«Οποιαδήποτε συζήτηση για την εθνική στρατηγική της Ελλάδας του μέλλοντος πρέπει να βασίζεται σε έναν δυναμικό ρεαλισμό», ανέφερε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, Αλέξης Τσίπρας, μιλώντας σε εκδήλωση για την ελληνική υψηλή στρατηγική που διοργανώνει το Συμβούλιο Διεθνών Σχέσεων και υποστήριξε σε σχέση με τα ελληνοτουρκικά, ότι «πρέπει επιτέλους να μιλήσουμε για ένα Ελσίνκι με νέους όρους».
«Οποιαδήποτε συζήτηση για την εθνική στρατηγική της Ελλάδας του μέλλοντος πρέπει να βασίζεται σε έναν δυναμικό ρεαλισμό», ανέφερε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, Αλέξης Τσίπρας, μιλώντας σε εκδήλωση για την ελληνική υψηλή στρατηγική που διοργανώνει το Συμβούλιο Διεθνών Σχέσεων και υποστήριξε σε σχέση με τα ελληνοτουρκικά, ότι «πρέπει επιτέλους να μιλήσουμε για ένα Ελσίνκι με νέους όρους».
Εξήγησε όσον αφορά την αντιμετώπιση της Τουρκίας, ότι «δεν μπορούμε να επαναλαμβάνουμε συνεχώς τις πάγιες θέσεις της χώρας, π.χ. για την Χάγη, χωρίς να τις προωθούμε ενεργά. Είναι επιτακτική ανάγκη να αποκτήσουμε μια δυναμική εθνική στρατηγική για τις ευρωτουρκικές σχέσεις».
Ενεργητική πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική
Εξηγώντας την θέση του για τον αναγκαίο ρεαλισμό, ανέφερε: «Πρώτον, πρέπει να οικοδομήσουμε ένα οικονομικό μοντέλο βασισμένο στην βιώσιμη ανάπτυξη και στην άμβλυνση των ανισοτήτων. Το δεύτερο σημαντικό στοιχείο είναι η προώθηση μιας ενεργητικής, πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής, που ταυτίζει το εθνικό μας συμφέρον με την αναβάθμιση του διεθνούς μας ρόλου ως πυλώνα ειρήνης και σταθερότητας».
Ο κ. Τσίπρας αναφέρθηκε στις σχέσεις με την Τουρκία υπογραμμίζοντας: «…Αποτελεί μείζον λάθος μια συντηρητική πολιτική μη-λύσης και προσχώρησης σε λογικές διπλωματικής ανάσχεσης, αντί της ανάπτυξης μιας δυναμικής στρατηγικής λύσης. Από τις αρχές του έτους η Τουρκία, πιεζόμενη από της ΗΠΑ και από την αρνητική οικονομική της πορεία, έχει ανοίξει το παράθυρο στο διάλογο. Έπρεπε να αξιοποιήσουμε τις πιέσεις που δέχεται, προκειμένου να μπούμε σε έναν ουσιαστικό διάλογο - για τις διερευνητικές, ή τα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης - χωρίς αφέλεια, με σαφείς κόκκινες γραμμές για τις δήθεν γκρίζες ζώνες και αποστρατιωτικοποιημένα νησιά, αλλά και με σαφείς στόχους».
'Ασκησε κριτική στην κυβέρνηση λέγοντας ότι «το να κερδίσουμε απλώς λίγους μήνες παραπάνω ηρεμίας αποτελεί κοντόθωρο στόχο, καθώς ο χρόνος δεν κυλάει ουδέτερα, και η Τουρκία καθιερώνει δυναμικές αλλά ουσιαστικές σχέσεις με σειρά χωρών, επικαλούμενη και την εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων». Σημείωσε ότι «αποτελεί σωστή θέση να παλεύουμε για τη σύναψη συμφωνιών ΑΟΖ ή την προσφυγή στη Χάγη με γειτονικές χώρες, αλλά πρόσθεσε, πως όπως αποδείχτηκε και πέρσι που το Oruc Reis παραβίαζε για 3 μήνες τα κυριαρχικά μας δικαιώματα, δεν πρέπει να υπάρχουν αυταπάτες ότι δήθεν μπορεί να δημιουργηθεί μια περιφερειακή ασπίδα ανάσχεσης απέναντι στην Τουρκία, αν έρθει η δύσκολη στιγμή. Ούτε ότι η κυβέρνηση θα μπορέσει να αντιστρέψει ή να παγώσει την θετική ευρωτουρκική ατζέντα με την Τουρκία αν αυτή επανέλθει στις παραβιάσεις.
