Αφιερώματα
Τρίτη, 27 Ιουλίου 2021 10:10

Πλεονασματικό εμπορικό ισοζύγιο πέτυχαν τα αγροτικά προϊόντα

Η καλή είδηση του 2020 για το πεδίο των εξαγωγών αφορά σίγουρα το γεγονός ότι για πρώτη φορά μετά το 1984 η Ελλάδα εξήγαγε πέρυσι περισσότερα τρόφιμα και αγροτικά προϊόντα απ’ όσα εισήγαγε.

Η καλή είδηση του 2020 για το πεδίο των εξαγωγών αφορά σίγουρα το γεγονός ότι για πρώτη φορά μετά το 1984 η Ελλάδα εξήγαγε πέρυσι περισσότερα τρόφιμα και αγροτικά προϊόντα απ’ όσα εισήγαγε.

Το εμπορικό ισοζύγιο αγροτικών προϊόντων έκλεισε το 2020 με πλεόνασμα 510,953 εκατ. ευρώ, τη στιγμή που τα τελευταία χρόνια ήταν ελλειμματικό κατά 500 - 700 εκατ. ευρώ περίπου ετησίως, ενώ το έλλειμμα έχει αγγίξει στο παρελθόν ακόμα και τα 2 δισ. ευρώ.

Το περσινό επίτευγμα έχει ιδιαίτερη σημασία εάν συνυπολογιστούν όλες οι παράμετροι μιας χρονιάς που αν μη τι άλλο οι συνθήκες ανατράπηκαν σε παγκόσμιο επίπεδο.

Η κρίση Covid 19 άλλαξε όλα τα δεδομένα στο εμπόριο και την παραγωγή εντείνοντας των ανταγωνισμό σε κλειστά σύνορα -για αρκετά μεγάλα διαστήματα-, ενώ ταυτόχρονα η Ευρωπαϊκή Ένωση βίωνε και τις επιπτώσεις του Brexit σε επίπεδο διήμερων συμφωνιών.

Το πλεονασματικό εμπορικό ισοζύγιο των αγροτικών προϊόντων αφενός ενισχύει τη δυναμική παραγωγών και εξαγωγέων δημιουργώντας περαιτέρω προσδοκίες και κίνητρο για το μέλλον, ενώ ταυτόχρονα δίνει στα ελληνικά αγροτικά προϊόντα τη δυνατότητα να διεκδικήσουν ακόμα πιο δυναμικά μερίδια στα διεθνή ράφια.

Η συγκυρία της πανδημίας έχει ενισχύσει πάρα πολύ τη στροφή των καταναλωτών στην υγιεινή διατροφή, και σύμφωνα με τους αναλυτές, η τάση αυτή έχει χαρακτήρα μονιμότητας ειδικά στις νεότερες ηλικιακές ομάδες.

Σε αυτό το πλαίσιο, ακόμη κι αν είναι βάσιμη η υπόθεση ότι τα επόμενα χρόνια οι εισαγωγές θα αυξηθούν, στον βαθμό που οι εμπορευματικές ροές επανέλθουν στα προ Covid-19 επίπεδα, η δυναμική που έχουν οι ελληνικές εξαγωγές είναι τέτοια ώστε να είναι εξίσου δυνατό να συνεχίσουν να αυξάνονται, καταρρίπτοντας κάθε ιστορικό ρεκόρ, όπως, για παράδειγμα, συνέβη το 2020 με τα φρούτα και τα λαχανικά. 

Δυναμικά και στο α’ τετράμηνο οι εξαγωγές οπωροκηπευτικών

Οι εξαγωγές εγχώριων οπωροκηπευτικών διατηρούν τις υψηλές τους ταχύτητες και φέτος καταγράφοντας στο πρώτο τετράμηνο του έτους αύξηση 14,2% σε αξία στα 479,2 εκατ. ευρώ και κατά 5,8% σε όγκο σε 586,1 χιλιάδες τόνους, σύμφωνα με την τελευταία ενημέρωση της ΕΛΣΤΑΤ -όπως επεξεργάστηκαν από τον Σύνδεσμο Incofruit-Hellas-, διατηρώντας παράλληλα το θετικό πρόσημο στο πλεόνασμα της εξαγωγής - εισαγωγής των αγροτικών προϊόντων.

