Αποτελεί γενική παραδοχή ότι στις ΗΠΑ λειτουργεί η πιο αντιπροσωπευτική αγορά εργασίας του πλανήτη. Έτσι ο αριθμός των νέων θέσεων εργασίας που προστέθηκαν τον περασμένο Ιούλιο (+943.000 ενώ αναμένονταν 865.000) αποτέλεσε σαφή ένδειξη βελτίωσης των συνθηκών σ’ αυτήν. Ωστόσο, τη ρωμαλεότητα αυτή υπονομεύει μια διαφορετική εξέλιξη που αποτελεί χαρακτηριστικό και άλλων χωρών του ΟΟΣΑ, όπως της Αυστραλίας, της Βρετανίας, του Καναδά, της Γερμανίας, της Ιαπωνίας, της Νότιας Κορέας και της Κολομβίας.
Από την έντυπη έκδοση
Του Δημήτρη Τζάνα,
οικονομολόγου
Αποτελεί γενική παραδοχή ότι στις ΗΠΑ λειτουργεί η πιο αντιπροσωπευτική αγορά εργασίας του πλανήτη. Έτσι ο αριθμός των νέων θέσεων εργασίας που προστέθηκαν τον περασμένο Ιούλιο (+943.000 ενώ αναμένονταν 865.000) αποτέλεσε σαφή ένδειξη βελτίωσης των συνθηκών σ’ αυτήν. Ωστόσο, τη ρωμαλεότητα αυτή υπονομεύει μια διαφορετική εξέλιξη που αποτελεί χαρακτηριστικό και άλλων χωρών του ΟΟΣΑ, όπως της Αυστραλίας, της Βρετανίας, του Καναδά, της Γερμανίας, της Ιαπωνίας, της Νότιας Κορέας και της Κολομβίας. Πρόκειται για τη συνδυασμένη υποχώρηση τόσο της ζήτησης όσο και της προσφοράς που παρατηρείται. Και η μεν μείωση της ζήτησης είναι εύλογη αφού η οικονομική μεγέθυνση στην παγκόσμια οικονομία καθυστερεί και τόσο ο χρόνος επανόδου στην κανονικότητα όσο και το περιεχόμενό της παραμένουν αβέβαια. Με τις τελευταίες γεωπολιτικές εξελίξεις στο Αφγανιστάν σε συνέχεια της επανόδου των Ταλιμπάν στην εξουσία, τις αρρυθμίες στην εφοδιαστική αλυσίδα και τη στάση της Federal σε σχέση με τις αγορές ομολόγων, να φρενάρουν την επάνοδο σε γρήγορους ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης.
Περισσότερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι εξελίξεις στο πεδίο των συνθηκών προσφοράς στην αγορά εργασίας. Η πρώτη επισήμανση αφορά πάλι τις συνθήκες όπως έχουν διαμορφωθεί από την πανδημία, με τις μεταλλάξεις να διαμορφώνουν αυξημένη αβεβαιότητα για την έκβαση της υγειονομικής κρίσης. Διάφοροι κλάδοι, όπως ο ξενοδοχειακός και οι κλάδοι όπου τα άτομα διαθέτουν τον ελεύθερο χρόνο τους (εστίαση, αναψυχή κοκ), παραμένουν ακόμα σε μεγάλο βαθμό κλειστοί εξαιτίας της εφαρμογής περιοριστικών μέτρων. Οι αυστηροί κανόνες στις μετακινήσεις αναστέλλουν τη μετακίνηση εργαζομένων από χώρα σε χώρα και τη μετανάστευση πολιτών. Τα κλειστά σχολεία δεν επιτρέπουν στους γονείς να αναζητήσουν εργασία καθώς είναι απαραίτητο να διαθέτουν αυξημένο χρόνο για τη γονική φροντίδα των παιδιών. Η δεύτερη επισήμανση αφορά τα επιδόματα που δόθηκαν από τις κυβερνήσεις όλου του πλανήτη προς τους εργαζόμενους που υποχρεώθηκαν να συμμορφωθούν με τα lockdown. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη διαμόρφωση αυξημένης αποταμίευσης καθώς οι εργαζόμενοι είτε αδυνατούσαν να καταναλώσουν το σύνολο των επιδομάτων είτε αποφάσισαν να διατηρήσουν τα διαθέσιμά τους εκτιμώντας ότι είναι πιθανό να δυσκολευθούν να επανέλθουν σε καθεστώς απασχόλησης.
