Αναμφισβήτητα η αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης και η ενίσχυση των οικονομιών αποτελούν σήμερα κορυφαίες προτεραιότητες.
Της Θεοδώρας Αντωνακάκη*
Αναμφισβήτητα η αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης και η ενίσχυση των οικονομιών αποτελούν σήμερα κορυφαίες προτεραιότητες. Στην πραγματικότητα, όμως, η παρούσα συγκυρία προσφέρει την ευκαιρία να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για μια πράσινη ανάκαμψη από την πανδημία, με το τριπλό όφελος της ταυτόχρονης αντιμετώπισης της υγειονομικής, της οικονομικής και της κλιματικής κρίσης.
Επιπλέον, όπως έχει επισημανθεί (1), ο περιορισμός της κλιματικής αλλαγής όχι μόνο θα αποτρέψει οικονομικές ζημίες και καταστροφικά γεγονότα, αλλά θα δημιουργήσει και επιπρόσθετα οφέλη από τη μείωση της πιθανότητας εμφάνισης νέων επιδημιών στο μέλλον, καθώς η επιστημονική έρευνα μας δείχνει ότι ο συνδυασμός της καταπάτησης του φυσικού περιβάλλοντος και της κλιματικής αλλαγής αυξάνει την πιθανότητα εμφάνισης επιδημιών και επιτείνει την ανοσολογική ανεπάρκεια (2).
Ήδη από τον Ιούνιο του 2020 η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή αναφερόταν συνδυαστικά στην αντιμετώπιση των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής και της πανδημίας και τόνιζε ότι η μετάβαση σε μια οικονομία χαμηλού άνθρακα και η οικονομική ανασυγκρότηση μετά τον COVID-19 πρέπει να οδηγούν σε μια πιο δίκαιη και βιώσιμη Ευρωπαϊκή Ένωση, προκειμένου να μην αποτύχουν (3). Παράλληλα, η ετήσια έκθεση Lancet Countdown για το 2020 (4)κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι πολιτικές αντιμετώπισης της πανδημίας και της κλιματικής αλλαγής δεν πρέπει να συγκρούονται και ότι μακροπρόθεσμα θα έχουν τη μεγαλύτερη επιτυχία όταν είναι καλά ευθυγραμμισμένες.
Παρ’ όλα τα πολύ σοβαρά κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα, τη μεγάλη αύξηση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και του δημόσιου χρέους και τα σοβαρά διλήμματα νομισματικής πολιτικής, η πανδημία έχει και μία θετική πλευρά: έχει δημιουργήσει συνθήκεςκοινής οικονομικής και νομισματικής δράσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, που, εάν συνεχιστεί, θα αποτελέσει σημαντικό βήμα προόδου για μια πραγματική οικονομική, και όχι μόνο νομισματική, ένωση.
Τα προγράμματα ανάκαμψης προσφέρουν την ευκαιρία να ευθυγραμμιστούν στενότερα οι δημόσιες πολιτικές με τους κλιματικούς στόχους, περιορίζοντας τον κίνδυνο της επένδυσης σε υποδομές υψηλής έντασης άνθρακα ή δημιουργώντας υποδομές ανθεκτικότερες στην κλιματική μεταβολή. Έτσι, οι επενδύσεις μπορούν να προσανατολιστούν σε τομείς και τεχνολογίες που επιταχύνουν την ενεργειακή μετάβαση και βελτιώνουν την ανθεκτικότητα απέναντι σε μελλοντικές διαταραχές εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής και -προπάντων- δεν υπονομεύουν τις προσπάθειες των κρατών να αντιμετωπίσουν τις πιεστικές περιβαλλοντικές προκλήσεις.
Στο πλαίσιο αυτό κινείται το μέσο ανάκαμψης Next Generation EU (NGEU), το οποίο θα χρηματοδοτήσει πρωτοβουλίες για την περίοδο 2021-2026 ύψους 750 δισ. ευρώ για δράσεις αναπτυξιακές, με σημαντικότερες αυτές που αφορούν τη μετάβαση στην πράσινη ενέργεια, την εξοικονόμηση πόρων, τον ψηφιακό μετασχηματισμό του δημόσιου τομέα και της οικονομίας γενικότερα, καθώς και τη θωράκιση του τομέα της υγείας.
