Απόψεις
Δευτέρα, 19 Ιουλίου 2021 19:38

Το κεφαλαιοποιητικό σύστημα στο ασφαλιστικό

Αν θέλαμε να δώσουμε ένα χαρακτηρισμό στο ελληνικό ασφαλιστικό σύστημα, ο όρος «πολύπαθο» σίγουρα θα του ταίριαζε.

Από την έντυπη έκδοση

Του Δημήτρη Τζάνα,
οικονομολόγου

Αν θέλαμε να δώσουμε ένα χαρακτηρισμό στο ελληνικό ασφαλιστικό σύστημα, ο όρος «πολύπαθο» σίγουρα θα του ταίριαζε.

Λόγω  αναρίθμητων αστοχιών που διαχρονικά έχουν συντελεστεί σε βάρος του, αποτέλεσμα είτε των οικονομικά ανορθόδοξων παρεμβάσεων που κατά καιρούς έγιναν είτε λόγω των κραυγαλέων παραλείψεων.  Μια επισκόπηση κάποιων βασικών επισημάνσεων αρκεί για να τεκμηριωθούν τα παραπάνω. Ιδού μερικές:  

1. Από τη μεταπολεμική περίοδο και για πολλές δεκαετίες τα διαθέσιμα του ασφαλιστικού συστήματος παρέμεναν άτοκα στην ΤτΕ. Μόλις στα μέσα της δεκαετίας του  ‘80 θεσμοθετήθηκε η απόδοση τόκων γι’ αυτά σύμφωνα με το ύψος των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων. 

2. Η πανσπερμία των ασφαλιστικών ταμείων που ξεπέρασαν σε αριθμό τα 300 οδήγησε στο υψηλό διαχειριστικό κόστος του. Συγκρίνοντας μάλιστα τα δεδομένα του ελληνικού ασφαλιστικού συστήματος με ένα άλλο που αφορά τον ίδιο αριθμό περίπου ασφαλισμένων, όπως είναι το ενός Ταμείου σουηδικό, ο καθηγητής Μιλτιάδης Νεκτάριος διαπιστώνει ότι το ίδιο έργο διενεργείται από υποδεκαπλάσιο αριθμό υπαλλήλων. Την ίδια ώρα, η εκτεταμένη εισφοροδιαφυγή ουδέποτε αντιμετωπίστηκε αποτελεσματικά. 

3. Το πλαίσιο σύμφωνα με το οποίο διενεργούνταν οι επενδύσεις επί χρόνια ήταν ιδιαίτερα υπερ-ρυθμισμένο, προβλέποντας ότι το μεγαλύτερο μέρος των διαθεσίμων όφειλαν να επενδυθούν σε τίτλους ελληνικών ομολόγων και μικρό μόνο ποσοστό σε μετοχικές αξίες. Ως αποτέλεσμα, ενόσω οι μετοχικοί τίτλοι ήταν χαμηλά αποτιμημένοι αγνοήθηκαν, ενώ μετά τη χρηματιστηριακή έκρηξη στο τέλος της δεκαετίας 90 έγιναν αθρόες τοποθετήσεις σε υπερτιμημένους τίτλους. Στη συνέχεια, οι επενδυτικές αστοχίες ολοκληρώθηκαν με τις τοποθετήσεις στα υψηλού επενδυτικού κινδύνου δομημένα προϊόντα που παρουσιάστηκαν την περίοδο 2005 έως 2007, με αδιαφανείς διαδικασίες και ενώ είχε ήδη συσταθεί η ορθολογικά λειτουργούσα ΑΕΔΑΚ των ασφαλιστικών ταμείων. 

4. Η παρέμβαση Γιαννίτση στις αρχές της δεκαετίας 2000 με την οποία επιδιώχθηκε η εκλογίκευση της λειτουργίας του ασφαλιστικού συστήματος εν όψει των επερχόμενων δυσμενών δημογραφικών δεδομένων και ενόσω η σχέση συνταξιούχων προς εργαζόμενους ήταν ακόμη 1 προς 3, ουδέποτε πραγματοποιήθηκε. 

5. Η διατήρηση της μορφής του συστήματος ως αναδιανεμητικού επέφερε τελικά το καταληκτικό κτύπημα, καθώς μετά την ελληνική χρεοκοπία οδηγηθήκαμε στο γνωστό PSI με απώλειες της τάξης του 60% στην περιουσία των Ταμείων. Την ίδια ώρα η οικονομική κρίση είχε ως αποτέλεσμα τη δραματική μείωση των εσόδων των Ταμείων εξαιτίας της μείωσης των εισφορών λόγω του μικρότερου αριθμού απασχολουμένων. 