Η τρίτη επισήμανση είναι ίσως η πιο ενδιαφέρουσα. Σύμφωνα μ’ αυτήν η στάση πολλών εργαζομένων απέναντι στην εργασία αλλάζει ριζικά με μεγάλο μέρος από αυτούς να μην επιθυμούν να επανέλθουν σε καθεστώς εργασίας. Η εξέλιξη αυτή που ο καθηγητής οργανωτικής ψυχολογίας Άντονι Κλοτζ αποκαλεί «Μεγάλη Παραίτηση» είναι πρωτόγνωρη για τις ΗΠΑ, με τον αριθμό των Αμερικανών που παραιτούνται από τη δουλειά τους να είναι ο μεγαλύτερος από το 2000 (4 εκατ. παραιτήθηκαν μόνο τον Απρίλιο!). Στις διενεργούμενες έρευνες, σημαντικός αριθμός εργαζομένων δηλώνει ότι έχει καταπονηθεί από την πολλή δουλειά και το 39% ότι νιώθει «εξαντλημένο». Κατά την ελληνική λαϊκή σοφία, ολοένα και περισσότεροι εργαζόμενοι επιθυμούν να αλλάξουν το «ζω για να δουλεύω», με το «δουλεύω για να ζω». Επιθυμούν να έχουν περισσότερο ελεύθερο χρόνο για να τον διαθέσουν με τον τρόπο που θα αποφασίσουν: με τα μέλη της οικογένειάς τους, με τους φίλους τους ή τα πρόσωπα που θα επιλέξουν, ασκώντας τις δραστηριότητες που δεν είχαν τη δυνατότητα να κάνουν προηγουμένως λόγω της εντατικής υπεραπασχόλησης. Όλα τα παραπάνω συνυφαίνονται ασφαλώς και με τις συνθήκες που διαμορφώθηκαν κατά την περίοδο της πανδημίας (τηλεργασία, αυξημένος χρόνος εγκλεισμού) και την αναθεώρηση ενός αξιακού συστήματος σύμφωνα με το οποίο η μεγιστοποίηση των οικονομικών απολαβών συνιστά τη βασική μας προτεραιότητα. Στο πλαίσιο αυτό η επιλογή απασχόλησης με μικρότερο αριθμό ωρών (μερική απασχόληση) συνιστά επιλογή για αρκετούς ακόμα και αν οδηγεί σε εισοδήματα ανεπαρκή για τη συντήρηση ενός ικανοποιητικού βιοτικού επίπεδου.
Τα παραπάνω δεδομένα καταγράφονται και στην ελληνική αγορά εργασίας και ιδιαίτερα στον κλάδο της εστίασης όπου τόσο οι συνθήκες ζήτησης όσο και οι συνθήκες προσφοράς έχουν οδηγήσει στη συρρίκνωσή του. Η μεν ζήτηση είναι μικρότερη καθώς πολλά σημεία παραμένουν ακόμα κλειστά, ενώ η προσφορά έχει ελαττωθεί καθώς άλλα άτομα άλλαξαν κλάδο απασχόλησης, άλλοι παραμένουν ανενεργοί έχοντας εξασφαλίσει κάποια αποταμιευτικά διαθέσιμα, άλλοι επιθυμούν ψηλότερες αποδοχές και άλλοι επιλέγουν να κάνουν προς το παρόν τις διακοπές τους! Έτσι, οι απαισιόδοξες προβλέψεις που αναφέρονται στο «τέλος της εργασίας» εξαιτίας της εφαρμογής τεχνολογικών καινοτομιών στους χώρους δουλειάς (τεχνητή νοημοσύνη για παράδειγμα), δεν φαίνεται ότι σύντομα θα υλοποιηθούν αναγκάζοντας τις κυβερνήσεις να θεσμοθετήσουν ένα ελάχιστο βασικό εισόδημα για τους πολίτες. Μάλιστα, ο Aaron Benanav στο βιβλίο του «Automation and the future of work», που έγραψε το 2020, υποστηρίζει ότι οι πολιτικές λιτότητας και χαμηλών δημοσίων υποδομών έχουν υπονομεύσει την επένδυση στο ψηφιακό μέλλον. Με τη διαδικασία του ψηφιακού μετασχηματισμού στο δημόσιο ιδιαίτερα τομέα να επιταχύνεται πλέον σε όλο τον πλανήτη. Η αγορά εργασίας επομένως θα είναι διαφορετική στο μέλλον αλλά θα είναι η πανουργία της ιστορίας αυτή που θα διαμορφώσει τον οδικό χάρτη για τη μορφή που θα προσλάβει τις επόμενες δεκαετίες.