Απόψεις
Δευτέρα, 05 Ιουλίου 2021 13:45

Υπό αίρεση ίσως η οικονομική ανάκαμψη

Το ελληνικό σχέδιο ανάκαμψης ύψους πάνω από 31 δισ. ευρώ υπόσχεται ότι πολλά μπορούν να αλλάξουν στην ελληνική οικονομία δίνοντας έμφαση στον ενεργειακό και ψηφιακό μετασχηματισμό της.

Από την έντυπη έκδοση

Tου Δημήτρη Τζάνα
Oικονομολόγου

Το ελληνικό σχέδιο ανάκαμψης ύψους πάνω από 31 δισ. ευρώ υπόσχεται ότι πολλά μπορούν να αλλάξουν στην ελληνική οικονομία δίνοντας έμφαση στον ενεργειακό και ψηφιακό μετασχηματισμό της. Με τα 330 έργα που έχουν σχεδιαστεί: την ενεργειακή ανακαίνιση κτηρίων με 1,253 δισ. ευρώ, τα συστήματα αποθήκευσης ενέργειας με 450 εκατ. ευρώ, την ηλεκτρική διασύνδεση νησιών με 195 εκατ. ευρώ, τα πολεοδομικά σχέδια 750 δήμων με 250 εκατ. ευρώ, την ψηφιοποίηση αρχείων με 598 εκατ. ευρώ, τον μετασχηματισμό των ΜΜΕ με 375 εκατ. ευρώ, τον ψηφιακό μετασχηματισμό της εκπαίδευσης με 385 εκατ. ευρώ, αλλά και το εθνικό σχέδιο αναδασώσεων με 224 εκατ. ευρώ. Έργα που η χώρα πρέπει να έχει συμβασιοποιήσει για να λαμβάνει ποσά έως το 2026. Την ίδια ώρα θα τρέχουν οι άλλες δράσεις που προβλέπονται στο πλαίσιο των λοιπών ευρωπαϊκών κονδυλίων (ΕΣΠΑ κυρίως), με το συνολικό ύψος δράσεων όπως αυτές θα διαμορφωθούν από τη μόχλευση των κονδυλίων να φτάνει τα 80 δισ. ευρώ για την επόμενη επταετία. 

Με όλα τα παραπάνω, από κοινού με την υλοποίηση σημαντικών μεταρρυθμίσεων του εθνικού σχεδίου, η ελληνική οικονομία επιδιώκει ένα νέο παραγωγικό μοντέλο, το οποίο θα επιτυγχάνει την παραγωγή περισσότερο ανταγωνιστικών προϊόντων και υπηρεσιών, που θα ενθαρρύνει τη δημιουργία μεγαλύτερων επιχειρηματικών σχημάτων και θα στρέφει τις χρηματοδοτήσεις σε επιχειρήσεις που παράγουν καινοτόμα προϊόντα, ώστε τελικά να επιτευχθεί ο στόχος της μεγαλύτερης εξωστρέφειας, αμβλύνοντας τη χρόνια ελλειμματικότητα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. 

Είναι όλα τα παραπάνω εφικτό να συμβούν; Οι αισιόδοξοι θα απαντήσουν καταφατικά, επικεντρώνοντας στο ισχυρό κίνητρο που μπορεί να ωθήσει μεγάλο μέρους του πληθυσμού να συμμετάσχει στην αναπτυξιακή διαδικασία στον βαθμό που αυτή θα διαμορφώσει προϋποθέσεις αναβάθμισης του βιοτικού του επιπέδου. Οι απαισιόδοξοι θα επισημάνουν ότι η δρομολόγηση των σχεδιαζόμενων επενδύσεων δεν θα ωφελήσει ισόρροπα όλα τα κοινωνικά στρώματα και είναι ενδεχόμενο να αποκλειστεί μεγάλο μέρος επιχειρηματικών σχημάτων μεσαίου και μικρού μεγέθους. Ωστόσο, η αναπτυξιακή διαδικασία έχει συγκεκριμένες προϋποθέσεις για την υλοποίησή της, πολλές από τις οποίες στην παρούσα φάση λείπουν σε σημαντικό βαθμό. Ο κεντρικός διοικητικός μηχανισμός απαιτεί σημαντική αναβάθμιση.