Στην Ευρωπαϊκή Στρατηγική για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη περιλαμβάνονται: η περιβαλλοντική βιωσιμότητα, η παραγωγικότητα, η δικαιοσύνη και η μακροοικονομική σταθερότητα, ως οι κατευθυντήριες αρχές στις οποίες βασίζονται τα σχέδια ανάκαμψης και ανθεκτικότητας των κρατών-μελών, καθώς και οι εθνικές μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις τους. Έτσι, πάνω από το 1/3 των αντίστοιχων εθνικών προγραμμάτων ανάκαμψης αναμένεται να δαπανηθεί σε πολιτικές που συνδέονται με την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής, σύμφωνα με τις αρχές της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας και της στρατηγικής της Ε.Ε. που επιδιώκει να γίνει η Ευρώπη η πρώτη κλιματικά ουδέτερη ήπειρος έως το 2050. Αυτό θα συντελέσει επίσης ώστε η Ε.Ε. να εξασφαλίσει έσοδα για την αποπληρωμή της χρηματοδότησης που θα αντλήσει από τις αγορές για τους σκοπούς του NGEU.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, η οποία είναι πλέον η κλιματική τράπεζα της Ευρώπης, στηρίζει τις επενδύσεις που θα χρειαστούν για την επίτευξη των κλιματικών στόχων και τη μετάβαση σε μια οικονομία ουδέτερου αποτυπώματος άνθρακα. Αντίστοιχα, το Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης θα βοηθήσει περιοχές ιδιαίτερα εξαρτημένες από τον άνθρακα να στραφούν σε νέες μορφές οικονομικής δραστηριότητας, καθώς είναι σημαντικό στην πορεία προς μια κλιματικά ουδέτερη Ευρώπη έως το 2050 να συμμετέχουν όλες οι περιοχές.
Επομένως, η Ευρώπη, άρα και η Ελλάδα, μπορούν να αναδυθούν ισχυρότερες από την πανδημία μέσα από μία πράσινη ανάκαμψη, επενδύοντας στην κυκλική οικονομία, την εξοικονόμηση ενέργειας, τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, τις βιώσιμες μεταφορές και τηνκαθαρή τεχνολογία, δημιουργώντας πράσινες θέσεις εργασίας.
Στην ίδια κατεύθυνση, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) στηρίζει ενεργά τις πρωτοβουλίες για τη μετάβαση σε μία πράσινη οικονομία. H Κριστίν Λαγκάρντ, πρόεδρος της ΕΚΤ, έχει δηλώσει ότι η ΕΚΤ θα διερευνήσει κάθε δυνατή οδό προκειμένου να αντιμετωπίσει την κλιματική αλλαγή. Είναι επίσης γνωστό ότι ένα από τα θέματα της εξεταζόμενης, αυτήν την περίοδο, στρατηγικής της ΕΚΤ είναι οι κίνδυνοι που δημιουργούνται από την κλιματική αλλαγή στην επίτευξη των στόχων της σταθερότητας του γενικού επιπέδου των τιμών και της χρηματοοικονομικής σταθερότητας, και οι τρόποι αντιμετώπισής τους.
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, η Τράπεζα της Ελλάδος συνεχίζει την ενασχόλησή της με τα θέματα της κλιματικής αλλαγής. Μία από τις τρέχουσες δράσεις είναι η συμμετοχή της στο ευρωπαϊκό πρόγραμμα LIFE IP - AdaptInGr «Boosting the implementation of adaptation policy across Greece» (www.adaptivegreece.gr). Το οκταετές αυτό πρόγραμμα (2019-2026) αποτελεί σήμερα το σημαντικότερο εθνικό έργο για την προσαρμογή της χώρας στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής. Τελεί υπό τον συντονισμό του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, με τη συμμετοχή 19 φορέων, μεταξύ άλλων, της Ακαδημίας Αθηνών, του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, Περιφερειών και Δήμων της χώρας. Στους βασικούς στόχους του προγράμματος εντάσσεται η δημιουργία ενός αποτελεσματικού μηχανισμού παρακολούθησης, αξιολόγησης και επικαιροποίησης δράσεων και πολιτικών προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή και η υλοποίηση έργων (εν είδει υποδείγματος) σε Περιφέρειες και Δήμους της χώρας, σε τομείς προτεραιότητας, όπως διαχείριση κινδύνων πλημμύρας, διαχείριση παράκτιας ζώνης, δασικές πυρκαγιές σε περιοχές επιρρεπείς στην ξηρασία, διαχείριση υδατικών πόρων, πολεοδομικός σχεδιασμός και αστικές αναπλάσεις.
(1) Βλ. Ξεπαπαδέας, Α., “Παράλληλη μάχη κατά της Covid-19 και της κλιματικής αλλαγής”, Τα Νέα, 16-17.1.2021.
(2) Βλ. για το ίδιο θέμα το Πλαίσιο IV.5 “Καταστροφή του περιβάλλοντος και πανδημίες”, Τράπεζα της Ελλάδος, Νομισματική Πολιτική 2019-2020, Ιούνιος 2020.
(3) European Economic and Social Committee (EESC), “Financing the Transition to a Low-Carbon Economy and the Challenges in Financing Climate Change Adaptation, Opinion”, 11 June 2020, NAT/778.
(4) “The 2020 report of the Lancet Countdown on health and climate change: responding to converging crises”, The Lancet, 397, 9.1.2021 - βλ. ιδίως Panel 1: Health, climate change, and COVID-19. Πρόκειται για προϊόν διεθνούς συνεργασίας 35 ακαδημαϊκών ιδρυμάτων και υπηρεσιών του ΟΗΕ.