάρ διαπραγματεύονται με τους Ταλιμπάν για να εκμεταλλευτούν από κοινού το διεθνές αεροδρόμιο της Καμπούλ», γράφει η έγκυρη αραβική επιθεώρηση «Middle East Eye», προσθέτοντας ότι «η Άγκυρα σχεδιάζει να διατηρήσει την παρουσία της στην πρωτεύουσα του Αφγανιστάν για να διασφαλίσει τα πολιτικά και εμπορικά της συμφέροντα, ενώ οι Ταλιμπάν ζητούν την αναγνώριση».

Από την έντυπη έκδοση

Του Μιχάλη Ψύλου

«Η Τουρκία και το Κατάρ διαπραγματεύονται με τους Ταλιμπάν για να εκμεταλλευτούν από κοινού το διεθνές αεροδρόμιο της Καμπούλ», γράφει η έγκυρη αραβική επιθεώρηση «Middle East Eye», προσθέτοντας ότι «η Άγκυρα σχεδιάζει να διατηρήσει την παρουσία της στην πρωτεύουσα του Αφγανιστάν για να διασφαλίσει τα πολιτικά και εμπορικά της συμφέροντα, ενώ οι Ταλιμπάν ζητούν την αναγνώριση».

Η αραβική επιθεώρηση αποκαλύπτει μάλιστα το προσχέδιο της συμφωνίας Τουρκίας-Κατάρ-Ταλιμπάν, που προβλέπει ότι η Άγκυρα θα παράσχει ασφάλεια στη λειτουργία του αεροδρομίου της Καμπούλ, μέσω ιδιωτικής εταιρείας.

Η Τουρκία ολοκλήρωσε την απόσυρση των στρατευμάτων της από το αεροδρόμιο, καθώς οι συνομιλίες με την ηγεσία των Ταλιμπάν δεν κατέληξαν σε μια συμφωνία που θα επέτρεπε στην Άγκυρα να συνεχίσει να στέλνει στρατιώτες στο Αφγανιστάν μετά την αποχώρηση των δυτικών δυνάμεων. Πριν από λίγες εβδομάδες, η Άγκυρα ήταν κοντά στο να καταλήξει σε συμφωνία με την Ουάσιγκτον για συνέχιση της αποστολής, αλλά η σαρωτική κατάληψη της εξουσίας από τους Ταλιμπάν άλλαξε δραματικά τις συνθήκες.

Σύμφωνα με τη «Middle East Eye», τα κύρια σημεία του σχεδίου συμφωνίας είναι τα εξής:

* Η Τουρκία αναγνωρίζει τους Ταλιμπάν ως νόμιμη κυβέρνηση του Αφγανιστάν

* Τουρκία και Κατάρ θα λειτουργούν το αεροδρόμιο ως κοινοπραξία

* Η Άγκυρα παρέχει ασφάλεια μέσω ιδιωτικής εταιρείας, το προσωπικό της οποίας θα αποτελείται από Τούρκους, πρώην στρατιωτικούς και αστυνομικούς

Το πρόβλημα, θεωρητικά, είναι ότι η προηγούμενη αφγανική κυβέρνηση είχε ήδη αναθέσει σύμβαση για το αεροδρόμιο τον περασμένο Οκτώβριο σε κοινοπραξία με έδρα τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Οι Ταλιμπάν θα πρέπει να κλείσουν ξεχωριστή συμφωνία μαζί τους.

Η Τουρκία συνεχίζει να διατηρεί ανοιχτή την πρεσβεία της στην Καμπούλ και δεν έχει απομακρύνει τα βασικά διπλωματικά της στελέχη, συμπεριλαμβανομένου του πρεσβευτή. Παραμένουν επίσης τουρκικές ειδικές δυνάμεις στην Καμπούλ για την προστασία της πρεσβείας, καθώς και στο Ισλαμαμπάντ, την πρωτεύουσα του γειτονικού Πακιστάν, για πιθανές απρόβλεπτες εξελίξεις.

