Ένα δίλημμα που το έχουν ζήσει όλοι οι γονείς. Να αφήσεις τους μικρούς μαθητές να βιώσουν την παιδική τους ηλικία με ενδιαφέροντα που θα βοηθήσουν στην ομαλή ανάπτυξη της ψυχικής τους υγείας ή να τους βάλεις σε αυστηρό πρόγραμμα με ιδιαίτερα μαθήματα που θα τους αυξήσουν τις γνώσεις και θα τους κάνουν πιο ανταγωνιστικούς;
Από την έντυπη έκδοση
Της Έφης Τριήρη
[email protected]
Ένα δίλημμα που το έχουν ζήσει όλοι οι γονείς. Να αφήσεις τους μικρούς μαθητές να βιώσουν την παιδική τους ηλικία με ενδιαφέροντα που θα βοηθήσουν στην ομαλή ανάπτυξη της ψυχικής τους υγείας ή να τους βάλεις σε αυστηρό πρόγραμμα με ιδιαίτερα μαθήματα που θα τους αυξήσουν τις γνώσεις και θα τους κάνουν πιο ανταγωνιστικούς;
Σε πολλές χώρες του Δυτικού κόσμου τα παιδιά από μια συγκεκριμένη ηλικία και άνω δεν βιώνουν όπως θα έπρεπε αυτό το στάδιο της ανάπτυξής τους, καθώς καλούνται να μπουν σε ένα πλήθος υποχρεώσεων που θα τους δώσουν εφόδια για το μέλλον. Μια διαδικασία που δεν είναι εύκολη όχι μόνο για το ίδιο το παιδί αλλά και για τους γονείς που καλούνται να πληρώνουν συνεχώς. Και στο σημείο αυτό γεννιούνται πλήθος ερωτημάτων; Μπορούν να πληρώνουν όλοι οι γονείς; Και πόσο αποτελεσματικό είναι να «φορτώνεις» κατά αυτόν τον τρόπο ένα παιδί; Κατά προέκταση, τίθεται και θέμα κοινωνικών ανισοτήτων και διακρίσεων μεταξύ πλουσίων και φτωχών με κοινή διαπίστωση ότι δεν υπάρχουν ίσες ευκαιρίες για όλα τα παιδιά. Και κάπου εδώ μπαίνει σαν σφήνα η Κίνα. Φυσικά για τους δικούς της λόγους.
Εδώ και καιρό, το Πεκίνο θεσμοθετεί το ένα μέτρο καταστολής μετά το άλλο, ξεκινώντας από τους μεγάλους της τεχνολογίας και φθάνοντας και στον χώρο της ιδιωτικής εκπαίδευσης, μία αγορά αξίας 1 τρισ. γιουάν (154 δισ. δολαρίων). Έρευνα έδειξε ότι σε ποσοστό 92% οι γονείς στην Κίνα στέλνουν τα παιδιά τους σε φροντιστήρια και ότι άνω του 50% πληρώνουν για αυτά περισσότερα από 10.000 γιουάν ετησίως (1.500 δολ.), δηλαδή το 40% του μέσου εισοδήματός τους. Ξαφνικά, η κινεζική κυβέρνηση αποφάσισε ότι οι εταιρείες ιδιωτικής εκπαίδευσης δεν μπορούν πλέον να είναι κερδοσκοπικοί οργανισμοί, ούτε και να χρηματοδοτούνται από κεφάλαιο που αντλείται από ξένα χρηματιστήρια.
Τα μέτρα προβλέπουν μεταξύ άλλων και πιο αυστηρούς ελέγχους στις ώρες των καθηγητών, στη χρήση ξένων βιογραφικών και βιβλίων, που σημαίνουν ότι η ιδιωτική εκπαίδευση θα τεθεί πλήρως στην υπηρεσία της Κίνας και των μαθητών της, όχι των μάνατζερ και των επενδυτών. Επιπλέον, η κίνηση αυτή είναι άμεσα συνδεδεμένη με την απόφαση του Πεκίνου να επιστρέψει στην πολιτική των τριών παιδιών αντί ενός που ίσχυε έως πρόσφατα, κάτι στο οποίο δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν τα ζευγάρια λόγω υψηλού κόστους ζωής. Το λυπηρό είναι ότι όλη αυτή η παρέμβαση δεν γίνεται για τη βελτιστοποίηση του εκπαιδευτικού συστήματος, αλλά για πολιτικές σκοπιμότητες, δείχνοντας για μία ακόμη φορά ότι το κομμουνιστικό κόμμα της Κίνας θέλει να έχει τον έλεγχο των πάντων. Την ώρα που ο οικονομικός «πόλεμος» ΗΠΑ - Κίνας έχει μεταφερθεί στις αγορές μετοχικού κεφαλαίου στις οποίες διακυβεύονται τρισεκατομμύρια δολάρια. Το «ζεστό» χρήμα των αγορών προσφέρει τεράστια έσοδα τόσο στους Κινέζους ιδιώτες επενδυτές όσο και στη Wall Street. Και αυτό δεν αρέσει στο Πεκίνο.