Η συνέχεια είναι γνωστή. Στο πλαίσιο των μνημονίων, από τον Μάιο 2010 έως τον Ιανουάριο του 2019, θεσμοθετήθηκαν 14 παρεμβάσεις με στόχο τις περικοπές των συντάξεων (κύριων και επικουρικών αλλά και των δώρων) και τη θεσμοθέτηση της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης συνταξιούχων, με στόχο τη διαχειριστική εξισορρόπηση του ασφαλιστικού συστήματος, καθώς τα υφιστάμενα δεδομένα ανάμεσα σε πηγές εσόδων και δαπάνες για συντάξεις και παροχές είχαν οδηγήσει σε εκρηκτικά ελλείμματα. Ταυτόχρονα καταβλήθηκε μεγάλη προσπάθεια για την περιστολή της σπατάλης που είχε διαπιστωθεί ότι συντελείται, με αποτέλεσμα την έκρηξη της δαπάνης για ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Παρ’ όλα αυτά, το 2017 η Ελλάδα συνέχισε να ξοδεύει το 19% του ΑΕΠ στις συντάξεις, με το 60% της δαπάνης να προέρχεται από τον προϋπολογισμό, ενώ τα δημογραφικά δεδομένα, η οικονομική κρίση και η μετανάστευση (brain drainage) στο εξωτερικό έχουν πλέον διαμορφώσει τη σχέση συνταξιούχων εργαζομένων στο 1 προς 1,5.

 Ήδη από το 2010 ήταν φανερό ότι το ελληνικό ασφαλιστικό σύστημα δεν ήταν βιώσιμο, με τις δημογραφικές αλλαγές να οδηγούν σε αδυναμία λειτουργίας του μηχανισμού αλληλεγγύης μεταξύ των γενεών ώστε να λειτουργεί το αναδιανεμητικό σύστημα. Το 2018 οι Μιλτιάδης Νεκτάριος, Πλάτων Τήνιος και Γιώργος Συμεωνίδης εξέδωσαν ένα πόνημα σύμφωνα με το οποίο είναι αναγκαία η θεσμοθέτηση τριών πυλώνων για να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος: της ασφάλισης κύριας σύνταξης, του κεφαλαιοποιητικού ταμείου επικουρικών συντάξεων και των ταμείων επαγγελματικής ασφάλισης. Έτσι, η εφαρμογή του ταμείου επικουρικής κεφαλαιοποιητικής ασφάλισης που θεσμοθετεί τώρα η κυβέρνηση, δηλαδή ενός συστήματος στο πλαίσιο του οποίου οι εργαζόμενοι θα έχουν ένα προσωπικό κουμπαρά στον οποίο θα κατευθύνονται οι εισφορές τους, είναι στη σωστή κατεύθυνση. Στον βαθμό που οι επενδύσεις διενεργηθούν με ορθολογισμό και επαγγελματική επάρκεια, ώστε η όλη διαδικασία να λειτουργήσει αποτελεσματικά και να επιτευχθούν οι υπεραξίες για να αποδοθούν οι αυξημένες συντάξεις που προαναγγέλλονται. 

Την ίδια ώρα ωστόσο πρέπει να εκλογικευθεί η λειτουργία του ΕΦΚΑ θεραπεύοντας τις αστοχίες που έγιναν τα προηγούμενα χρόνια μετά τις συγχωνεύσεις των προκατόχων του (ΙΚΑ, ΟΑΕΕ, ΤΣΑΥ, ΤΣΜΕΔΕ κ.λπ.). Η εισαγωγή του κεφαλαιοποιητικού συστήματος λοιπόν συνιστά μια εξέλιξη που όφειλε να έχει συμβεί εδώ και δεκαετίες στο ασφαλιστικό σύστημα, που ενδεχομένως θα είχε προλάβει τη δραματική απώλεια της περιουσίας των Ταμείων λόγω του κουρέματος των ομολόγων από το PSI.

Ιδεολογικές αγκυλώσεις, που ακόμα και σήμερα δεν έχουν ξεπεραστεί, οδήγησαν μόλις τώρα στη θεσμοθέτησή του. 

Ας αποτελέσει το πρώτο βήμα μιας ολοκληρωμένης μεταρρύθμισης που θα επιτρέψει τη μεσοπρόθεσμα βιώσιμη λειτουργία του ασφαλιστικού συστήματος. Διαφορετικά, η έκφραση «too little too late» θα είναι εκείνη που θα ταιριάζει στο σύστημά μας όταν γίνει σε όλους αντιληπτό το υψηλό δημοσιονομικό κόστος λειτουργίας του, καθώς οι συνθήκες πανδημίας εκτόξευσαν τη δαπάνη για την απαιτούμενη περίθαλψη ευρέων κοινωνικών στρωμάτων.