«Οι ελληνικές κόκκινες γραμμές είναι μακριά από το να γίνουν ευρωπαϊκές, πέραν του επίπεδου των δηλώσεων», υπογράμμισε ο κ. Τσίπρας και πρόσθεσε: «Εδώ και τρεις μήνες έχω προτείνει να κατοχυρωθεί ότι η αναθεωρημένη τελωνειακή ένωση ΕΕ-Τουρκίας θα τεθεί σε ισχύ, μόνο αφού προσφύγει η Τουρκία με την Ελλάδα στη Χάγη για υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ. Αυτός είναι ο μόνος ευρωπαικός μοχλός πίεσης που μπορεί στο μέλλον να επιτρέψει ένα κοινά αποδεκτό συνυποσχετικό, μετά από ουσιαστικές διερευνητικές. Χωρίς αυτόν, ας είμαστε ρεαλιστές, δεν μπορεί να υπάρξει Χάγη. Δυστυχώς, όμως, στην τελευταία Σύνοδο αποφασίστηκε η έναρξη της διαπραγμάτευσης, χωρίς να τεθεί αυτός ο όρος - που είναι εξαιρετικά αρνητική εξέλιξη για τις ελληνικές θέσεις».
Μακριά από τη διεθνή νομιμότητα στο Κυπριακό η Τουρκία
Ακολούθως αναφέρθηκε στο Κυπριακό, λέγοντας ότι είναι σαφές ότι οι τουρκικές θέσεις είναι πιο μακριά από τη διεθνή νομιμότητα από ποτέ και πρόσθεσε: «Πρέπει να υπάρξει στρατηγική επιμονή στις πάγιες θέσεις μας για διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία, με πολιτική ισότητα, βασισμένη σε κράτος με μία ιθαγένεια, μία κυριαρχία και μία διεθνή προσωπικότητα. Με κατάργηση των εγγυήσεων και αποχώρηση των κατοχικών στρατευμάτων. Και βέβαια,ορθώς καταβάλλεται προσπάθεια κινητοποίησης της διεθνούς κοινότητας. Και έχει μεγάλη σημασία ο συντονισμός Αθήνας-Λευκωσίας, όχι μόνο για την αντιμετώπιση των διχοτομικών τουρκικών προτάσεων, αλλά και για μια συνολική μεσομακροπρόθεσμη στρατηγική».
Αναφορικά με την πολιτική στα Δυτικά Βαλκάνια υποστήριξε ότι «είναι σαφές ότι οι Πρέσπες άνοιξαν νέες δυνατότητες ώστε η Ελλάδα να πρωταγωνιστήσει στην περιοχή και στην ευρωπαική της προοπτική. Θεωρώ θετικό ότι η κβέρνηση τιμά τη σμφωνία,αλλά την ίδια στιγμή την βλέπουμε - εγκλωβισμενη στα εσωκομματικά της - να μην προχωρά, όχι στην διοργάνωση Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας για νέες συμφωνίες, αλλά ούτε στην κύρωση των παλιών μνημονίων που έχουν απτά οφέλη για τη χώρα. Η φοβική αυτή θέση, δυσκολεύει και στην άσκηση πίεσης προς τη γείτονα για την εφαρμογή της συμφωνίας, όπως π.χ. σε σχέση με τα σχολικά βιβλία». Τέλος ανέφερε, πως «θεωρώ ότι πρέπει να υπάρξει ένας πολύ πιο ουσιαστικός διάλογος με την Αλβανία, που να μην περιορίζεται στην προσφυγή για την ΑΟΖ». Υποστήριξε ακόμη, ότι μετά τον σχηματισμό της βουλγαρικής κυβέρνησης, η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να δώσει μάχη για να την μεταπείσει στην θέση της για την Βόρεια Μακεδονία.
Απαντώντας σε ερώτηση για το «αν υπάρχουν οι όροι για συμφωνία με την Τουρκία, έστω στο πλαίσιο επίλυσης των διαφορών;», απάντησε ότι «σήμερα υπάρχουν κάποιες προϋποθέσεις καλύτερες από ό,τι το 2020, ένα παράθυρο ευκαιρίας, το οποίο όμως δεν αξιοποιεί η ελληνική κυβέρνηση».