Ο κ. Γιώργος Πολυχρονάκης, ειδικός σύμβουλος του Συνδέσμου Ελληνικών Επιχειρήσεων Εξαγωγής Διακίνησης Φρούτων Λαχανικών και Χυμών Incofruit - Hellas, ανέφερε σχετικά ότι «το 2020 το πλεόνασμα του ισοζυγίου αγροτικών προϊόντων διαμορφώθηκε στα 510,953 εκατ. ευρώ με κυρίαρχη τη συμμετοχή του τομέα μας (φρούτων λαχανικών και παρασκευασμάτων τους) στη διαμόρφωσή του (1,608 δισ. ευρώ).

Αυτά τα χαρακτηριστικά διατηρούνται και κατά το ανασκοπούμενο τετράμηνο του 2021 με ένα πλεόνασμα ύψους 425 εκατ. ευρώ έναντι 59 εκατ. ευρώ του 2020. Σε συνέχεια του έτους 2020 -ρεκόρ όλων των εποχών- οι εξαγωγές των νωπών φρούτων και λαχανικών συνεχίστηκαν με αυξητικές τάσεις κατά 14,2% σε αξία και το πρώτο τετράμηνο 2021 και κατά 5,8% σε όγκο σε σύγκριση με το ίδιο διάστημα του προηγούμενου έτους».

Οι αποστολές-εξαγωγές λαχανικών το τετράμηνο, ενώ μειώθηκαν κατά 4,3% σε σχέση με το ίδιο διάστημα του 2020, ανερχόμενες σε 104.563 τόνους, αυξήθηκαν 12,2% σε αξία, με 95,5 εκατομμύρια ευρώ.

Αντίστοιχα η εξαγωγή φρούτων σημείωσε αύξηση σε όγκο σε σχέση με την ίδια περίοδο του 2020 κατά 8,3% ανερχόμενη σε 481.533 τόνους, ενώ η αξία αυξήθηκε κατά 14,7% και ανήλθε σε 383,72 εκατ. ευρώ.

Η αύξηση της αξίας των εξαχθέντων φρούτων κατά 14,7% είναι εντυπωσιακή και δείχνει την αυξημένη μεσοσταθμική τιμή μονάδος των προϊόντων μας, οφειλόμενη κυρίως στα μανταρίνια και στις φράουλες που δημιούργησαν ρεκόρ εξαγωγών.

Οι ενδείξεις από την εξαγωγή μέχρι και την 25η/6/2021 βάσει προσωρινών στοιχείων ΥΠΑΑΤ δείχνουν ότι παρατηρείται μια αύξηση της τάξεως των 6,6%. Εκτιμάται, λαμβάνοντας υπόψη τη μειωμένη λόγω ζημιών παραγωγή των πυρηνόκαρπων, ότι οι συνολικές εξαγωγές του 2021, λόγω δυσμενών καιρικών συνθηκών για τα συμπύρηνα, θα είναι μειωμένες κατ’ όγκο αλλά αυξημένες σε αξία λόγω της βελτιωμένης μεσοσταθμικής τιμής μονάδος σε επίπεδα ρεκόρ.

Παράλληλα υπήρξε μείωση των εισαγωγών το αντίστοιχο τετράμηνο στη χώρα μας κατά 17,5% σε αξία στα 240 εκατ. ευρώ και κατά 16,5% σε όγκο, με σημαντική τη μείωση εισαγωγών κυρίως σε λαχανικά 22,6% κατ’ όγκο.

Η πορεία αύξησης των εξαγωγών των αγροτικών προϊόντων φαίνεται πως δεν είναι συγκυριακή, αφού  τα προϊόντα μας αντέχουν σε απαιτητικές αγορές και αναγνωρίζεται η ποιότητά τους.

Θετικό το αποτύπωμα και στη μεταποίηση τροφίμων

Και σε επίπεδο όμως μεταποιημένων τροφίμων - ποτών το 2020 άφησε ένα θετικό αποτύπωμα, αφού σε όρους εξωτερικού εμπορίου ο κλάδος μεταποίησης των τροφίμων και ποτών σύμφωνα με τα στοιχεία σχετικής μελέτης του Ιδρύματος Οικονομικών & Βιομηχανικών Ερευνών μείωσε το εμπορικό του έλλειμμα, από το περίπου 1,5 δισ. ευρώ το 2019, στα 664 εκατ. ευρώ το 2020, δηλαδή κατά 56,7%.

