Αν την πρώτη θέση στον αριθμό εταιρειών που εισήχθησαν στο Χρηματιστήριο Αθηνών κατέχει η 11ετία 1990-2000 με 268 εταιρείες, τη δεύτερη θέση κατέχει η δεκαετία 1920-1929 οπότε ενεγράφησαν στη χρηματιστηριακή αγορά 71 εταιρείες. Αυτά μνημονεύει ο Μιχάλης Ρηγίνος στο ιδιαίτερου ενδιαφέροντος πόνημά του, με τίτλο «Χρηματιστήριο Αθηνών - Ανάπτυξη και Συγκυρία, Οι Εισηγμένες Εταιρείες 1880-1940». Γράφει ο Δημήτρης Τζάνας.
Από την έντυπη έκδοση
Του Δημήτρη Τζάνα,
οικονομολόγος
Αν την πρώτη θέση στον αριθμό εταιρειών που εισήχθησαν στο Χρηματιστήριο Αθηνών κατέχει η 11ετία 1990-2000 με 268 εταιρείες, τη δεύτερη θέση κατέχει η δεκαετία 1920-1929 οπότε ενεγράφησαν στη χρηματιστηριακή αγορά 71 εταιρείες. Αυτά μνημονεύει ο Μιχάλης Ρηγίνος στο ιδιαίτερου ενδιαφέροντος πόνημά του, με τίτλο «Χρηματιστήριο Αθηνών - Ανάπτυξη και Συγκυρία, Οι Εισηγμένες Εταιρείες 1880-1940».
Στην πλειονότητά τους οι εταιρείες αυτές προέρχονται από τον κλάδο των τραπεζών, της υφαντουργίας, της χημικής βιομηχανίας, των κατασκευών (ο «Κέκροπας» ανάμεσά τους!), των τροφίμων (με σημαντικότερη την εταιρεία «Κονσέρβες Κύκνος»), αλλά και οι Ελληνικοί Ηλεκτρικοί Σιδηρόδρομοι.
Μάλιστα 27 από αυτές εισήχθησαν τη διετία 1925-1926. Οι κλάδοι αντανακλούν τη συγκυρία της εποχής που επικεντρώνεται σε δραστηριότητες που σχετίζονταν είτε με τη ζήτηση που δημιουργήθηκε για καταναλωτικά είδη πρώτης ανάγκης και στέγασης λόγω των προσφύγων είτε με τις κερδοσκοπικές τάσεις που αναπτύχθηκαν στη σφαίρα της κυκλοφορίας του χρήματος ως αποτέλεσμα της αστάθειας του νομίσματος και του πληθωρισμού.
Την περίοδο εκείνη η συνολική κεφαλαιοποίηση στο ελληνικό χρηματιστήριο ανερχόταν σε 7,1 δισ. δραχμές το 1928, για να υποχωρήσει στα 3,9 δισ. δραχμές το 1932 και να αναρριχηθεί πάλι στα 7,6 δισ. δραχμές το 1938. Η συμμετοχή των τραπεζών στη συνολική κεφαλαιοποίηση δεν υποχωρεί κάτω από το 44% και φτάνει στο 1931 στο 60,8% αυξανόμενη διαρκώς την περίοδο 1920-31, με την κεφαλαιοποίηση της Εθνικής Τράπεζας να είναι διαχρονικά υψηλότερη και να φτάνει το 1,5 δισ. δραχμές το 1931.
Την ίδια ώρα, η συμμετοχή της κεφαλαιοποίησης του ΧΑΑ ως προς το ΑΕΠ καταγράφει την υψηλότερη επίδοση το 1925 στο 23,22%, όσο και στην Ιταλία το 1929, ενώ στη Γερμανία την ίδια χρονιά ανέρχεται στο 35%.
Δεδομένα που οδηγούν τον συγγραφέα να αναφέρεται στα «τρελά χρόνια» της δεκαετίας του 1920 και στον «εκδημοκρατισμό» του χρηματιστηρίου στον τίτλο του σχετικού υποκεφαλαίου, με την οικονομική ανάπτυξη της δεκαετίας (6πλασιασμός του ΑΕΠ από το 1920 έως το 1929, από το 5,4 δισ. στα 32,4 δισ. δραχμές) να συνδέεται άρρηκτα με την εισαγωγή εταιρειών στο ΧΑΑ.
Το μήνυμα σε σχέση με όσα συμβαίνουν σήμερα είναι εμφανές: είναι αναγκαίο και σήμερα να ενθαρρυνθούν περισσότερες εταιρείες να διενεργήσουν την εισαγωγή τους στο Χ.Α. με στόχο την άντληση κεφαλαίων, τόσο για επενδυτικούς στόχους (κεφάλαια μακράς πνοής) όσο και για τις συνήθεις ανάγκες κεφαλαίου κίνησης βραχυπρόθεσμου χαρακτήρα.