Ο φορέας που θα ασχοληθεί με τα έργα του Ταμείου Ανάκαμψης τελεί ακόμα υπό σύσταση. Οι διαδικασίες που απαιτούνται για να ολοκληρωθεί ένα έργο από την ανάθεσή του μέχρι την υλοποίησή του είναι ακόμα χρονοβόρες και ιδιαίτερα γραφειοκρατικές. Το σύστημα αμοιβών στο δημόσιο τομέα δεν ενθαρρύνει ούτε επιβραβεύει επαρκώς την αυξημένη προσπάθεια του εργαζόμενου. Η δημόσια διοίκηση εξακολουθεί επομένως να είναι ένα σύστημα ιδιαιτέρως αναποτελεσματικό. Αν δε επικεντρωθούμε στον χώρο της Δικαιοσύνης, ο αριθμός των χιλιάδων συσσωρευμένων υποθέσεων που υπάρχουν σε όλα τα επίπεδα και σε όλες τις κατηγορίες της είναι επαρκής λόγος για να υποστηρίξει ότι το επιχειρηματικό περιβάλλον παραμένει ελάχιστα φιλικό στη χώρα μας. 

Την ίδια ώρα η κουλτούρα των τραπεζών έχει υποστεί μετάλλαξη τα τελευταία χρόνια. Επικαλούμενες το έλλειμμα αξιόχρεων επιχειρήσεων αλλά και το αυστηρό εποπτικό πλαίσιο που έχει διαμορφώσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, προβαίνουν σε χρηματοδοτήσεις με εξαιρετική φειδώ (μόλις +2,2% ο ετήσιος ρυθμός τον Απρίλιο). Οι ίδιες βέβαια αναγγέλλουν ότι μετά την κεφαλαιακή θωράκιση που συντελείται, η πιστωτική επέκταση θα αυξηθεί ραγδαία. Συνολικά, δε, προσδοκάται ότι οι σχεδιαζόμενες μεταρρυθμίσεις θα συμβάλουν στη βελτίωση των θεσμικών προϋποθέσεων που απαιτούνται για να δρομολογηθεί η επιτάχυνση της οικονομικής ανάκαμψης. 

Όμως ο σοβαρότερος περιοριστικός παράγοντας σχετίζεται με τον ανθρώπινο παράγοντα. Τα τελευταία χρόνια το δημογραφικό πρόβλημα έχει πλήξει το αριθμητικό μέγεθος του πληθυσμού, ενώ την ίδια ώρα η παρατεταμένη οικονομική κρίση που συμπληρώνει ήδη 11 χρόνια έχει οδηγήσει στη μετανάστευση μεγάλου αριθμού εκπαιδευμένων Ελλήνων και άλλων με εργασιακή εμπειρία σε χώρες του εξωτερικού. Το αποτέλεσμα είναι ότι στην παρούσα φάση παρατηρείται έλλειψη προσωπικού σε πολλούς κλάδους: στην εστίαση οι συνθήκες της πανδημίας αλλά και άλλοι λόγοι είχαν ως αποτέλεσμα να υπάρχει έλλειμμα πολλών ειδικοτήτων όπως διαπιστώνουν οι εργοδότες που θέλησαν να επανεκκινήσουν τις επιχειρήσεις τους. Στον κλάδο της πληροφορικής, όπου έχουν ήδη ξεκινήσει τα έργα, το έλλειμμα μηχανικών πληροφορικής είναι ήδη εμφανές.

Ανάλογες καταστάσεις παρατηρούνται και στον κατασκευαστικό κλάδο, όπου, αν και δεν έχουν ξεκινήσει τα μεγάλα έργα (Γραμμή 4, έργο Ελληνικού, Βόρειο Τμήμα Ε65, Βόρειος Οδικός Άξονας Κρήτης, Επενδυτικό Πρόγραμμα ΔΕΗ-ΕΥΔΑΠ-ΟΛΠ κοκ.), παρατηρούνται ήδη ελλείψεις σε πολλές ειδικότητες. Γίνεται επομένως φανερό ότι θα απαιτηθεί μια ολοκληρωμένη πολιτική προσέλκυσης ανθρώπινου δυναμικού, ειδικευμένων και ανειδίκευτων ώστε να υπάρχει επάρκεια υποψηφιοτήτων για τη διενέργεια των σχεδιαζόμενων επενδύσεων, ενώ η επιδοματική πολιτική των πακέτων στήριξης εμφάνισε και τον ηθικό κίνδυνο λόγω της αυξημένης απροθυμίας ορισμένων να εργαστούν. Ταυτόχρονα, είναι δυνατό να απαιτηθεί και μια ad hoc περισσότερο γενναιόδωρη μισθολογική πολιτική από πλευράς εργοδοτών. Σε κάθε περίπτωση, οι υψηλοί ρυθμοί μεγέθυνσης που προβλέπεται ότι θα οδηγήσουν το ΑΕΠ στα 217 δισ. ευρώ το 2025 από 165,8 δισ. ευρώ το 2020, σύμφωνα με το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής, κάθε άλλο παρά εξασφαλισμένοι είναι.