Η μείωση στο εμπορικό έλλειμμα του κλάδου προήλθε από την αύξηση των εξαγωγών το 2020 και την ταυτόχρονη μείωση των εισαγωγών. Συγκεκριμένα, οι εισαγωγές τροφίμων και ποτών ανήλθαν το 2020 στα 4,9 δισ. ευρώ (από 5,3 δισ. το 2019), μειωμένες κατά 7,9%. Αντίθετα, οι εξαγωγές τροφίμων και ποτών αυξήθηκαν κατά 11,1%, με την αξία τους να διαμορφώνεται στα 4,2 δισ. ευρώ.

Ως προς τον λόγο εξαγωγών - εισαγωγών στη μεταποίηση τροφίμων και ποτών, δηλαδή ως προς το μερίδιο των εγχώριων εξαγωγών προς τις αντίστοιχες εισαγωγές, αυτός έχει αυξηθεί το 2020, φθάνοντας στο 87% (από 72% το 2019 και 77% το 2018). Σε σχέση με το 2010, ο συγκεκριμένος δείκτης έχει ανέλθει κατά 35 ποσοστιαίες μονάδες, γεγονός το οποίο υποδηλώνει ότι οι εξαγωγικές προσπάθειες στον τομέα των μεταποιημένων τροφίμων που πραγματοποιούνται τα τελευταία χρόνια έχουν ενισχυθεί σημαντικά.

Πλεονασματικό το εμπορικό ισοζύγιο

Στο διεθνές εμπόριο από τους βασικούς κλάδους τροφίμων και ποτών, τα επεξεργασμένα φρούτα και λαχανικά, τα έλαια και λίπη, τα αλευρώδη και τα γαλακτοκομικά παρουσιάζουν πλεονασματικό εμπορικό ισοζύγιο το 2020. Συγκεκριμένα, το πλεόνασμα στα φρούτα και λαχανικά φθάνει τα 990 εκατ., όταν το 2019 ήταν χαμηλότερο (877 εκατ.). Στα έλαια και λίπη το αντίστοιχο εμπορικό πλεόνασμα έχει αυξηθεί στα 262 εκατ. (από 103 εκατ. το 2019). Στα γαλακτοκομικά το πλεόνασμα το 2020 είναι 5 εκατ. από έλλειμμα 129 εκατ. το 2019. Οι υπόλοιποι κλάδοι καταγράφουν εμπορικό έλλειμμα το 2020, με το υψηλότερο να καταγράφεται και πάλι στον κλάδο επεξεργασμένου κρέατος (-960 εκατ. από -1.147 εκατ.), το οποίο έχει μειωθεί σε σχέση με το 2019. Από τους υπόλοιπους κλάδους, το ελλειμματικό εμπορικό ισοζύγιο είναι υψηλότερο το 2020 μόνο στις ζωοτροφές. Ως προς το ποσοστό συμμετοχής κάθε κλάδου στο σύνολο των εμπορικών ροών των μεταποιημένων τροφίμων και ποτών, τα επεξεργασμένα φρούτα και λαχανικά καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο ποσοστό εξαγωγών (31%), ενώ ακολουθούν τα γαλακτοκομικά (19%), και τα έλαια και λίπη (15%). Στις εισαγωγές, πρώτα στη σχετική κατάταξη το 2020 βρίσκονται ξανά το κρέας (22%), τα άλλα είδη διατροφής (18%) και τα γαλακτοκομικά (16%).

Οι μεγαλύτεροι εμπορικοί εταίροι

Σε σχέση με τους μεγαλύτερους εμπορικούς εταίρους της χώρας ως προς τις εξαγωγές τροφίμων και ποτών το 2020, την πρώτη θέση κατέχει η Γερμανία (16%). Ακολουθεί η Ιταλία, της οποίας η συμμετοχή περιορίζεται στο 14% του συνόλου το 2020, ενώ έπονται το Ην. Βασίλειο (9%), οι ΗΠΑ (8%) και η Κύπρος (6%).