Τις προηγούμενες ημέρες ο Ανέστης Ντόκας ανέφερε στη «Ν» ότι κατά τα τελευταία 22 έτη (2000 - επτάμηνο 2021) βρέθηκαν εκτός ταμπλό 294 εισηγμένες εταιρείες. Στη διετία 2020-2021 οι διαγραφές εισηγμένων έχουν φτάσει τον αριθμό 21, ενώ μέσα στο έτος θα αποχωρήσουν ακόμη η ΓΕΚΕ, το ΙΑΣΩ και η Newsphone.
Παρά το γεγονός ότι ο μεγαλύτερος αριθμός των διαγραφών αφορά εταιρείες οι οποίες οδηγήθηκαν σε πτώχευση, μεγάλος αριθμός εταιρειών που διαγράφηκαν λόγω αποχώρησής τους (διαδικασία delisting) συνεχίζουν να έχουν ξεχωριστή θέση στους κλάδους τους στην ελληνική οικονομία: η Ελαΐς, ο Παυλίδης και η Δέλτα στα τρόφιμα, η Interamerican και η Εθνική Ασφαλιστική στις ασφάλειες, η Crown Hellas Can στη συσκευασία, η AB στα supermarket, ο Κωτσόβολος στο λιανεμπόριο, ο Ηρακλής στα τσιμέντα, ο Αστέρας στα ξενοδοχεία, οι Μινωικές Γραμμές στην ακτοπλοΐα, η Αργυρομεταλευμμάτων και Βαρυτίνης στην εξόρυξη ορυκτών, η Rilken στα καλλυντικά και ο Παπαστράτος στην επεξεργασία προϊόντων καπνού.
Αποτελεί γενική παραδοχή της επενδυτικής κοινότητας ότι η αιμορραγία που συντελείται με την αποχώρηση εταιρειών από το ελληνικό χρηματιστήριο συνιστά μία από τις βασικές παθογένειές του.
Η διατήρηση των χαμηλών επιτοκίων δανεισμού τα τελευταία 10 χρόνια συνιστά ένα βασικό λόγο αποθάρρυνσης των εταιρειών να εκπληρώσουν τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για να εισαχθούν σε μία από τις υφιστάμενες αγορές, όχι όμως το μόνο αφού η διαδικασία εισαγωγής είναι σύνθετη και με υψηλό κόστος για την πλειονότητα των προς εισαγωγή εταιρειών.
Άλλωστε το υψηλό κόστος παραμονής στο χρηματιστήριο συνιστά βασικό λόγο αποθάρρυνσης πολλών εταιρειών για να συνεχίσουν να είναι εισηγμένες.
Από την άλλη πλευρά, σημαντικός αριθμός εταιρειών αποδέχονται ότι η αναπτυξιακή τους πορεία διευκολύνθηκε σε μεγάλο βαθμό από την άντληση των κεφαλαίων με τις διαδοχικές ΑΜΚ ή ομολογιακές εκδόσεις, ενώ η εκπλήρωση διαφάνειας, αναβάθμισαν το προφίλ τους συμβάλλοντας στην ανάπτυξη του κύκλου εργασιών τους, ιδιαίτερα εκείνων που είχαν εξωστρεφή στρατηγική.
Είναι αναγκαίο επομένως και σήμερα, όπως έγινε και στην εκρηκτική αναπτυξιακά δεκαετία 1920-1930 να διαμορφωθεί η κατάλληλη στρατηγική που θα ενθαρρύνει την επιδίωξη εισαγωγής στο χρηματιστήριο περισσότερων εταιρειών. Εταιρείες όπως τα Ελληνικά Γαλακτοκομεία, η ΙΟΝ και τα μπισκότα Παπαδοπούλου στον κλάδο τροφίμων, το Costa Navarino και το Sunny Beach στον κλάδο των ξενοδοχείων, αλλά και τα νερά Βήκος και Ζαγόρι, δεν θα έπρεπε να λείπουν από τη λίστα των εισηγμένων στο Χ.Α. εταιρειών. Μια διαδικασία ευεργετική για τις εταιρείες που θα υποβοηθηθούν στη μεγέθυνσή τους αλλά και για την επενδυτική κοινότητα που επιζητεί τον εμπλουτισμό του αριθμού αξιόπιστων επενδυτικών επιλογών και του κράτους που θα αντλήσει αυξημένα φορολογικά έσοδα.