Τούρκοι αξιωματούχοι δήλωσαν μάλιστα στην αραβική επιθεώρηση ότι η διατήρηση παρουσίας της Άγκυρας στο Αφγανιστάν θα τους βοηθήσει να προστατεύσουν τα τουρκικά εμπορικά και πολιτικά συμφέροντα στη χώρα, συμπεριλαμβανομένης της αποτροπής ενός κύματος προσφύγων προς στην Τουρκία, με προορισμό την Ευρώπη. «Η παρουσία των τουρκικών δυνάμεων ασφαλείας στο αεροδρόμιο της Καμπούλ θα μπορούσε να συνεχίσει να διευκολύνει την ξένη βοήθεια και τις επενδύσεις στη χώρα κατά τη μεταβατική περίοδο και να εξασφαλίσει σχετική σταθερότητα στην πόλη», υποστήριξαν οι Τούρκοι αξιωματούχοι.

Ο Ταγίπ Ερντογάν κάνει άλλωστε ό,τι μπορεί για να φανεί χρήσιμη η Τουρκία στη Δύση, καθώς οι σχέσεις του, ειδικά με την κυβέρνηση Μπάιντεν στις Ηνωμένες Πολιτείες, δεν είναι και στο καλύτερο σημείο τους. Ο Τούρκος πρόεδρος εμφανίζεται συνεπώς πρόθυμος να εκμεταλλευτεί την αφγανική κρίση και να διεκδικήσει έναν διαμεσολαβητικό ρόλο με τους Ταλιμπάν, μήπως και ενισχύσει τη διεθνή νομιμότητά του, καθώς για την Ουάσιγκτον αποτελεί «αγκάθι»...

«Αχυράνθρωποι» και κατασκευαστικές

Ο Ερντογάν, μέσω του Πακιστάν και του Κατάρ, έχει πραγματοποιήσει άμεσες επαφές με τους Ταλιμπάν, οι οποίοι έχουν δείξει ότι είναι πρόθυμοι να έχουν καλές σχέσεις και με την Τουρκία, την οποία ονομάζουν «Ισλαμικό μεγάλο αδελφό». Ο Τούρκος πρόεδρος προσπαθεί μάλιστα να θέσει όρους στην ηγεσία των Ταλιμπάν, έτσι ώστε στη νέα κυβέρνηση να υπάρχουν κοντινά του πρόσωπα όπως ο Γκιουλμπουντίν Χεκματιάρ, πρώην πρωθυπουργός του Αφγανιστάν. Οι σχέσεις του Ερντογάν με τον Χεκματιάρ χρονολογούνται από τη δεκαετία του 1980, όταν ο τελευταίος ήταν ηγέτης των μουτζαχεντίν που πολεμούσαν κατά της σοβιετικής κατοχής. Τις τελευταίες ημέρες κυκλοφορεί μάλιστα στα κοινωνικά δίκτυα μια φωτογραφία που δείχνει τον νεαρό Ερντογάν να κάθεται δίπλα στον Χεκματιάρ. Ένας άλλος Αφγανός ηγέτης στον οποίο επενδύει ο Τούρκος πρόεδρος είναι ο Σαλαχουντίν Ραμπανί, επικεφαλής του κόμματος Jamaat-e Islami, πρώην υπουργός Εξωτερικών του Αφγανιστάν και πρέσβης στην Τουρκία. Ο Ραμπανί ήταν από τους διαμεσολαβητές που ορίστηκαν για την επανέναρξη των ειρηνευτικών συνομιλιών που έπρεπε να είχαν πραγματοποιηθεί στην Κωνσταντινούπολη.

Από την τουρκο-αφγανική εξίσωση δεν πρέπει βέβαια να παραλείψουμε και τη μεγαλομανία του Ερντογάν να γίνει... σουλτάνος όλης της Ασίας και της Αφρικής, όπως και τα στενά οικονομικά και πολιτικά του συμφέροντα.

Ο Τούρκος πρόεδρος αγωνίζεται για τα συμφέροντα των μεγάλων τουρκικών κατασκευαστικών εταιρειών, προκειμένου να αναλάβουν την ανοικοδόμηση του Αφγανιστάν, υπό την ηγεσία των Ταλιμπάν. Πέντε τουρκικές κατασκευαστικές εταιρείες φιγουράρουν ήδη στο Top10 της παγκόσμιας κατάταξης, σύμφωνα με το αμερικανικό περιοδικό Engineering News Record (ENR). Πρόκειται για τις Ronesans Holding (4η), Alarko Holding (5η), Limak Holding (6η), Kolin Insaat (7η) και TAV Havalimanlari Holding (8η). Ο Ερντογάν δεν διστάζει να ενισχύει ενεργά αυτές τις εταιρείες και για την ανοικοδόμηση του Αφγανιστάν, προκειμένου να εξασφαλίσει φυσικά και πολιτικά οφέλη από την αμοιβαία στήριξή του στις εκλογές.