Την πρώτη δεκάδα των βασικών χωρών στις οποίες εξάγει η χώρα μεταποιημένα τρόφιμα συμπληρώνουν χώρες της Ε.Ε. και συγκεκριμένα η Ολλανδία, η Βουλγαρία, η Γαλλία, η Ρουμανία και η Πολωνία. Συνολικά, οι δέκα πρώτες χώρες στις οποίες εξάγονται μεταποιημένα τρόφιμα καταλαμβάνουν το 70% του συνόλου των εξαγωγών το 2020. Ως προς τις εισαγωγές, ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της χώρας σε προϊόντα μεταποιημένων τροφίμων και ποτών το 2020 είναι η Γερμανία και η Ολλανδία, από τις οποίες εισάγεται το 29% των αγαθών, η Ιταλία (10%), η Γαλλία (9%) και η Ισπανία με τη Βουλγαρία (από 6%). Την πρώτη δεκάδα των εισαγωγέων μεταποιημένων τροφίμων και ποτών συμπληρώνουν επίσης χώρες της Ε.Ε. και συγκεκριμένα η Βουλγαρία, η Δανία, το Βέλγιο, η Πολωνία και η Αργεντινή. Συνολικά, οι δέκα πρώτες χώρες από τις οποίες εισάγονται μεταποιημένα τρόφιμα καταλαμβάνουν το 75% του συνόλου των εισαγωγών στην Ελλάδα. Τέλος, το 65% των συνολικών εξαγωγών μεταποιημένων τροφίμων της Ελλάδας πραγματοποιείται εντός της Ε.Ε.-27 και το 35% εκτός αυτής, ενώ όσον αφορά στις εισαγωγές το 85% των μεταποιημένων τροφίμων της Ελλάδας πραγματοποιείται από την Ε.Ε.-27 και το 15% από χώρες εκτός αυτής.

Μονόδρομος οι στρατηγικές διεθνοποίησης και εξωστρέφειας

Όπως υποστηρίζουν οι αναλυτές του ΙΟΒΕ, σε ένα παγκοσμιοποιημένο πλέον επιχειρηματικό περιβάλλον, ο εξαγωγικός προσανατολισμός των επιχειρήσεων μπορεί να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις και να αυξήσει τις πιθανότητες για την επιβίωσή τους, την ανάπτυξή τους, τη δημιουργία και διατήρηση ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος στην εγχώρια αγορά. Ειδικά οι νέες επιχειρήσεις θα πρέπει να ακολουθήσουν στρατηγικές διεθνοποίησης και εξωστρέφειας προκειμένου να ανταποκριθούν επιτυχώς, να είναι βιώσιμες καινα αξιοποιήσουν τις ευκαιρίες για διείσδυση σε αγορές εκτός των συνόρων.

Η εγχώρια βιομηχανία τροφίμων-ποτά  έχει τη δυνατότητα να κινηθεί και να ξεχωρίσει πάνω σε αναγνωρισμένα και προστατευόμενα προϊόντα ή και σε καινοτόμα ποιοτικά καταναλωτικά είδη, που έχει τη δυνατότητα να παράγει. Εξάλλου, η περίφημη μεσογειακή διατροφή ειδικά κατά την περίοδο της πανδημίας έχει κερδίσει το ενδιαφέρον μεγάλης μερίδας του παγκόσμιου πληθυσμού, με τη χώρα μας να έχει το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα της «έδρας» στην παραγωγή πληθώρας προϊόντων που ανήκουν σε αυτή.

Η δημιουργία προστιθέμενης αξίας και η ενίσχυση της εξωστρέφειας του κλάδου εναπόκεινται σε μεγάλο βαθμό και στην προβολή του ελληνικού προϊόντος, μέσα από τα κατάλληλα σχεδιασμένα κανάλια διανομής, την ποιότητα, διαφοροποίηση και την ενίσχυση του προτύπου της ελληνικής ή μεσογειακής κουζίνας. Η σύνδεση της μεταποίησης τροφίμων με τον πρωτογενή τομέα της οικονομίας, αλλά και με τον τομέα των υπηρεσιών, όπως εστιατόρια, ξενοδοχεία και εν γένει τον τουρισμό, σε συνδυασμό με τις συνέργειες που αναπτύσσονται στον χώρο των τροφίμων, καθιστά θεμελιώδη τον ρόλο του κλάδου σε όλους τους τομείς της οικονομίας.