Οργανωμένο κύκλωμα που αποτελείτο από δύο εγκληματικές ομάδες, οι οποίες εξαπατούσαν συστηματικά εταιρείες, εμπόρους και άλλους ιδιώτες, σε όλη την Ελλάδα από τις αρχές του 2018 μέχρι σήμερα, αποσπώντας εμπορεύματα και άλλα αντικείμενα, η αξία των οποίων ξεπερνά το 1.100.000 ευρώ, σύμφωνα με τα μέχρι στιγμής στοιχεία, εξαρθρώθηκε μετά από πολύμηνη έρευνα της Υποδιεύθυνσης Ασφάλειας Δυτικής Αττικής και του Τμήματος Ασφαλείας Χαϊδαρίου.
Οργανωμένο κύκλωμα που αποτελείτο από δύο εγκληματικές ομάδες, οι οποίες εξαπατούσαν συστηματικά εταιρείες, εμπόρους και άλλους ιδιώτες, σε όλη την Ελλάδα από τις αρχές του 2018 μέχρι σήμερα, αποσπώντας εμπορεύματα και άλλα αντικείμενα, η αξία των οποίων ξεπερνά το 1.100.000 ευρώ, σύμφωνα με τα μέχρι στιγμής στοιχεία, εξαρθρώθηκε μετά από πολύμηνη έρευνα της Υποδιεύθυνσης Ασφάλειας Δυτικής Αττικής και του Τμήματος Ασφαλείας Χαϊδαρίου.
Μετά από συντονισμένη επιχείρηση των Τμημάτων και της Υποδιεύθυνσης Ασφάλειας Δυτικής Αττικής, που πραγματοποιήθηκε στις περιοχές Ζεφυρίου, Καματερού, Αχαρνών, 'Ανω Λιοσίων, Πειραιά και Νίκαιας, σε συνεργασία με την ΟΠΚΕ, την Ομάδα ΔΙΑΣ και τα ΜΑΤ, συνελήφθησαν, πρωινές ώρες της 1-7-2021, συνολικά 15 ημεδαποί (11 άνδρες και μία γυναίκα) μέλη της οργάνωσης, μεταξύ των οποίων και τα 4 αρχηγικά στελέχη, ενώ έχουν ταυτοποιηθεί και αναζητούνται έξι επιπλέον μέλη της οργάνωσης.
Η απάτες γίνονταν με αγορές που πραγματοποιούσαν τα μέλη της οργάνωσης με τη χρήση πλαστών αποδεικτικών κατάθεσης χρηματικού ποσού σε τραπεζικό λογαριασμό (έμβασμα) και πλαστών επιταγών ημέρας.
Από την αστυνομική έρευνα διαπιστώθηκε ότι:
Μέχρι στιγμής εξιχνιάστηκαν 128 περιπτώσεις απάτης, 59 απόπειρες απάτης και 187 περιπτώσεις πλαστογραφίας, ενώ κατασχέθηκαν μεταξύ άλλων -2.250 ευρώ, ένα Ι.Χ. Φορτηγό, δύο Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητα, 31 κινητά τηλέφωνα, τηλεοράσεις, tablet, φωτογραφική μηχανή, φυσίγγια, πλήθος εγγράφων, τραπεζικών καρτών και εμπορευμάτων.
Ως προς τον τρόπο δράσης:
Τα μέλη της Α΄Ομάδας εντόπιζαν ιδιώτες που διέθεταν προς πώληση σε σελίδες του διαδικτύου, αντικείμενα όπως κινητά τηλέφωνα, χρυσαφικά και διάφορες συσκευές, τα οποία κατάφερναν να αποσπάσουν παραθέτοντας ψευδή στοιχεία και πλαστά παραστατικά μεταφοράς και πληρωμής χρηματικού ποσού.
Οι δράστες φρόντιζαν πάντα η υποτιθέμενη κατάθεση χρημάτων να γίνεται από διαφορετική τράπεζα σε σχέση με αυτή που διατηρούσε τραπεζικό λογαριασμό το θύμα, ώστε να είναι αδύνατο να ελέγξει άμεσα ο παθών την πίστωση του χρηματικού ποσού στο λογαριασμό του.
Με τον ίδιο τρόπο δρούσαν και τα μέλη της Β΄Ομάδας, αλλά σε βάρος εταιρειών και παραγωγών, που δραστηριοποιούνται στο εμπόριο τροφίμων και άλλων ειδών. Οι δράστες επικοινωνούσαν τηλεφωνικά και «πουλώντας» διάφορα παραμύθια και κάνοντας χρήση ψευδών στοιχείων ταυτότητας, προσποιούνταν τους εκπροσώπους ή ιδιοκτήτες εταιρειών εμπορίας τροφίμων και ηλεκτρονικών ειδών, κατόρθωναν να αποσπούν εμπορεύματα, τα οποία παρέδιδαν τα ίδια τα θύματα παίρνωντας τα πλαστά παραστατικά κατάθεσης του ποσού ή τις πλεστε΄ς επιταγές ημέρας.
Τα αρχηγικά μέλη συστήνονταν ως εκπρόσωποι ή ιδιοκτήτες εταιρειών, οι οποίες είναι μεν υπαρκτές πλην όμως έχουν διακόψει την επαγγελματική τους δραστηριότητα και με τη "κάλυψη'" αυτή, προέβαιναν σε παραγγελία μεγάλης ποσότητας εμπορεύματων. Τα εμπορεύματα στη συνέχεια οι δράστες τα μετέφεραν σε αποθηκευτικούς χώρους, που δεν γνώριζαν οι αποστολείς.
Ενδεικτικά αναφέρονται αντικείμενα- εμπορεύματα-τρόφιμα τα οποία απέσπασε η β' εγκληματική ομάδα:
Σημειώνεται ότι σε βάρος ενός εκ των συλληφθέντων (οι οποίοι κατά κύριο λόγο είναι Ρομά), εκκρεμούσε καταδικαστική απόφαση, με την οποία καταδικάστηκε σε ποινή κάθειρξης 382 ετών, για τα αδικήματα της εγκληματικής οργάνωσης, παράβαση της Νομοθεσίας περί εξαρτησιογόνων ουσιών, διευκόλυνση εισόδου-εξόδου από το ελληνικό έδαφος εκ κερδοσκοπίας, παράνομη κατοχή ταξιδιωτικών εγγράφων τρίτου προσώπου και πλαστογραφία. Οι συλληφθέντες οδηγήθηκαν στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών.