Απόψεις
Δευτέρα, 12 Ιουλίου 2021 07:45

Αργή και γρήγορη νομισματική πολιτική

Οι συζητήσεις για την οικονομική πολιτική στην Ευρωζώνη, στο Ηνωμένο Βασίλειο και στις ΗΠΑ περιστρέφονται όλο και περισσότερο γύρω από το ζήτημα του πότε και πόσο γρήγορα οι κεντρικές τράπεζες θα πρέπει να αποσύρουν τα μέτρα τόνωσης που εφαρμόστηκαν πέρυσι ως απάντηση στην πανδημία Covid-19. Γράφει ο Μοχάμεντ Α. Ελ-Εριάν.

Από την έντυπη έκοδση

Του Μοχάμεντ Α. Ελ-Εριάν

Οι συζητήσεις για την οικονομική πολιτική στην Ευρωζώνη, στο Ηνωμένο Βασίλειο και στις ΗΠΑ περιστρέφονται όλο και περισσότερο γύρω από το ζήτημα του πότε και πόσο γρήγορα οι κεντρικές τράπεζες θα πρέπει να αποσύρουν τα μέτρα τόνωσης που εφαρμόστηκαν πέρυσι ως απάντηση στην πανδημία Covid-19.

Δεν υπάρχουν εύκολες απαντήσεις. Και τα δύο σκέλη της ερώτησης απαιτούν εξισορροπημένες κρίσεις, προκειμένου να λάβουν υπόψη τις αβεβαιότητες που παραμένουν. Οι αλλαγές στην πολιτική από τις μεγάλες κεντρικές τράπεζες μπορεί να έχουν εκτεταμένες επιπτώσεις στην οικονομική και χρηματοοικονομική ευημερία, επηρεάζοντας όχι μόνο τις χώρες εκείνες που εμπλέκονται άμεσα, αλλά και πολλές που θα καταλήξουν να «εισάγουν» τα αποτελέσματα των αποφάσεων αυτών.

Το ταξίδι

Ένας απλός τρόπος για να αποτυπωθεί η συζήτηση είναι να κάνουμε έναν παραλληλισμό με ένα ταξίδι. Στο αυτοκίνητο υπάρχουν δύο ομάδες που συμφωνούν σε τρία πράγματα: ο «προορισμός» είναι η επίτευξη υψηλής, ανθεκτικής, χωρίς αποκλεισμούς και βιώσιμης οικονομικής ανάπτυξης. Η διαδρομή έως εκεί δεν είναι ευθεία· και η προς τα εμπρός ορμή του αυτοκινήτου είναι καλή.

Μετά από αυτή την παραδοχή, τα δύο στρατόπεδα διαφωνούν. Μια ομάδα πιστεύει ότι μεγάλο μέρος του ταξιδιού που απομένει θα είναι ανηφορικό και ως εκ τούτου δεν ανησυχεί πολύ για τις στροφές της πορείας. Θα προτιμούσε να κρατήσει το πόδι στο γκάζι, έτσι ώστε το όχημα να μην επιβραδύνει ή σταματήσει.

Οι άλλοι επιβάτες αναμένουν μια κατηφορική διαδρομή με πολλές επικίνδυνες στροφές. Με το όχημα να ανεβάζει ταχύτητα, αυτή η ομάδα θα προτιμούσε να χαλαρώσει το γκάζι και να αποφύγει να διακινδυνεύσει με μια ξαφνική «οικονομική στροφή με χειρόφρενο», όπως το έθεσε πρόσφατα ο Άντι Χάλντεϊν, πρώην επικεφαλής οικονομολόγος της Τράπεζας της Αγγλίας.

Είτε ανήκετε στην πρώτη ομάδα είτε στη δεύτερη, τρία τρέχοντα ζητήματα εξαρτώνται κυρίως από την εκτίμησή σας: η αγορά εργασίας, η αύξηση του πληθωρισμού και ο κίνδυνος να μην υπάρξει γρήγορη ανάκαμψη σε περίπτωση που ακολουθηθεί εσφαλμένη πολιτική.

Ο μεγάλος γρίφος της αγοράς εργασίας είναι ότι, παρά τη μαζική ζήτηση, δεν είναι σε θέση να εξισορροπήσει τους άνεργους με τις θέσεις εργασίας. Η κατάσταση αυτή παρατηρείται ιδιαίτερα έντονα στις ΗΠΑ. Ενώ τα στοιχεία σχετικά με τις νέες θέσεις εργασίας και η έρευνα για την απασχόληση του Απριλίου (σ.σ.: τα πιο πρόσφατα διαθέσιμα στον αρθρογράφο) έδειξαν ότι καταγράφηκε ρεκόρ στις νέες θέσεις εργασίας στις ΗΠΑ -περισσότερες από 9 εκατομμύρια-, η συμμετοχή του εργατικού δυναμικού παραμένει πεισματικά χαμηλά και η ανεργία υψηλά, σε σύγκριση με τα προ πανδημίας επίπεδα.

Προκειμένου να εξηγηθεί αυτό το κενό, κάποιοι υποδεικνύουν τους προσωρινούς και αναστρέψιμους παράγοντες όπως το κλείσιμο των σχολείων, τα ενισχυμένα επιδόματα ανεργίας και την ανεπαρκή φροντίδα των παιδιών, ενώ άλλοι ανησυχούν για πιο μακροπρόθεσμα ζητήματα, όπως η μεταβαλλόμενη τάση στην εργασία και η αναντιστοιχία δεξιοτήτων. Σε κάθε περίπτωση, η επίμονη δυσλειτουργία της αγοράς εργασίας - ιδίως η προσπάθεια των εργοδοτών να βρουν εργαζομένους- είναι πιθανό να οδηγήσει σε ταχύτερη αύξηση των μισθών, μια πιθανότητα που προκαλεί ανησυχία για το δεύτερο ζήτημα.

Ο πληθωρισμός

Πόσο «παροδικός» είναι ο σημερινός πληθωρισμός; Η ομάδα με «πατημένο γκάζι» έχει μια εκπληκτικά ισχυρή πεποίθηση ότι η τρέχουσα ανοδική πορεία του πληθωρισμού θα αντιστραφεί απότομα. Καθώς προχωρά το τρέχον έτος, αναμένουν ότι τα βασικά αποτελέσματα θα ατονήσουν μαζί με τις αναντιστοιχίες της προσφοράς και της ζήτησης.

Άλλοι, συμπεριλαμβανομένου εμού, δεν είναι τόσο σίγουροι, εξαιτίας της επίμονων προβλημάτων στις αλυσίδες εφοδιασμού και των διαρκών προκλήσεων στη διαχείριση των αποθεμάτων. Πιθανότατα θα χρειασθούμε πολύ περισσότερους μήνες με δεδομένα για να μπορέσουμε να προσφέρουμε πειστικές αξιολογήσεις αυτών των μεταβλητών.

Στο μεταξύ, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους κινδύνους που σχετίζονται με οποιαδήποτε δεδομένη δράση - συμπεριλαμβανομένης της αδράνειας.

Εν όψει μιας τέτοιας αβεβαιότητας, είναι συνετό να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνο τι θα μπορούσε να πάει στραβά, αλλά και ποιες θα ήταν οι συνέπειες ενός λάθους στην πολιτική. Υπό τις τρέχουσες συνθήκες, μια λανθασμένη κίνηση θα μπορούσε να έχει εκτεταμένες και διαρκείς επιπτώσεις. Εκείνοι που ευνοούν τη συνέχιση της νομισματικής πολιτικής με «το γκάζι πατημένο» υποστηρίζουν ότι οι κεντρικοί τραπεζίτες εξακολουθούν να διαθέτουν εργαλεία για να ξεπεράσουν τον πληθωρισμό, εάν επιμείνει. Όμως, όπως υποστηρίζει η άλλη ομάδα, αυτά τα εργαλεία έχουν καταστεί όλο και πιο αναποτελεσματικά και είναι δύσκολο να εξισορροπηθούν. Ως εκ τούτου, μια κεντρική τράπεζα η οποία μπορεί να αναγκαστεί να πατήσει φρένο, διακινδυνεύει να προκαλέσει μια οικονομική ύφεση και να επιφέρει αστάθεια στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Ο κίνδυνος της απραξίας (ή της αδράνειας) σε αυτήν την περίπτωση μπορεί να είναι μεγαλύτερος από τον κίνδυνο της πρώιμης δράσης.

Στην τρέχουσα συζήτηση για την πολιτική, αυτό το πλαίσιο λήψης αποφάσεων προσφέρει μεγαλύτερη σαφήνεια όταν εξετάζονται τα δύο άκρα. Για παράδειγμα, αιωρείται η υπόθεση η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ να αρχίσει να αφήνει το γκάζι. Η οικονομική ανάπτυξη είναι έντονη, η δημοσιονομική πολιτική είναι επίσης εξαιρετικά επεκτατική και οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά έχουν επίσης σημαντικές συσσωρευμένες εξοικονομήσεις που τώρα θα ξοδέψουν. Οι συνθήκες είναι πλέον ώριμες για να αρχίσει η Fed να μειώνει -σταδιακά και προσεκτικά- το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων ύψους 120 δισεκατομμυρίων δολαρίων τον μήνα.

ΕΚΤ και Fed

Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ωστόσο, βρίσκεται σε διαφορετική θέση. Ενώ η ανάπτυξη της Ευρωζώνης επιταχύνεται, το επίπεδο της δημοσιονομικής στήριξης δεν είναι τόσο ισχυρό όσο στις ΗΠΑ και η ανάκαμψη του ιδιωτικού τομέα δεν είναι τόσο προχωρημένη.

Η πιο δύσκολη περίπτωση είναι το Ηνωμένο Βασίλειο. Με την ανάπτυξη, τη δημοσιονομική στήριξη και τις προοπτικές του ιδιωτικού τομέα πιο ισορροπημένες, δεν είναι περίεργο ότι δύο ιδιαίτερα σεβαστοί κεντρικοί τραπεζίτες, ο Χάλντεϊν και ο κυβερνήτης της Τράπεζας της Αγγλίας (ΒΟΕ), Άντριου Μπέιλι, βρέθηκαν στις αντίθετες πλευρές της συζήτησης αυτόν τον μήνα.

Άλλοι κεντρικοί τραπεζίτες σε όλο τον κόσμο μπορεί να μπουν στον πειρασμό να πιστέψουν ότι είναι απλώς θεατές σε όλα αυτά. Δεν είναι. Η Fed, η ΕΚΤ και η BOE είναι συστημικά σημαντικές: οι ενέργειές τους έχουν συχνά σημαντικές επιπτώσεις (τόσο θετικές όσο και αρνητικές) στην παγκόσμια οικονομία.

Ως εκ τούτου, οι άλλοι κεντρικοί τραπεζίτες πρέπει να πραγματοποιούν αναλύσεις στα δικά τους σενάρια και να διαμορφώνουν τα κατάλληλα σχέδια ανταπόκρισης. Δεν είναι καθόλου λάθος να ελπίζουμε ότι τρεις συστημικά σημαντικές κεντρικές τράπεζες θα φτάσουν στον προορισμό τους ομαλά. Όμως το ταξίδι είναι ακόμη μακρύ και ο κίνδυνος κάποιος να διολισθήσει δεν είναι καθόλου αμελητέος.

*Ο Μοχάμεντ Α. Ελ-Εριάν, πρόεδρος στο Queens’ College, στο πανεπιστήμιο Cambridge, είναι πρώην πρόεδρος του Συμβουλίου Παγκόσμιας Ανάπτυξης επί προεδρίας Μπαράκ Ομπάμα.

Copyright: Project Syndicate, 2021 www.project-syndicate.org