Εσωτερική κατανάλωση

Με τη δημοτικότητα του Ερντογάν να υποχωρεί όλο και περισσότερο λόγω και της άσχημης πορείας της οικονομίας, ο Τούρκος πρόεδρος δεν διστάζει άλλωστε να «εργαλειοποιεί» το Αφγανικό ζήτημα και για εσωτερική κατανάλωση, μήπως και ανακτήσει το χαμένο έδαφος. Στο πλαίσιο αυτό εμφανίζεται να σκληραίνει τη στάση του στο προσφυγικό για να εξασφαλίσει την υποστήριξη των ακροδεξιών, υπερεθνικιστικών κύκλων, που πλαισιώνουν τον κυβερνητικό του εταίρο, Ντεβλέτ Μπαχτσελί.

Προωθεί μάλιστα ακόμη και αλλαγή του εκλογικού νόμου και μείωση του ορίου κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης από το 10% στο 7% ή ακόμη και στο 5% για να διευκολύνει την είσοδο στη Βουλή του ακροδεξιού, εθνικιστικού κόμματος του Μπαχτσελί, προκειμένου να συντηρήσει την επιβίωση του καθεστώτος. Όπως γράφει ο γνωστός Τούρκος δημοσιογράφος Μουράτ Γετκίν στην ιστοσελίδα Yetkinreport, «οι εξελίξεις δείχνουν ότι ο Ερντογάν προετοιμάζεται για μια σειρά νέων ελιγμών, κάνοντας στροφή 180 μοιρών για να ξεπεράσει τις διαδοχικές του αποτυχίες, μήπως και διευρύνει την απήχηση του κυβερνώντος κόμματος ΑΚΡ, καθώς πλησιάζει η ώρα των εκλογών». Τα τελευταία 10 χρόνια, ο Ερντογάν έχει χάσει πάνω από το 20% των ψηφοφόρων του, από το 50% που είχε λάβει στις εκλογές του 2011.

«Οι υπολογισμοί του Ερντογάν ότι θα καλύψει το κενό που άφησαν στο Αφγανιστάν οι Αμερικανοί, όπως κάνουν η Ρωσία και η Κίνα, θα μπορούσαν να αποδειχθούν μοιραίοι τόσο για τη δύναμή του στην Τουρκία όσο και στην περιοχή και στις υπόλοιπες θερμές εστίες, όπου έχει εμπλακεί η Άγκυρα», γράφει η Huffington Post στην ιταλική της έκδοση.

Όπως μάλιστα σημειώνει και η γερμανική Die Welt, οι σχέσεις του Ερντογάν με τους Ταλιμπάν αποτελούν «κίνδυνο για τη Δύση, καθώς δεν είναι η πρώτη φορά που ο Τούρκος πρόεδρος εμπλέκεται με ισλαμιστές ενάντια στα δυτικά συμφέροντα προκειμένου να προωθήσει τη δική του ατζέντα».

Ο Ερντογάν -γράφει η γερμανική εφημερίδα- προσπαθεί να επεκτείνει τον ρόλο του ως ηγέτη του μουσουλμανικού κόσμου και να αποκτήσει επιρροή στην Κεντρική Ασία... Ελλοχεύει όμως κίνδυνος για τη Δύση, αναφορικά με τις τουρκικές φιλοδοξίες. «Η κυβέρνηση Ερντογάν έχει ήδη συνεργαστεί με εξτρεμιστικές σουνιτικές ομάδες στο παρελθόν», γράφει η Λίζελ Χιντς, καθηγήτρια στο Αμερικανικό Πανεπιστήμιο Τζονς Χόπκινς, στην ιστοσελίδα του Κέντρου Εφαρμοσμένων Τουρκικών Σπουδών (CATS). Υπενθυμίζει μάλιστα ότι η Άγκυρα στη βόρεια Συρία στηρίζει ισλαμιστικές πολιτοφυλακές που πολεμούν τους Κούρδους. Η καθηγήτρια Χιντς προειδοποιεί ότι «οι φιλικές προσεγγίσεις του Ερντογάν με τους Ταλιμπάν θα πρέπει ίσως να ανησυχούν περισσότερο τη διεθνή κοινότητα».