Μπορεί να παραμένουν σε «κινούμενη άμμο» οι εξαγωγές υπηρεσιών, λόγω της πτώσης του τουρισμού την τελευταία διετία και της έκρηξης κρουσμάτων και ιικού φορτίου της μετάλλαξης Δέλτα μέσα στο καλοκαίρι, την ίδια στιγμή ωστόσο οι εξαγωγές αγαθών «υπερίπτανται».
Του Φάνη Ζώη
[email protected]
Μπορεί να παραμένουν σε «κινούμενη άμμο» οι εξαγωγές υπηρεσιών, λόγω της πτώσης του τουρισμού την τελευταία διετία και της έκρηξης κρουσμάτων και ιικού φορτίου της μετάλλαξης Δέλτα μέσα στο καλοκαίρι, την ίδια στιγμή ωστόσο οι εξαγωγές αγαθών «υπερίπτανται».
Από το πρώτο κιόλας εξάμηνο του έτους οι εξαγωγείς μας, όπως αναφέρουν οι συμμετέχοντες σε αυτό το Ειδικό Αφιέρωμα της «Ν» στις Εξαγωγές, κατάφεραν να καλύψουν όλες τις απώλειες του 2020 και ενώ βρισκόμασταν σε περιβάλλον ανασφάλειας και καραντίνας, κατέρριψαν το ρεκόρ εξαγωγών που είχε καταγραφεί πριν από την πανδημία, υπερβαίνοντας και την περσινή επίδοση.
Το επίτευγμα είναι σημαντικό, η χαμηλή ωστόσο βάση των ελληνικών εξαγωγών αγαθών (αφαιρουμένων των πετρελαιοειδών) δείχνει ότι έχουν πολλά ακόμα να γίνουν. Δεν θα πρέπει δηλαδή να παραβλέψουμε ότι ως ποσοστό των παγκόσμιων εξαγωγών η χώρα μας συνεχίζει να βρίσκεται εκεί που ήταν πριν από 20 χρόνια.
Ένα άλλο στοιχείο που παρατηρείται μετά την οικονομική κρίση είναι ότι η αύξηση των εξαγωγών συμβαδίζει grosso modo με την αύξηση των εισαγωγών. Αυξάνουν οι εξαγωγές από τη μία, αλλά ανακάμπτουν και οι χτυπημένες από τη μείωση της κατανάλωσης εισαγωγές από την άλλη. Ο λόγος αυτός αντανακλά μια ιδιαίτερα εύθραυστη ισορροπία, μιας και οι επενδύσεις (σε μέγεθος και είδος) δεν έχουν φτάσει ακόμα στο σημείο να μπορούν να υποκαταστήσουν με διάρκεια σημαντικό μέρος των εισαγωγών.
Αυτή ακριβώς είναι και η «ιστορική ευκαιρία» που παρουσιάζεται για τη χώρα μας. Να αναγεννηθεί και πάλι μέσα από τις «στάχτες της». Όπως ακριβώς επιχείρησε και έως ένα βαθμό άρχισε να υλοποιεί μέχρι πριν να ξεσπάσει η «λαίλαπα της Covid-19», η οποία ανέτρεψε άρδην το σκηνικό και έθεσε καινούργια διλήμματα. Αυτή τη φορά, ωστόσο, η Ελλάδα έχει έναν πολύτιμο σύμμαχο: τους ευρωπαϊκούς πόρους ύψους 32 δισ. ευρώ του Ταμείου Ανάκαμψης που θα διοχετευθούν στην ελληνική αγορά μέχρι το 2026.
Ενθαρρυντικό είναι και το γεγονός ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει κάνει ειδική αναφορά στη χάραξη Εθνικού Στρατηγικού Σχεδίου Εξωστρέφειας, -ικανοποιώντας τοπάγιο και διαχρονικό αίτημα του εξαγωγικού κόσμου της χώρας- και παράλληλα έθεσε συγκεκριμένο στόχο: να φθάσει η συμμετοχή των εξαγωγών στο ΑΕΠ από 38% σήμερα σε 48% μέχρι το 2023.
Όμως όλα τα παραπάνω αν δεν συνοδεύονται από ένα καλά οργανωμένο σχέδιο, όπως λένε και οι παράγοντες των φορέων της αγοράς, δεν θα μπορέσουν να φέρουν τα επιθυμητά αποτελέσματα. Εδώ είναι και το θέμα της επόμενης μέρας για την ελληνική οικονομία.Σε ένα τέτοιο σχέδιο οι εξαγωγές θα πρέπει να κατέχουν κεντρική θέση. Θα πρέπει να περιλαμβάνει όλες τις λεπτομέρειες για το πώς δημιουργείται ένα καλό ποιοτικά προϊόν, σε τομέα που η χώρα έχει συγκριτικό πλεονέκτημα και σε τιμή ανταγωνιστική του αντίστοιχου ομοειδούς προϊόντος μιας ανταγωνίστριας χώρας. Για να γίνει αυτό δεν αρκούν ευχολόγια ή δήθεν σκληρές αποφάσεις. Χρειάζεται πλάνο τομεακό, ανά προϊόν και ανά περιφέρεια, που θα περιλαμβάνει όλους τους συντελεστές του κόστους ενός προϊόντος. Στο σύγχρονο διεθνοποιημένο εξαγωγικό εμπόριο, δεν αρκεί να παράγεις ένα καλό προϊόν, πρέπει αυτό να βγαίνει σε τιμή καλύτερη ή ίση των ανταγωνιστών. Για να το πετύχεις αυτό, χρειάζονται επενδύσεις, συνεργασίες, μεγαλύτερο μέγεθος επιχειρήσεων και άρση κάθε είδους αγκύλωσης που προκαλούν αυτό που λέμε στην οικονομία «κρυφό κόστος».
Βρισκόμαστε -για άλλη μια φορά- μπροστά σε κρίσιμο σταυροδρόμι. Ωστόσο, οι οιωνοί είναι θετικοί. Παρότι αναδύονται νέες προκλήσεις, η Ελλάδα μπορεί να «γυρίσει σελίδα». Αρκεί να κινηθεί έξυπνα και να εφαρμόσει πιστά και χωρίς παρεκκλίσεις ένα καλά οργανωμένο σχέδιο, με στόχο την οικοδόμηση ενός καινούργιου παραγωγικού προτύπου που θα στηρίζεται στην εξωστρέφεια και στην παραγωγή καινοτόμων προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας.